Αντώνης Οικονόμου – Άνοιξε τους δρόμους κι έστρωσε τις δάφνες για να περάσουν οι δοξασμένοι του Εικοσιένα. Έπεσε απ’ τα βόλια Ελλήνων…

Κανείς χαμός δεν εστοίχισε στην Ελλάδα εκείνης της εποχής τόσο, όσο ο σκοτωμός αυτού του Υδραίου καπετάνιου. Η παρουσία του ήταν εγγύηση και για τον καλό δρόμο της πάλης με τον ξένο τύραννο και για τη σταθερή πορεία προς ένα δικαιότερο και λαϊκώτερο νοικοκύρεμα των εσωτερικών πραγμάτων της ελεύτερης χώρας.

H μορφή του Αντώνη Οικονόμου από τη σειρά με τις  ιστορικές μονογραφίες Μορφές του Εικοσιένα του Γιώργη Λαμπρινού. Σε αυτή ο συγγραφέας παρουσιάζει έντεκα πρόσωπα λαϊκών αγωνιστών που «ήρθαν, πέρασαν κ’ έφυγαν, σιωπηλοί και μαρτυρικοί, ταπεινοί και ξεχασμένοι, αφού έκαναν πρώτα το μεγάλο τους χρέος στο λαό της πατρίδας τους. Είναι οι αληθινοί δουλευτάδες του ξεσηκωμού και της λευτεριάς…»

Η σειρά κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το Νοέμβριο του 1941 σε συνθήκες αυστηρής λογοκρισίας. Το κείμενο είναι από την τέταρτη έκδοση του 1956 που κυκλοφόρησε στην Αθήνα από τις εκδόσεις Τοξότης. Το βιβλίο επανακυκλοφόρησε το 2002 από τις εκδόσεις Καστανιώτη με πρωτοβουλία του γιού του Φώτη Λαμπρινού.

Ο Γ. Λαμπρινός (ψευδώνυμο του Γ. Μπαστουνόπουλου) γεννήθηκε το 1909 στην Αλαγωνία Μεσσηνίας. Γιος δικαστικού, πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στις πόλεις Καλαμάτα, Σπάρτη, Τρίπολη, Λαμία. Το 1926 οργανώθηκε στο ΚΚΕ, συνελήφθη στο Γύθειο, καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός μηνός και εκτοπίστηκε στη Σπάρτη. Το 1927 γράφτηκε στη Νομική σχολή αλλά μετά από ένα χρόνο αποβλήθηκε και κρατήθηκε στη φυλακή για ενάμιση μήνα ύστερα από επεισόδιο. Παντρεύτηκε το 1936, εξορίστηκε από το μεταξικό καθεστώς στη Σίκινο και αργότερα νοσηλεύθηκε με φυματίωση. Ήταν ήδη μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Δημοσίευσε κείμενά του στο περιοδικό Νεοελληνικά γράμματα και στις στήλες της φιλολογικής Καθημερινής. Στην Κατοχή ήταν μέλος του ΕΑΜ και, μαζί με τη Μέλπω Αξιώτη, υπεύθυνος για το παράνομο περιοδικό Νέοι πρωτοπόροι. Το 1944 συνελήφθη και βασανίστηκε από τους Γερμανούς. Από το 1945 ήταν υπεύθυνος της καλλιτεχνικής σελίδας του Ριζοσπάστη και του Ρίζου της Δευτέρας όπου συνέχισε να αρθρογραφεί και μετά από τη διαγραφή του, για ένα διάστημα, από τον Ν. Ζαχαριάδη. Με την έναρξη του εμφυλίου έφυγε στη Γαλλία και από εκεί επέστρεψε  στο βουνό, σαν ανταποκριτής της εφημερίδας του Δημοκρατικού Στρατού. Το 1949 συνελήφθη και εκτελέστηκε, παγιδευμένος, σύμφωνα με μαρτυρίες, σ’ ένα καταφύγιο, όταν η φυματίωση δεν του επέτρεπε να προχωρήσει άλλο με τον ΔΣΕ. (Οι πληροφορίες από το Ε.Λ.Ι.Α.)

ΑΝΤΩΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Δύο είναι οι φυσιογνωμίες που πρόσφερε η νησιώτικη Ελλάδα στο Εικοσιένα: του Αντώνη Οικονόμου και του Λυκούργου Λογοθέτη. Και οι δυό ξεχωρίζουν σα φωτεινά αστέρια μέσα στο πλήθος με τους αξιόλογους και τους ασήμαντους, ξακουστούς ναυάρχους είτε αστόχαστους πολιτικάντηδες, ψημένους θαλασσόλυκους είτε μαζεμένους προεστάκηδες, ανθρώπους του κινδύνου κι’ ανθρώπους του παρά, που γεννοβόλησε και χάρισε στην επαναστατημένη Ελλάδα ο νησιώτικος Ελληνισμός. Κι’ αν ο δεύτερος στάθηκε πιο τυχερός και πιο προκομένος να ξεφύγει δολοφόνα μαχαίρια και να στεριώσει ακέριο το έργο του, λαμπρή σελίδα στην ιστορία της Ελληνικής αναγέννησης, ο πρώτος έρριξε το τεράστιο βάρος του σε τέτοια επίκαιρη στιγμή, στις κρίσιμες ώρες της αρχής του ξεσηκωμού, ώστε η ζυγαριά έχασε την ισορροπία της, έγειρε με απόφαση προς το μέρος της νίκης κ’ η Επανάσταση άρχισε να προχωρεί γοργά το δρόμο της. Αλλά μ’ όλο που η ζωή του κόπηκε τόσο απότομα και τόσο τραγικά, χωρίς να προλάβει ν’ αποτελειώσει το μεγάλο έργο του, στους στιβαρούς ώμους των δυό τούτων αντρών του Εικοσιένα στηρίχτηκε ο ξεσηκωμός των νησιών και η Επανάσταση μπόρεσε να προκόψει.

Το έργο της Επανάστασης είναι ουσιαστικά έργο πολιτικό. Χωρίς την ετοιμασία και το διαφέντεμα του πολιτικού, οι αλλαγές δε σημειώνουν βήματα στην ιστορία. Αλλοιώς είναι γεννήματα της τύχης. Οι στρατηγοί θα γεννηθούν στην πορεία της. Το μυαλό του πολιτικού θα πιάσει, θα ζυμώσει, θα οδηγήσει το επαναστατικό έργο. Το χέρι του πολέμαρχου θα σύρει το σπαθί για να το επιβάλει. Και γίνεται συχνά τούτο το αλλόκοτο σ’ αυτές τις σκληρές περιπέτειες του ανθρώπινου βίου: οι άνθρωποι του πολέμου να δένουν τόνομά τους και τη ζωή τους τόσο με το έργο της αλλαγής, να το λαμπρύνουν και να λαμπρύνονται μαζύ του σε τέτοιο βαθμό, ώστε και η κοινή αντίληψη και η επίσημη ιστορία να μην προβαίνουν στον ξεχωρισμό τους, ενώ οι άνθρωποι του πολιτικού χειρισμού του έργου της αλλαγής, θεμελιωτές και οδηγοί του, να στέκουν ασήμαντοι και άδοξοι στα περιθώρια των γεγονότων.

Αυτήν την εικόνα μάς παρουσιάζει το Εικοσιένα εξαιρετικά τονισμένη. Η ιστορία του μάς κληροδότησε από τους αγωνιστές των νησιών τα ονόματα του Μιαούλη, των Κουντουριωταίων, του Μέξη κ’ ενός πλήθους ακόμα από ναυάρχους κι’ άλλους καπεταναίους της θάλασσας που έβαλαν τον μικρόν ή μεγάλο κόπο τους στον αγώνα. Αλλά όταν θα μπει το σκληρό ερώτημα ποιος άνοιξε τους δρόμους κ’ έστρωσε τις δάφνες για να περάσουν οι δοξασμένοι, τότε τα πιο πολλά από τα πολυθόρυβα  τούτα ονόματα θα σβύσουν μεμιάς κι’ άλλοι ασήμαντοι και ταπεινοί θ’ ανέβουν στο προσκήνιο της εθνικής ζωής. Τότε θα ξεπροβάλει στη μέσα τ’ όνομα του Αντώνη Οικονόμου, το έργο του θα λάμψει και με το φως του θα διαλυθούν τα σκοτάδια που τύλιξαν τις αρχές της επανάστασης στα νησιά.

Αλλά ποιος ήτανε λοιπόν αυτός ο Αντώνης Οικονόμου που η επίσημη ιστορία τον καταχώρησε στην τάξη των μικρών και των ασήμαντων και το έργο του στάθηκε τόσο μεγάλο ώστε να κρίνει τις τύχες του Εικοσιένα;

***

Η Ύδρα, την εποχή που ιστορούμε, ήταν από τα ισχυρότερα Ελληνικά εμπορικά κέντρα. Τα καράβια της έσκιζαν τη Μεσόγειο και ξέβγαιναν ακόμη ως έξω, πέρ’ από τη Τζιμπιράλτα, προς τους γιαλούς της νότιας Αφρικής είτε προχωρούσαν απάνω προς τις βορεινές παγωμένες θάλασσες και κουβαλούσαν τις λογής – λογής πραμάτειες από Ανατολή σε Δύση και γέμιζαν με πλούτια αμέτρητα τα κελλάρια των νοικοκυραίων στο νησί. Δίπλα της κι’ άλλα νησιά όπως οι Σπέτσες, η Χιό, τα Ψαρρά, η Σάμος, η Κάσσος κι’ άλλα παράβγαιναν μαζύ της στην εμπορική κίνηση, στα μεγάλα γοργοτάξιδα καράβια και στα πλούτη. Ακμή οικονομική σημαντικώτατη που σημειώθηκε στις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες πριν απ’ το Εικοσιένα  κ’ ύστερα απ’ τις Ρωσσο – Τουρκικές συνθήκες (Κιουτσούκ – Καϊναρτζή, 1776) που εξασφάλιζαν παραπολλά προνόμια στην Ελληνική ναυτιλία κι’ ακόμη ύστερα από τους πολύχρονους τσακωμούς των Εγγλέζων και των Γάλλων στη Μεσόγειο με τους αποκλεισμούς που εκμεταλλεύτηκαν οι Έλληνες ναυτικοί, σε εποχές που η οικονομία της στεργιανής Ελλάδας έμενε αναιμική και γυμνή από κάθε προκοπή. Τα νησιά με την δυνατήν εμπορική κίνηση και οχυρωμένα πίσω από τα εξαιρετικά τους προνόμια, σώρευαν αμύθητα πλούτη, η ζωή τους αποκτούσε νέα θωριά και οι κοινωνικοί σχηματισμοί στα χώματά τους παίρνανε νέα μορφή, άγνωστη στην ως τότε παράδοση της άλλης Ρωμιοσύνης. Το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου το κρατούσε στα χέρια της μια μικρή μερίδα νησιωτών που διαφέντευαν τα περισσότερα καράβια κι’ απασχολούσαν στη δούλεψή τους ένα αμέτρητο πλήθος από γέρους κ’ έμπειρους ναυτικούς, στο καλό ταξίδι ως τις μακρυνές θάλασσες και στις σκληρές κ’  αιματηρές μάχες με τους κουρσάρους των ωκεανών. Ανάμεσα στους πρώτους και στους δεύτερους χαροπάλευαν λογής μικροκαπεταναίοι του νερού, μ’ ένα είτε δυό καράβια δικό τους βιός, που τα κουμαντάριζαν μονάχοι τους κι’ άμα τάχαναν έσκυβαν το κεφάλι στον πρώτο μεγαλονοικοκύρη που τους έπαιρνε στη δούλεψή του.

Αντώνης Οικονόμου - Άνοιξε τους δρόμους κι έστρωσε τις δάφνες για να περάσουν οι δοξασμένοι του Εικοσιένα. Έπεσε απ’ τα βόλια Ελλήνων...

Αντώνης Οικονόμου – Ξυλογραφία του Α. Τάσσου

Ένας τέτοιος μικροκαπετάνιος με δικό του καράβι ήταν κι’ ο Αντώνης ο Οικονόμου. Χρόνια πολλά πριν απ’ το Εικοσιένα έσκιζε κι’ αυτός τις θάλασσες με το πλεούμενό του, γευότανε τις αρμύρες και τους κινδύνους τους και πολεμούσε να στεριώσει τη ζωή του με την αξιοσύνη και την προκοπή του. Δεν είχε αυτός τα πολλά και μεγάλα καράβια, να μπορεί να κάθεται στη στεριά κι’ από κει να τα κουμαντάρει μ’ άλλους καπεταναίους και να μην τόνε νιάζει ο χαμός του ενός πλεούμενου.

Στο ένα του είχε όλο το βιός του. Κ’ ήξαιρε καλά πως άμα τόχανε, άλλο δε θα ματαποχτούσε και η στερνή του τύχη θάτανε να προσφέρει τα ψημένα μπράτσα του στη δούλεψη των άλλων αφεντάδων.

Δε γλύτωσε απ’ ό,τι φοβότανε. Σε κάποιο μακρυνό χειμωνιάτικο ταξίδι του, η ανελέητη φουρτούνα τσάκισε το μονάκριβό του κοντά στα Γάδειρα. Η θάλασσα τον ξέπλυνε από πλεούμενα κι’ απ’ άλλο βιός. Αλλά είχε καρδιά. Γύρισε στην Ύδρα, όπου έμεινε πολύ λίγο, κι’ από κει τράβηξε για την Πόλη. Αυτός ο πηγαιμός στην Πόλη τού άλλαξε όλη την πορεία της ζωής του. Εκεί ήτανε η φωλιά της Φιλικής κ’ οι άνθρωποί της παράστεκαν μ’ άγρυπνο μάτι τα περάσματα των Ελληνικών καραβιών απ’ τα κανάλια της για να σιμώνουν τους Έλληνες ναυτικούς. Χιλιάδες Ρωμιοί πραματευτάδες κι’ άλλοι περαστικοί και δουλευτάδες της θάλασσας περνώντας από κει ποτίστηκαν με τις ιδέες της και ξαναθερμάθηκαν οι καρδιές τους με εθνικούς πόθους. Απ’ αυτά τα κανάλια που έβραζαν οι ζυμώσεις και οι ετοιμασίες πέρασε κι’ ο Οικονόμου. Ανταμώθηκε με τους Φιλικούς και κατηχήθηκε γοργά στους σκοπούς της Εταιρείας. Ο Οικονόμου ήταν απ’ τις πάστες των ανθρώπων που οι φλογερές ιδέες όταν χωνεύουνε μέσα τους σε πίστη δεν ακροδιαβαίνουν από πάνω τους ξώπετσα αλλά τους ταράζουν και τους συνεπαίρνουν ολόψυχα. Κι’ όταν οι ιδέες ανήκουν σε κείνες που προβάλλουν με τόσο μεγάλο βάθος, όπως οι ιδέες του λυτρωμού, οι πιστοί τους αλλάζουν ως και θωριά, γίνονται άλλα όντα, φανατικά και αδυσώπητα, που μήτε ο θάνατος δε μπορεί να τα ξεστρατίσει απ’ τη νέα πορεία που χάραξαν στη ζήση τους. Ίσως είναι κραυγή, ίσως είναι ανθρώπινος νόμος βαθύτερος αυτή η μετουσίωση σε φανατική πίστη, για να μπορούν οι άνθρωποι να προβαίνουν σίγουρα και σταθερά όταν σημαίνει η ώρα στις αναγκαίες αλλαγές στους τρόπους της ζωής τους.

Ο Οικονόμου έμεινε στην Πόλη τόσον καιρό όσος του χρειάστηκε να φωτιστεί και να δασκαλευτεί καλά απάνω στους μυστικούς τρόπους ενεργειών της Εταιρείας. Ύστερα έφυγε στην Ύδρα με την ειδική αποστολή να ετοιμάσει τον ξεσηκωμό στον τόπο του. Από τότε και ως τον καιρό που ξέσπασε η Επανάσταση, ο Οικονόμου πρόσφερε όλες τις δυνάμεις του στο σκοπό που έταξε στη ζωή του, δασκαλεύοντας, κατηχώντας και οργανώνοντας τις βάσεις που απάνω τους στηρίχτηκε και άναψε αργότερα ο ξεσηκωμός στο νησί. Την ίδια εποχή δούλευε για το καθημερινό ψωμί, δεύτερος καπετάνιος σε καράβια άλλων αφεντικών. Αυτό του βγήκε σε καλό από άποψη πολιτική, γιατί τον έφερε πιο κοντά στο μεγάλο πλήθος του ναυτικού λαού, έζησε και ζυμώθηκε μαζύ του στη σκληρή δουλειά και στους κινδύνους, μοιράστηκε κοντά του το πικρό ψωμί της θαλασσινής ζωής και κρυφομίλησε στ’ αυτί του για αγώνες και θυσίες και αίματα που θάφερναν κάποτε στην ευλογημένη ώρα του λυτρωμού. Η επιρροή του απλώθηκε σ’ όλο το ναυτόκοσμο της Ύδρας και των άλλων νησιών κι’ ο καπετάν Αντώνης έγινε το λατρεμένο πρόσωπο του αρχηγού που συγκέντρωνε τις ελπίδες και την απαντοχή τόσου νησιώτικου λαού.

***

Στις παραμονές του Εικοσιένα ο λαός της Ύδρας με τον Οικονόμου ήταν έτοιμοι. Δεν περίμεναν παρά το σύνθημα. Αλλά και δω παρουσιάστηκαν οι ίδιες συνθήκες με το Μωριά κι’ ακόμη χειρότερες. Οι πρόκριτοι του νησιού είχαν δηλώσει καθαρά πως όχι μόνο δε θ’ άφιναν αναστατώματα στο νησί μα και θα χτυπούσαν από μέρους τους κάθε ταραχή. Ο Οικονόμου ήξαιρε καλά τι σήμαινε αυτή η άρνηση των προκρίτων όπως ήξαιρε επίσης καλά πως το δικό του χρέος ήτανε να κρατήσει ως το τέλος πιστά τη γραμμή που του χάραζε η Φιλική. Έλεγε αυτή η γραμμή πως το συμφέρο της Επανάστασης επέβαλε τη φρόνιμη πολιτική απέναντι στους προκρίτους για να πεισθούν να κατέβουν κι’ αυτοί θαρραλέοι στον αγώνα, αφού η ένωση των εθνικών δυνάμεων θα μπορούσε να οδηγήσει με σιγουριά στη νίκη. Ο Παπαφλέσσας είχε περάσει το Δεκέμβρη του 1820 απ’ την Ύδρα, είχε ανταμωθεί με τον Οικονόμου και τους άλλους Φιλικούς και μαζύ τους είχε καταστρώσει τα σχέδια για τον ξεσηκωμό των κοντινών νησιών.

Αντιμετώπισαν από τότε την περίπτωση της άρνησης των προκρίτων και μαζύ πάλι είχανε πάρει την απόφαση να τραβήξουν εμπρός και χωρίς αυτούς.

Όταν κατά τα μέσα του Μάρτη άρχισαν να καταφθάνουν από το Μωριά καταπόδι τα επαναστατικά μηνύματα, στην Ύδρα οι ετοιμασίες είχαν αποτελειώσει κι’ ο Οικονόμου έβαλε ανοιχτά το ζήτημα της άμεσης αρχής του αγώνα στους προκρίτους. Τίποτα όμως στο αναμεταξύ δεν είχε μεταλλάξει τη γνώμη αυτών των τελευταίων και προχωρούσαν ως το σημείο να θέλουν να πάρουν και μέτρα για να πνιχτεί κάθε κίνηση. Δεν εδίσταζαν, μα αρνούνταν και αντιδρούσαν. Και για να δείξουν την τρανή τους απόφαση να καθήσουν ήσυχοι στα σπιτικά και στο βιό τους και να μείνουν πιστοί ραγιάδες στον αψηλόν αφέντη της Πόλης, έστειλαν τους ναύτες που κάθε χρόνο έστελνε υποχρεωτικά η Ύδρα για να υπηρετούν στον Οθωμανικό στόλο. Μα είχαν πλακώσει κιόλας τα γεγονότα. Ο Οικονόμου έστειλε γοργά ανθρώπους, τους πρόφτασαν στη Μήλο και τους γύρισαν πίσω. Τότε τα πράγματα ακολούθησαν τη δική τους πορεία.

Στην Ύδρα μέσα ο Οικονόμου με τον Πέτρο Μαρκέζη και το Γιώργη Αγαλόπουλο στρατολογούσαν με την πρόφαση πως θέλανε να κάνουν εκστρατεία στο Μωριά, στ’ αλήθεια όμως ετοιμαζόντουσαν για κίνημα. Το δειλινό της 27 του Μάρτη έφτασε στην Ύδρα κάποιο ψαροκάικο κ’ έφερνε την είδηση πως η Επανάσταση στο Μωριά ξέσπασε κι’ οι επαναστάτες για την ώρα πολιορκούσαν τους Τούρκους στην Ακροκόρινθο. Το νέο πέταξε σαν αστραπή και πλήθη λαού κατέβηκαν στο γιαλό, ταραγμένα κι’ ανυπόμονα, γυρεύοντας να μάθουν περισσότερα. Η φωτιά ήταν σιμά στο μπαρούτι. Ο Οικονόμου είχε πάρει την απόφασή του και τα ετοίμαζε όλα.

Το βράδυ αργά της ίδιας ημέρας, όταν η νύχτα είχε πήξει το σκοτάδι απάνω στο νησί, ακούστηκαν ξαφνικά οι καμπάνες ν’ αχολογούνε δυνατά, βιαστικά, δαιμονισμένα και με τρελλά καμπανίσματα να ταράζουν τη νυχτερινή γαλήνη του τόπου. Ντελάληδες με κραυγές άγριες «στ’ άρματα! όλοι στ’ άρματα!» διάβαιναν τρεχάτοι τα στενοσόκακα, πόρτες και παράθυρα στα ναυτικά χαμόσπιτα άνοιγαν και βροντούσαν, βουή ξαφνική πλημμύρισε τους δρόμους κι’ ο γιαλός του νησιού κατασκεπάστηκε σε λίγο από ένα αμέτρητο ανθρώπινο πέλαγος που σάλευε φουρτουνιασμένο και σκοτεινό και ξεφώνιζε άγρια μέσ’ στη νύχτα. Φωτήματα θαμπά που δε φώτιζαν τίποτα κι’ αγρίευαν μονάχα το σκοτάδι, άρματα σηκωμένα ψηλά που κουνιούνταν πέρα – δώθε μανιακά, ξέφρενα ουρλιαχτά που έσκιζαν τον αγέρα, τραγούδια άγνωρα κι’ άρρυθμα, πήγαιναν όλα ν’ ανταμώσουν και μπέρδευαν σε μιαν αντάρα δαιμονική με τα ξέμακρα μουγκρητά του πελάγου.

Ποιος θα μπορούσε τώρα ν’ αλλάξει τη γνώμη και να κόψει τη στράτα σε τούτο τον ξεσηκωμένο λαό που ξεκινούσε αποφασισμένος για όλα;

Ο Οικονόμου ήταν εκεί, παραστάτης και οδηγός. Πάτησαν στο λεφτό τ’ αραγμένα καράβια στο λιμάνι και γύρισαν τις μπούκες των κανονιών κατά το νησί. Δεν είχαν Τούρκους να πολεμήσουν μα είχανε ν’ αντιμετωπίσουνε κοτζαμπάσηδες. Την αυγή χύθηκαν στην πόλη, κυρίεψαν το Διοικήτηριο και καθαίρεσαν το διοικητή του τόπου Νικ. Κοκοβίλα. Οι πρόκριτοι ήσανε συναγμένοι στο Μοναστήρι όπου συνεδρίαζαν και πάσχιζαν να πάρουν αποφάσεις για τη στάση τους. Ήξαιραν τις νυχτερινές ταραχές μα όταν έμαθαν και την πρωινή αποκοτιά των επαναστατών να πατήσουν το Διοικητήριο, φοβήθηκαν μη τους μπλοκάρουν και τους ίδιους από στιγμή σε στιγμή και τόσκασαν καταφοβισμένοι από τα παράθυρα. Αλλά πού να πήγαιναν και τι νάκαναν; Η Επανάσταση είχε κηρυχτεί, τα καράβια τους τάχαν άλλοι, από δύναμη ήσανε γυμνοί και το μόνο κέρδος, αν επέμεναν, θα ήτανε ίσως να χάσουν τα κεφάλια τους. Κρύφτηκαν ένα – δυό μέρες κ’ ύστερα δειλά και συμμαζεμένα, δήλωσαν υποταγή. Ο Οικονόμου, πιστός στη γραμμή του, τους δέχτηκε, μα τους υποχρέωσε να υπογράψουν ειδικό έγγραφο όπου αναγνώριζαν για νόμιμη την εξουσία του, έδιναν την υπόσχεση να συντρέχουν παντού και πάντα τον αγώνα και πως δέχονται υποταχτικοί τη νέα κατάσταση των πραγμάτων. Το έγγραφο έχει ημερομηνία 31 Μαρτίου 1821 και φέρνει τις υπογραφές 60 επισήμων προσώπων αρχίζοντας από τους Κουντουριωταίους και φτάνοντας ως τους δευτερότερους κοτζαμπάσηδες. Αιώνων συνήθειες και καθεστωτικές παραδόσεις ξέπεφταν και νέα τάξη επικρατούσε, έστω και για λιγοστό χρονικό διάστημα. Το πολίτευμα έγινε λαοκρατικό και τα δημόσια έγγραφα πια δεν τα υπόγραφαν οι «πρόκριτοι» μα οι «κάτοικοι» της νήσου Ύδρας. Η Ύδρα ήτανε σε θέση πια να βοηθήσει το Μωριά πούχε φουντώσει η Επανάσταση και σε λίγο ο στόλος, ενωμένος με τα Σπετσιώτικα καράβια, σαλπάριζε έτοιμος για μάχες σ’ ανοιχτά πέλαγα.

Στις 16 του Απρίλη έγινε στο κέντρο του νησιού μεγάλη λαϊκή γιορτή για να πάρει επίσημο χαραχτήρα η κήρυξη της Επανάστασης. Όλος ο λαός αρματωμένος είχε μαζευτεί μπροστά στο Διοικητήριο. Εκατό νέα παλληκάρια έφεραν καμαρωτά τη σημαία, την παρέδωσαν σε κάποιον παπά κι’ αυτός κατεβάζοντας την τούρκικη, την έμπηξε στο πιο ψηλό σημείο του Διοικητηρίου. Συνεπαίρνουν τον καθένα οι τέτοιες στιγμές και νιώθει τον εαυτό του λιοντάρι ολοδύναμο, να πάει μπρος και να κάνει τα μεγάλα. Κ’ είναι, αλίμονο, τόσο λιγοστές στη ζήση μας αυτές οι στιγμές…Χαλούσεν ο τόπος απ’ τους αλαλαγμούς και τους σμπάρους και μέσ’ στην τόσην αντάρα ξεχώριζε καμπανιστό το όνομα του καπτάν Αντώνη, τ’ όνομα του λατρεμένου προσώπου, του αρχηγού, του αγωνιστή που πάτησε κεφάλια κι’ άνοιξε διάπλατα το δρόμο του λυτρωμού.

Η λαϊκή εξουσία του Οικονόμου κράτησε λιγοστό διάστημα. Μια πρώτη και τρανή αποστολή της είχε τελειώσει με νίκη: η συμμετοχή της Ύδρας και των κοντινών νησιών στην Επανάσταση. Η σημασία του περιστατικού αυτού μπορεί να εχτιμηθεί μόνο όταν λογαριάσει κανείς πως ο πελώριος Οθωμανικός στόλος ήταν έτοιμος να κουβαλήσει από την Ασία δεκάδες χιλιάδες Τούρκικου στρατού και να πατήσει το Μωριά, τον πρώτο καιρό κιόλας που άρχισε ο ξεσηκωμός. Κι’ αν εμποδίστηκε και δε ζύγωσε καθόλου κι’ ο Μωριάς συνέχισε την επαναστατική δράση του, αυτό χρωστιέται στον Ελληνικό στόλο των νησιών. Στο βάθος της ιστορίας τούτης θα προβάλει η ηρωική φυσιογνωμία του Αντώνη Οικονόμου και θα ζητήσει τη δικαίωσή της. Έπειτα σαν κυβερνήτης του νησιού, προσπάθησε να επιβάλει την εσωτερική τάξη και να δίνει το δίκιο χωρίς να λογαριάζει δυσαρέσκειες. Με την πρόφαση πως οι α’ καπεταναίοι στα καράβια δεν είχανε πείρα πολεμική τους έβγαλε και στη θέση τους έβαλε ανθρώπους του. Η αλήθεια είναι πως οι α’ καπετάνιοι ήσανε κοπέλια των προκρίτων και δεν τους είχε εμπιστοσύνη. Μα κι’ όταν οι ναύτες ενός καραβιού πιάσανε κάποιο εχθρικό και τη λεία τη μοιράσανε μεταξύ τους παρά τους κανονισμούς, δε δίστασε να πάρει μέτρα ενάντιά τους. Κι’ όμως σε λίγο έχασε την αρχή. Έπεσε με πραξικόπημα των προκρίτων. Γιατί; Το βασικό του σφάλμα ήταν πως δεν είδε καλά τις αληθινές διαθέσεις των αντιπάλων του, υποτίμησε τη δύναμή τους και δεν πήρε δραστικώτερα μέτρα για να δέσει εκείνους και να στεριώσει τη δική του θέση.

Αντίπαλοι σαν τους Κουντουριωταίους και τους άλλους ανθρώπους της σειράς τους, με την οικονομική δύναμη στα χέρια τους, με ισχυρή την παράδοση της επιρροής τους, ακόμη κι’ όταν χάνουν προσωρινά την πολιτική δύναμη, εξακολουθούνε να μένουν αντίπαλοι επικίνδυνοι και φοβεροί. Κι’ όταν δε μάθεις καλά τα τερτίπια και τα καμώματά τους κι’ αποξεχάσεις τη δύναμη που κρύβουν στο πουγγί τους, είναι σίγουρο πως η ώρα του νικημού σου στην πάλη μαζύ τους θα είναι σύντομη.

Το κίνημα των προκρίτων κατά του Οικονόμου και της εξουσίας του ξέσπασε στις 12 του Μάη. Ο στόλος έλειπε απ’ το λιμάνι και μαζύ του ο περισσότερος αρματωμένος λαός. Η φρουρά στο Διοικητήριο ήτανε λιγοστή. Οι πρόκριτοι είχαν ετοιμαστεί μυστικά από καιρό, μισθώσανε ανθρώπους, τους αρματώσανε και περιμένανε την κατάλληλη στιγμή. Δόθηκε κάποια μέρα όταν τα μέτρα του Οικονόμου για φρούρηση είχανε λασκάρει. Η επίθεση έγινε στο Διοικητήριο από μπράβους πολλούς, αρματωμένους σαν αστακούς, με το Λάζαρο Παναγιώτα και το Θεοφ. Δρένια.

Η σύγκρουση ήτανε τρομερή, κράτησε ώρες, οι ντουφεκιές αναστάτωσαν την πόλη, κορμιά ξαπλωθήκανε καταγής, ο ίδιος ο Οικονόμου με το χέρι του έρριξε χάμου εχθρούς του, μα στο τέλος δε μπόρεσε να κρατήσει. Οι αντίπαλοι ήσανε πολλοί, είχανε πιάσει γερά πόστα κι’ ο κίνδυνος μεγάλωνε. Πήδησε από κάποιο παράθυρο, τον είδαν, τον κυνήγησαν. Ύστερα από μια τρελλή καταδίωξη πάνου – κάτου στο νησί, τέλος τον έπιασαν.

Οι πρόκριτοι είχαν όλη τη διάθεση να τον μακελλοκόψουν, μα φοβόντουσαν το λαό και τα δικά τους κεφάλια. Να τον κρατήσουνε και πάλι φυλακισμένο στο νησί, ήτανε σα να τον άφιναν ελεύθερο. Αποφάσισαν να τον στείλουν με πιστούς ανθρώπους τους στην απέναντι Μωραΐτικη στεριά και κει να τον καθαρίσουν. Ύστερα θάλεγαν πως πήγε να το σκάσει, πως χάθηκε, πως δεν ξέρουνε, τέλος, τίποτα γι’ αυτόν. Αληθινά, αρμάτωσαν μια βάρκα με ανθρώπους τους και μια θεοσκότεινη νύχτα τον ξαπόστειλαν. Η απόφαση ήταν να τον σκοτώσουν και να τον φουντάρουν ύστερα στ’ ανοιχτά. Ο ίδιος έβλεπε το χαμό του, μα το κουράγιο δεν τον άφισε ούτε λεφτό. Τους μίλησε με λόγια απλά, τους εξήγησε τους σκοπούς των αφεντάδων, ύστερα για την πατρίδα, για το λυτρωμό, τους συγκίνησε, τους μάλαξε την καρδιά. Ασκούσε αφάνταστη επιρροή ο λόγος του στην ψυχή των λαϊκών ανθρώπων. Βρέθηκαν κιόλας ανάμεσά τους μερικοί παλιοί οπαδοί του. Τέλος, τους άλλαξε τη γνώμη κι’ αντί να τον στείλουν στον πάτο της θάλασσας, τον ξεμπαρκάρησαν κάπου κοντά στο Κρανίδι. Όταν την άλλη μέρα το πρωινό τον είδαν οι Κρανιδιώτες τρελλάθηκαν από χαρά. Το κίνημά του, ο ηρωισμός του, η αποκοτιά του, τον είχανε κάνει γνωστό σ’ όλες τις τριγυρινές περιφέρειες. Ο λαός ελάτρευε τον καπτάν Αντώνη. Του δώσανε σπίτι, χρήματα, τον βοηθήσανε στις ανάγκες του κι’ αυτός δεν έχασε τον καιρό του: δόθηκε και πάλι στο σκοπό του κι’ άρχισε να ετοιμάζεται.

Τον ίδιο καιρό – προς τα τέλη του Μάη – οι Μωραΐτες πρόκριτοι που είχανε κιόλας μπλεχτεί στην αρχηγία του αγώνα, βλέποντας τα στενά, ζήτησαν με γράμμα τους από τους Υδραίους την ενίσχυση του στόλου. Μα οι Υδραίοι δέσανε τα καράβια τους κι’ απάντησαν « φυλάττομεν διά τον εαυτόν μας τα καράβια, ενόσω βλέπομεν αντικρύ μας τον καπετάν Αντώνη». Ελπίζανε πως έτσι θ’ αναγκάζανε τους Μωραΐτες, που θα τους ήτανε σχετικά εύκολο, να λύσουν εκείνοι το ζήτημα Οικονόμου. Οι Μωραΐτες, σφιγμένοι από επείγουσες ανάγκες, έστειλαν το Θεοχαρόπουλο στην Ύδρα, να παραστήσει τη μεγάλη ανάγκη να βγει ο στόλος. Μα οι Υδραίοι μείναν αλύγιστοι στην απόφασή τους. Τότε ο Θεοχαρόπουλος πήγε στο Κρανίδι μ’ άλλους μαζύ και ζήτησε να του παραδώσουν τον Οικονόμου. Αλλά οι Κρανιδιώτες ξεσηκώθηκαν κι’ αντιστάθηκαν. Μετά πολλά, ο Θεοχαρόπουλος κατάφερε με τη συνεργασία μερικών προκρίτων του τόπου και με την υπόσχεση πως δεν έχει κακό σκοπό, να τον πάρει και να τον κλείσει φυλακισμένο στο Μοναστήρι του Φονιά. Ο ηγούμενος με ισχυρή φρουρά πήρε απάνω του την ευθύνη της φύλαξης και στο Μοναστήρι, τον πρώτο καιρό, δεν μπορούσε να ζυγώσει μήτε πετούμενο πουλί. Επιτέλους, ο τρομερός εφιάλτης των νησιωτών προκρίτων, αν δεν είχε πάψει να ζει, είχε όμως γενεί ανίκανος να βλάψει, κι’ ο Υδραίϊκος στόλος σήκωνε τα πανιά του και πήγαινε να δώσει τις μάχες του. Τ’ αφεντικά του ήσανε τώρα σίγουρα πως το κέρδος των μαχών θάμενε δικό τους.

***

Πέρασαν μήνες πολλοί, η Επανάσταση τράβηξε το δρόμο της, πρόσωπα πολλά και νέα ανέδειξε ο αγώνας και οι νίκες της πρώτης χρονιάς έδωσαν τη δυνατότητα να συγκληθεί η πρώτη γενική συνέλευση του Έθνους για να στεριωθεί μια κεντρική Κυβέρνηση. Το Δεκέμβρη του 1821 στο Άργος του Μωριά είχανε μαζευτεί αντιπρόσωποι απ’ όλα τα μέρη της επαναστατημένης Ελλάδας για να πάρουν μέρος στη Συνέλευση, κ’ έβλεπες εκεί όλα τα τρανά ονόματα του Εικοσιένα από τους γνωστούς πολέμαρχους και τους προκρίτους ως τους ξένους τυχοδιώχτες που κατέβηκαν για να καρπωθούν τον αγώνα. Από το Μοναστήρι που έμεινε κλεισμένος ο Οικονόμου μάθαινε όλες αυτές τις κινήσεις και τις εθνικές ζυμώσεις κ’ η καρδιά του σφιγγόταν στην αγωνία της αναγκαστικής αργίας. Αλλά άνθρωπος της λαχτάρας και της δράσης δε μπορεί να σταθεί ήσυχος, βλέπει την κρίσιμη, πολιτικά, ώρα του έθνους να ζυγώνει σ’ αυτήν τη Συνέλευση κι’ αποφασίζει να ξεβγεί στον αγώνα. Το σκάει από το Μοναστήρι και με τη συνοδεία αρματωμένων ανθρώπων του παίρνει το δρόμο για το Άργος. Θα βρεθεί εκεί πάνω στη Συνέλευση, θ’ ανταμώσει τους άλλους συντρόφους της σειράς του και τότε, ποιος θα τον εμποδίσει να στήσει ολόρθο το μπόι του και ν’ ανοίξει το στόμα του για να διαλαλήσει το μεγάλο δίκιο το δικό του και των αδερφιών του;

Το μαντάτο του ερχομού του, έφτασε στο Άργος ενώ αυτός βρισκόταν ακόμη στο δρόμο. Καταταράχτηκαν οι Υδραίοι πρόκριτοι που ήταν μαζεμένοι εκεί, συμβούλια έγιναν και πήραν την απόφασή τους: πήγαν στον Υψηλάντη και χωρίς πολλά λόγια ζήτησαν το σκοτωμό του, αλλοιώς αυτοί αποχωρούν απ’ τον αγώνα. Έκαναν και γραφτό υπόμνημα κ’ έθεταν ορθά – κοφτά το ζήτημα ή αυτός ή εμείς. «…Ενώ δε η είδησις της αυτών (του Οικονόμου και των συντρόφων του) πλησιάσεως προξενεί το φρικτότερον αποτέλεσμα μεταξύ των ημετέρων, η αναρχία μέλλει εντός ολίγου ν’ αναφανεί μεταξύ ημών· ημείς μέλλει να χαθώμεν όλοι και η Ελλάς να μη λογαριάσει πλέον ότ’ έχει την Ύδραν, ανίσως και αμέσως δεν προφθασθεί το πράγμα». Τι ήταν, λοιπόν, αυτό το «πράγμα» που έπρεπε να προφθασθεί; Ο σκοτωμός του! Το μισολένε στο ίδιο υπόμνημα προχωρώντας: «…Η υμετέρα εκλαμπρότης ημπορεί να συσκεφθή μυστικώς μετά των ημετέρων πρέσβεων περί του πως να επιτευχθεί το ποθούμενον. Χωρίς όμως αυτό, ημείς το λέγομεν πάλι, η Ύδρα έχασε το παν  και η Ελλάς έχασε διαπαντός την Ύδρα». Το υπογράφουν «οι πρόκριτοι της νήσου Ύδρας». Ήταν ένας καθαρός εκβιασμός. Ο Υψηλάντης βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δίσταζε και τέλος έδωσε διαταγή απλώς να τον πιάσουν και να τον φέρουν στο Άργος. Άπραγος από τέτοιες δουλειές – το λάθος μένει ολότελα στο παθητικό του – δεν κατάλαβε πως υπόγραψε το θάνατό του. Ο Ανδρέας Λιόντος πήρε την ευθύνη να εκτελέσει τη διαταγή και συναγροικημένος με τους Υδραίους προκρίτους έστειλε ισχυρό απόσπασμα αρματωμένων με τον Ξύδη και με την εντολή να τον σκοτώσουν. Ο Κολοκοτρώνης – ήταν ακόμη στην καλή του εποχή – που περίμενε με τους άλλους πολέμαρχους και Φιλικούς τον Οικονόμου σαν πολύτιμο συναγωνιστή τους, κάτι μυρίστηκε από τα μυστικά αυτά διαβούλια κ’ έστειλε μονάχος του 200 ανθρώπους με τον Τσόκρη για να τον συνοδέψει με ασφάλεια στο Άργος. Αλλά ήταν αργά. Ο Ξύδης είχε προλάβει κι’ ο Οικονόμου ήταν νεκρός.

***

Αυτός ήταν ο θάνατος του Οικονόμου. Έπεσε απ’ τα βόλια Ελλήνων την ώρα που η φωνή του αγωνιζόμενου Έθνους τον καλούσε να πάρει τη θέση του στη μάχη. Δεν έπεσε στη μάχη με τον εθνικό εχθρό, μα στάθηκε το μεγάλο θύμα του εσωτερικού πολέμου. Ο χαμός του δίνει το μέτρο του εσωτερικού βάθους στην υπόθεση του Εικοσιένα. Η ειδυλλιακή μορφή των επικών μαχών με τους Τούρκους παραμερίζεται μπρος στην πάλη ζωής και θανάτου που άναψε στο εσωτερικό. Ήταν τα ελαττώματα της ράτσας; Ήταν τα «έλκη της Ελληνικής ευμορφιάς»; Την απάντηση μπορεί να την έχει κανείς άμα παρατηρήσει βαθειά την τραγική εικόνα του σκοτωμού του Οικονόμου. Κανείς χαμός δεν εστοίχισε στην Ελλάδα εκείνης της εποχής τόσο, όσο ο σκοτωμός αυτού του Υδραίου καπετάνιου. Η παρουσία του ήταν εγγύηση και για τον καλό δρόμο της πάλης με τον ξένο τύραννο και για τη σταθερή πορεία προς ένα δικαιότερο και λαϊκώτερο νοικοκύρεμα των εσωτερικών πραγμάτων της ελεύτερης χώρας. Πιστεύω πως πολλά αίματα του κατοπινού εμφύλιου πολέμου, όπως και πολλά τραγικά σφάλματα της μερίδας των Φιλικών στο χειρισμό των πολιτικών ζητημάτων της Επανάστασης δεν θα γινόντουσαν αν εζούσε ο Οικονόμου. Δεν ήταν συνηθισμένη φυσιογνωμία που κρίνεται με τα κοινά μέτρα. Έγραψε μονάχος του μία από τις λαμπρότερες σελίδες στην πολιτική ιστορία του Εικοσιένα. Έκανε λάθη. Δεν έπρεπε να πέσει από την εξουσία. Ήταν στο χέρι του, μπορούσε να πάρει μέτρα και δεν τα πήρε. Η πολιτική του πείρα δεν είχε ωριμάσει ακόμη, το μυαλό του δεν είχε πήξει στις πολιτικές μανούβρες. Όταν αργότερα πήγε να διορθώσει τ’ αρχικά σφάλματα, μπορεί να μην ήταν αργά, μα τον πρόλαβαν οι εχθροί.

Πιστεύω στο άστρο του Οικονόμου. Όλα έδειξαν από τη ζωή και τη δράση του πως η έκτακτη προσωπικότητά του θ’ ανέβαινε πολύ ψηλά στα σκαλιά της ιεραρχίας των αντρών της Επανάστασης. Ο ιστορικός Φιλήμων λέει πως κανένα πρόσωπο του Εικοσιένα από τα πιο διάσημα, δεν ντύθηκε τόση εξουσίαν όσην ο Οικονόμου με το κίνημά του και τίποτα δε θα τον εμπόδιζε, αν ήθελε, ν’ απλώσει την αρχή και σ’ όλη την Ελλάδα.

Δεν είναι υπερβολή. Μπορεί να το δεχτεί κανείς με μια παρατήρηση: να στήριζε τη δράση του στη συνεργασία και με τους άλλους αγωνιστές της σειράς του. Αν υπήρχε τέτοια συνοχή, η πορεία της Επανάστασης μπορούσε να νάνε διαφορετική. Αυτό δεν έγινε – σφάλμα πολιτικό από τα τρανότερα, κ’ ίσως το πρώτο στο Εικοσιένα, τα πράγματα άλλαξαν δρόμους, οι χτεσινοί νικημένοι βγήκαν νικητές και τα θύματα του εσωτερικού πολέμου μετρήθηκαν κατά σωρούς. Πρώτο και τρανότερο ανάμεσά τους ο Οικονόμου.

Όμως το έργο του μένει γερό κι’ ασάλευτο. Πήγαν να του λερώσουν τη μορφή του, δε θέλησαν να του αναγνωρίσουν τίποτα, τον είπαν μέθυσο, τυχοδιώκτη, άεργο, μεγάλο δημαγωγό. Η χολή τύλιξε τη μνήμη του. Όλα είναι τίτλοι τιμής. Πόσους άλλους μεγάλους δεν πιτσίλισαν με βούρκο;

Κι’αν η επίσημη ιστορία τον αγνόησε ή δεν τον τίμησε στην πρεπούμενη θέση από αιτίες γνωστές κι’ ανομολόγητες, ο Αντώνης Οικονόμου στέκει καμαρωτός κι’ ωραίος στο πελώριο βάθρο του, κι’ αν είχε λαλιά θα μας φώναζε και σήμερα ακόμη το δικό μας χρέος.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: