«Πάτρα, Πάτρα, σ’ αφήσαμε και πάμε/ πάλι σίδερα εμάς καρτεράνε…» – Γυναικείες «Φυλακές Ιταλικής Σχολής» Πάτρας (2/2) • Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

Ήθελαν να μας βλέπουν εξαθλιωμένες και αναστατωμένες, δεν τους άρεσε η ηρεμία μας, γι’ αυτό συχνά μας τιμωρούσαν. Άλλες έβαζαν στο μπουντρούμι, σ’ άλλες έκοβαν το επισκεπτήριο με διάφορα προσχήματα. Με τις τόσες δυσκολίες που μας δημιουργούσαν πίστευαν πως θα μας σπάσουν το ηθικό μας…

Στους δεκάδες τόπους φυλάκισης και εξορίας ανά την Ελλάδα, η μεγάλη πλειοψηφία των αγωνιστών και των αγωνιστριών άντεξαν κι έμειναν πιστοί στις ιδέες και τα ιδανικά τους,  για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, για τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Ο σκοπός της πάλης τους αυτός κράτησε όρθιους και όρθιες απέναντι στο θάνατο χιλιάδες, παρά τις κακουχίες, τα βασανιστήρια, τις κακές συνθήκες διαβίωσης. Στις φυλακές και στις εξορίες οι γυναίκες έγραψαν ηρωικές σελίδες.

Από το βιβλίο της Αλεξάνδρας Γιαννοπούλου Τριάντη  «ΟΡΘΙΕΣ στη θύελλα – Γυναικείες φυλακές Πάτρας 1948 – 1952» (Βιβλιοπωλείο Χρυσάφη Πανέζη, Αθήνα 1990) μεταφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα για τις μάλλον άγνωστες σήμερα «Φυλακές Ιταλικής Σχολής» στην Πάτρα, που «φιλοξένησαν» εκατοντάδες αγωνίστριες και περίπου 100 μελλοθάνατες που εκτελέστηκαν.

Η αναφορά μας στις «Φυλακές Ιταλικής Σχολής» μέσα από το βιβλίο της Αλεξάνδρας Γιαννοπούλου Τριάντη ολοκληρώνεται σήμερα  με το δεύτερο μέρος. Το πρώτο μέρος μπορείτε να το δείτε πατώντας εδώ.

Η Αλεξάνδρα Γιαννοπούλου – Τριάντη ήταν από την Πάτρα, συμμετείχε στο ΕΑΜ ενεργά. Έφυγε από την Πάτρα αρχές του 1947 γιατί δεν μπορούσε να αγωνιστεί άλλο εκεί. Ήρθε στην Αθήνα μετά από εντολή της Χρύσας Χατζηβασιλείου. Μέχρι τη σύλληψή στις 2 Μαρτίου του 1948 έμεινε σ’ ένα σπίτι δημοκρατικών αξιωματικών και μετά από υπόδειξη των συναγωνιστών της. Τότε ήταν τελειόφοιτη της Νομικής. Συνελήφθη χωρίς ένταλμα και χωρίς στοιχεία. Μετά από βδομάδα στην Ασφάλεια κατηγορήθηκε μαζί με τις Λιούντα Μάντακα, Αργυρώ Δροσάκη, Ηρώ Χατζημάρκου και  Φαλιάγκα Ελένη, άγνωστες μεταξύ τους, ότι γνωρίζονταν, συνεδρίαζαν και έστελναν όπλα στο ΔΣΕ και κυρίως για κατασκοπία.

Όλες μεταφέρθηκαν στις Φυλακές Αβέρωφ τον Ιούνιο του 1948 με την κατηγορία της προδοσίας με βάση το Γ’ Ψήφισμα. Το Στρατοδικείο, μετά από τις παγκόσμιες κινητοποιήσεις για Ειρήνη και διάφορες κινήσεις στην Ευρώπη να μην δικάζονται αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, δεν τις καταδίκασε σε θάνατο, αλλά σε ισόβια. Από τις Φυλακές Αβέρωφ μεταφέρθηκαν στον Πειραιά και με καράβι μεταφέρθηκαν στην Πάτρα.

Εικόνα: Εικαστικό έργο του Τάσσου (Τάσος Αλεβίζος)

Β΄ΜΕΡΟΣ

Όταν λαβαίναμε γράμματα, η κράχτης Αντωνία στολιζότανε πιο πολύ από τις άλλες μέρες. Τη ρωτούσαμε στ’ αστεία: για πού Αντωνία; Σήμερα θα σας φέρω γραμμένη τη χαρά. Έχουμε νιόπαντρες γυναίκες, έχουμε ερωτευμένες κοπέλες και έχουμε γιαγιές με εγγόνια. Γράμματα είχαμε συνήθως από τους συγγενείς μας, που οι περισσότεροι ήσαν  φυλακισμένοι και εξόριστοι. Μας τα μοίραζαν δύο φορές τη βδομάδα. Αν έρχονταν πιο νωρίς δεν μας τα έδιναν. Έπρεπε να τα μοιράσουν την καθορισμένη μέρα. Και μόνο αυτό; Τα πιο πολλά σβησμένα από τη λογοκρισία.

Με την υποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού, οι επιζήσαντες φιλοξενήθηκαν στις σοσιαλιστικές χώρες για χρόνια πολλά. Κάθε γράμμα τους ήταν πηγή χαράς για μας. Ο ενθουσιασμός τους για τη μεγάλη φροντίδα όλων των σοσιαλιστικών χωρών όπου ήταν σκορπισμένοι ήταν μεγάλος. Μας έγραφαν πως σπουδάζουν όλοι οι νέοι, πως γενικά περνούσαν καλά. Υστερόγραφο έλεγαν πως στέλνουν δέματα. Αυτά όλα μας έδιναν κουράγιο, κι αγάπη για ζωή.

Οι φυλακισμένες είχαν πολλούς συγγενείς στο εξωτερικό, οι κοπέλες είχαν αδέρφια, αρραβωνιαστικούς, οι μητέρες τα παιδιά τους, οι γιαγιές τα εγγόνια τους. Τα γράμματά τους ξεχείλιζαν από ηρεμία και σιγουριά. Μας έγραφαν εδώ δεν έχουμε καθόλου προβλήματα οικονομικά, αλλά ο μεγάλος καημός μας είναι: Πότε θα δούμε την πατρίδα μας; Μη νοιάζεστε για μας, πάντα καθησύχαζαν τους δικούς τους.

Πολλές φορές μας ανακοίνωσαν αρραβώνες. Αρραβωνιάστηκε η Μαριωρή μας. Παντρεύτηκε ο Μήτσος της Ασπασίας. Τα γεγονότα αυτά ήταν αιτία για μια χαρούμενη γιορτή. Έτοιμες όλες να στείλουμε ένα γαμήλιο δώρο ομαδικό κατά θάλαμο ή κατά παρέες. Ένα ωραίο κέντημα, ένα πίνακα ζωγραφικής, ό,τι μπορούσαμε καλλίτερο. Φτιαγμένο πάντα από τα χέρια μας.

Τα δώρα μας δεν ήταν εύκολο να τα στείλουμε. Πολλές φορές μας τα γύριζαν πίσω, ή μας τα κρατούσανε, μας έλεγαν, όπως εσυνήθιζαν «Όταν θα βγείτε θα τους τα πάτε». Το κακό είναι πως πολλές φορές τα χάναμε. Στις δυσκολίες μας τρέχαμε στην Αρίδα. Πόσο θυμάμαι το χαμόγελό της! Πόσα δύσκολα προβλήματα μας έλυνε(…)

Πολλά γράμματα λυπητερά λαβαίναμε, ιδίως τότε που τα στρατοδικεία αποφάσιζαν με πολύ ευκολία το θάνατο. Δεν υπήρχε ταχυδρομείο που να μην πάρουμε την είδηση εκτελεσμένων συγγενών των συγκρατούμενων μας. Επίσης μαθαίναμε πολλές αποφάσεις εις θάνατο κι ήταν ένα μεγάλο κακό η αναμονή της εκτέλεσης. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από τις πίκρες της φυλακής…(…)

 

Πάντα προσγειωνόμαστε, είχαμε πάντα στο νου μας να μη χάνουμε το θάρρος και να μη σταματάμε τις ασχολίες μας. Αφού στεργιώσαμε τις πρακτικές δουλειές η απόφασή μας ήταν να μην μείνει καμία αναλφάβητη, καμία χωρίς επιμόρφωση. Κάναμε καταγραφή πόσες αναλφάβητες ήταν, πόσες του Δημοτικού πόσες του Γυμνασίου.

Οι πιο μορφωμένες, ιδιαίτερα οι δασκάλες, έπαιρναν πέντε κοπέλες κι έκαναν μαζί μάθημα. Αυτά τα μαθήματα απαγορεύτηκαν από το διευθυντή της φυλακής. Γι’ αυτό παίρναμε όλες τις προφυλάξεις μας. Οι παρέες εμφανίζονταν σαν συντροφιά από φίλες, που έλεγαν τα δικά τους. Η κάθε παρέα φρόντιζε να δίνει την εντύπωση μιας διασκέδασης. Έτσι με μεγάλη συνωμοτικότητα και με θέληση των μαθητριών, έμαθαν όλες οι νέες γράμματα κι ετελείωσαν σιγά – σιγά όλο το Δημοτικό σχολείο.

Οι γιαγιές έγραφαν τα γράμματά τους μόνες τους και εδιάβαζαν πια όσες φορές ήθελαν τα γράμματα που έπαιρναν από τους δικούς τους. Οι μαθήτριες του Γυμνασίου περάσανε όλες τις τάξεις κι όταν βγήκαν από τη φυλακή πήραν πολλές το απολυτήριο «ως κατ’ οίκον διδαχθείσες». Το ίδιο οι φοιτήτριες δεν έχασαν ούτε στιγμή από τη μελέτη τους κι όταν λευτερώθηκαν πήραν το πτυχίο τους, από τις διάφορες σχολές του Πανεπιστημίου.

Πολλές από τις μαθήτριες ήταν τόσο καλές, που έγιναν δασκάλες στις πιο μικρές.

Επικεφαλής του εκπαιδευτικού τμήματος ήταν η Τούλα Τσιτήλου τελειόφοιτος της Φιλολογίας τότε. Όταν βγήκε από τη φυλακή Πάτρας πήρε το δίπλωμά της(…)

Εκτός των μαθημάτων για τις αναλφάβητες και για προχωρημένες μαθήτριες είχαμε κι άλλα τμήματα, όπως το μάθημα των ξένων γλωσσών, γαλλικά και αγγλικά. Είχαμε δέκα ομάδες. Επειδή ήταν κοπέλες απόφοιτες γυμνασίου, φοιτήτριες και επιστημόνισσες, είχαν κάποιον συναγωνισμό ανάμεσά τους. Αυτό βοήθησε πολύ τις ομάδες να προχωρήσουν στις ξένες γλώσσες και να μπορούμε να διαβάζουμε άνετα γαλλικά και αγγλικά. Υστερούσαμε πολύ στην ομιλία, δεν τολμούσαμε σχεδόν καμία να μιλάει(…)

Επικεφαλής του τμήματος των ξένων γλωσσών ήταν η Λιούντα Μάντακα από τη Ρωσία(…)

Άλλο τμήμα ήταν τα λογιστικά μαθήματα, με τη βασική δασκάλα μας Δήμητρα Αλεξανδρίδου, που είχε ένα αφομοιωτικό σύστημα, σαν να έκανε χρόνια αυτή τη διδασκαλία. Πολλές κοπέλες όταν βγήκαν από τη φυλακή εργάστηκαν σαν λογίστριες σε διάφορες επιχειρήσεις. (…)

Όταν τέλειωναν οι εργασίες, δηλαδή το ατομικό διάβασμα, το φαγητό, το γράψιμο των γραμμάτων μας κι ό,τι άλλες δουλειές έπρεπε να γίνουν, άρχιζε το ομαδικό διάβασμα σε κάθε θάλαμο. Αυτό ήταν μεγάλη ευχαρίστηση για όλες τις κοπέλες, ιδίως οι ηλικιωμένες όταν τους διαβάζαμε την Καλύβα του μπάρμπα – Θωμά, κρατούσαν την ανάσα τους  για να μη διακόψουν το διάβασμα. Άκουγαν  με τόση κατάνυξη που τις χαιρόμαστε. Πάντα διαλέγαμε τα θαλαμικά βιβλία νάναι διδακτικά, ευχάριστα και ευκολονόητα. Συγχρόνως με το ομαδικό διάβασμα όλες δουλεύαμε το κέντημα, ράψιμο, πλέξιμο.

Το διάβασμα γινότανε με τη σειρά, που είχαν δηλώσει οι κοπέλες σε κάθε θάλαμο. Οι δασκάλες πάντα υποδείκνυαν τις μαθήτριες και τις προτρέπανε να διαβάζουν στο θάλαμο, γιατί θα είχαν πολύ ωφέλεια.

Τα βιβλία μας τα κρύβαμε με πολύ προφύλαξη, γιατί στην αρχή δεν επιτρεπότανε κανενός είδους βιβλίο, εκτός από τα φυλλάδια που μας έδιναν οι κυρίες της «Ζωής». Αργότερα με τους αγώνες μας πετύχαμε να μας παραδίνει η φυλακή τα βιβλία που μας έφερναν, πάντα όμως αφού τα ελέγχανε. Οι φυλάκισσες είχαν πολλούς τρόπους να μας δυσκολεύουν σε ό,τι γινόταν μέσα στη φυλακή. Ενώ περνούσαμε κάμποσες μέρες ήσυχα, ξαφνικά ξεπεταγόντουσαν φουριόζες για έρευνα. Αναστάτωναν τους θαλάμους μας, σκίζαν κάθε βιβλίο ή χαρτί, πετούσαν στρώματα, μαξιλάρια κάτω, όλα τα θεωρούσαν ύποπτα.

Εμείς δεν απογοητευθήκαμε ποτέ, πάλι από την αρχή τα μαθήματα, ή συγκέντρωση καινούργιων βιβλίων και ό,τι άλλο μας έσκιζαν. Οι δασκάλες μόλις παρέδιδαν τα μαθήματα επέμεναν να μαθαίνονται γρήγορα, γιατί μετ’ ανακατώματα, που κάθε τόσο γίνονταν, δεν θα προχωρούσε κανένα τμήμα. Παρ’ όλες τις δυσκολίες τα μαθήματα γίνονταν κανονικά.

Η αυτομόρφωση είχε πάρει μορφή λαϊκού πανεπιστήμιου. Διαβάζαμε πολύ λογοτεχνικά βιβλία. Πολλές είχαν προχωρήσει στη φιλοσοφία του διαλεχτικού υλισμού. με ειδικά μαθήματα που μας έκανε η Δανάη. Τα φιλοσοφικά βιβλία, που μας έστελναν, ήταν σε γαλλική γλώσσα συνήθως και πολύ απλά γραμμένα. Το Κεφάλαιο του Μαρξ σε περίληψη διαβαζόταν από χέρι σε χέρι. Αυτά τα βιβλία περνούσαν όλα εύκολα (δεν είναι αστείο;!) σε αντίθεση με τα δικά μας λογοτεχνικά, τα οποία άλλα μας κρατούσαν  κι άλλα αργούσαν να μας τα δώσουν. Τα βιβλία μάς τα έστελναν οι συγγενείς, οι φίλοι μας, και οι φυλακισμένοι από διάφορες φυλακές. Αφού τα διάβαζαν αυτοί μετά μας τα ταχυδρομούσαν. Το ίδιο κάναμε γι’ αυτούς κι εμείς. Με τον τρόπο αυτό μπορούμε να πούμε, πως δεν μας έλειψαν τα βιβλία. Ακόμα γράφαμε σε ορισμένους γνωστούς μας να τα μας στέλνουν βιβλία, παρ’ όλο που δεν ξέραμε αν βρούμε ανταπόκριση. Λαβαίναμε γρήγορα το δεματάκι με τα βιβλία, μερικοί συνήθισαν και τα έστελναν τακτικά. Η συγκίνησή μας ήταν μεγάλη με την ανταπόκρισή τους.

Πολλές φορές είχαμε από εντελώς αγνώστους. Μάθαιναν τα ονόματά μας και μας τα ταχυδρομούσαν, χωρίς όμως το δικό τους όνομα. Τότε η χαρά μας ήταν μεγάλη, γιατί καταλαβαίναμε, πως ο κόσμος μάς αγαπούσε και με κάθε τρόπο φρόντιζε να μας βοηθήσει, έτσι που να μας απαλύνουν τις δυσκολίες που περνούσαμε. Οι πράξεις αυτών των αγνώστων ανθρώπων, μας έδιναν κουράγιο για να αντέξουμε κάθε περιορισμό.

 

Τα «επικινδυνεία» δημιουργήθηκαν έξι μήνες μετά την πρώτη μεταγωγή. Παρ’ όλες τις τιμωρίες που μας επέβαλε η διεύθυνση της φυλακής Πάτρας, εμείς κρατούσαμε ακμαίο το ηθικό μας. Κάθε μέρα η ζωή μας βελτιωνότανε. Οι γυναίκες όλες είχαν κάποια απασχόληση. Πολύ ενοχλούσε τη διεύθυνση η ψυχαγωγία μας, είχαν εντολές να μη μας αφήνουν ήσυχες. Εκεί που είχαμε χαράξει μια ζωή υποφερτή, μας άφηναν για λίγες μέρες ξένοιαστες και σε μια μέρα μας  έκαναν άνω – κάτω. Πολλές φορές έσκιζαν τα βιβλία την ώρα που είχαμε το ομαδικό διάβασμα. Ήθελαν να μας βλέπουν εξαθλιωμένες και αναστατωμένες, δεν τους άρεσε η ηρεμία μας, γι’ αυτό συχνά μας τιμωρούσαν. Άλλες έβαζαν στο μπουντρούμι, σ’ άλλες έκοβαν το επισκεπτήριο με διάφορα προσχήματα. Με τις τόσες δυσκολίες που μας δημιουργούσαν πίστευαν πως θα μας σπάσουν το ηθικό μας. Όταν δεν γίνονταν δηλώσεις μετανοίας μέσα στη φυλακή, αυτό έβλαπτε το προσωπικό στην εξέλιξή του. Γι’ αυτό σκέφτηκαν να δημιουργήσουν τα επικινδυνεία. Τα γέμιζαν από κοπέλες που τις θεωρούσαν σαν πρωταίτιες της οργανωμένης ζωής με τη σκέψη να απομονώσουν τις φυλακισμένες από τις θεωρούμενες «επικίνδυνες».

Στην αρχή πήραν από διάφορους θαλάμους μερικές γυναίκες και τις πήγαν σ’ ένα μικρό δωμάτιο, χωρίς τουαλέτα και χωρίς παράθυρα. Οι παλιοί ιδιοκτήτες το είχαν για να εκκλησιάζονται, γι’ αυτό το λέγαμε «εκκλησάκι». Αχ! αυτό το εκκλησάκι, για μας ήταν το κολαστήριο μας. Όμως όσο κι αν έφτιαχναν «επικινδυνεία» οι δουλειές και η ζωτικότητα των φυλακισμένων γυναικών δεν χαλάρωναν ούτε στο παραμικρό σ’ όλους τους θαλάμους.

Το εκκλησάκι « επικινδυνείο» ήταν το τελευταίο δωμάτιο της ανατολικής πλευράς της φυλακής. Ο ένας τοίχος ήταν που χωριζότανε από το μεγάλο θάλαμο και ο απέναντι ήταν μια κακοχτισμένη μάντρα, που μας χώριζε από τις αυλές των Πατρινών. Το πίσω μέρος ήταν ο συνεχιζόμενος κανονικός τοίχος από το μεγάλο θάλαμο και μπροστά που έβλεπε προς την αυλή, ήταν ένας τοίχος λεπτός. Αυτοί οι τοίχοι έκαναν το δωματιάκι το καλοκαίρι αφόρητο από τη ζέστη, ήταν ένα πραγματικό καμίνι, το δε χειμώνα πάγωνε το μυαλό μας από το κρύο και τις βροχές.

Όταν μας ξεχώρισαν από τις άλλες συγκρατούμενες μας, μας είπαν πως από εδώ και πέρα θα μένουμε στο εκκλησάκι. Είπαμε πως δεν έχει αερισμό καθόλου, γιατί δεν είχε κανένα παράθυρο, μόνο προς την αυλή είχε μια ξύλινη πόρτα, που στο επάνω μέρος ήταν στρογγυλή. Στη μέση της πόρτας είχαν ανοίξει μια μικρή τρύπα που έκανε δυο δουλειές. Τη μία να μας παρακολουθούν οι φυλάκισσες και την άλλη να αεριζόμαστε από αυτή την τρύπα. Αντισταθήκαμε, σε τέτοιο μικρό χώρο πώς θα ζήσουμε είκοσι πέντε γυναίκες; Γέλασαν με πονηριά, μας είπαν πως θα χωρέσετε πολύ καλά. Πού να ξέραμε πως περίμεναν μεταγωγή αμέσως από τις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ, που την προόριζαν κατευθείαν για το «επικινδυνείο» εκκλησάκι.

Δεν πέρασαν ώρες από τη διαλογή των γυναικών από τους θαλάμους μας, μας έφεραν και τις Αβερωφιώτισσες.

Η τρίτη μεταγωγή ήταν πενήντα γυναίκες. Τις περισσότερες τις έβαλαν κατευθείαν στο εκκλησάκι. Οι διαμαρτυρίες στο διευθυντή, ότι δεν χωράμε, και πώς δεν υπάρχει παράθυρο, για να ανανεώνεται ο αέρας, πήγαιναν στα χαμένα. Πράγματι όταν κλειδωνότανε η πόρτα, δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε κανονικά, νοιώθαμε μια δυσφορία αποπνικτική. Όσες ήταν κοντά στην πόρτα πήγαιναν στην τρύπα για να πάρουν αέρα.

Είμαστε τόσες πολλές, και ο χώρος ήταν ελάχιστος. Από τη στιγμή που μας κλείδωναν, δεν μπορούσαμε να αλλάξουμε θέση. Όταν το πρωί μας άνοιγαν την πόρτα για να βγούμε στο προαύλιο, έβγαινε η πρώτη σειρά, μετά ακολουθούσαν οι άλλες. Αλλά ώσπου να βγούμε, τα πόδια μας γέμιζαν γρατζουνιές καθώς χτυπούσαμε στα ράτζα. Είχαμε τρία τρίκλινα σε κάθε τοίχο, στον υπόλοιπο χώρο τα ράτζα.

Φέραμε το διευθυντή να μας αραιώσει κάπως, μα στάθηκε αδύνατον!! Δεν έχουμε χώρο μας λέει. Του υποδείξαμε να τοποθετήσει τις καινούργιες από τις φυλακές Αβέρωφ στους αποσυμφορημένους χώρους. Δεν γίνεται μας απαντάει. Ήταν βλέπετε η εξουσία, αυτές τις εντολές είχε να κάνουν μαρτυρική τη ζωή στις αγωνίστριες.

Σαράντα πέντε γυναίκες, κλειδαμπαρωμένς μέσα στο εκκλησάκι – επικινδυνείο, χωρίς τουαλέτα, βολευόμαστε για την ανάγκη μας σε μια βούτα, που μας είχανε βάλει μέσα στο θάλαμο, για τις επείγουσες ανάγκες. Η βούτα πάντα γέμιζε και περιμέναμε το πρωί να τη χύσουμε στα εξωτερικά αποχωρητήρια. Κάποτε από την κακή διατροφή, πάθαμε όλες κοιλιακά. Φωνάξαμε να μας ανοίξουν, ούτε παρουσιάστηκαν. Εμείς με πόνους και ζαλάδες δεν είχαμε δύναμη για τίποτα. Η βούτα γέμισε, ξεχείλισαν οι ακαθαρσίες, ο θάλαμος βρώμισε, μα τίποτα οι φυλάκισσες μας. Δεν ήρθαν ούτε να μας δούνε. Το μόνο που έκαναν το πρωί, ήταν να μας ανοίξουν πριν από το κανονικό. Τούτο όχι για μας, αλλά να μη μας δούνε οι γείτονες, που από τις φωνές μας είχανε βγει όλοι στις ταράτσες τους. Δεν έπρεπε να μας δούνε σε τέτοια αξιοθρήνητη κατάσταση.

Λερωμένες, άπλυτες, ξεχυθήκαμε έξω για να αεριστεί το επικινδυνείο. Καθίσαμε στο προαύλιο, μ’ όλο που κρυώναμε. Ωχ! οι καημένες οι «μαρίες» τι τους έμελλε να πάθουν! Έπλυναν το θάλαμο και τους τοίχους, που ήταν πιτσιλισμένοι από τους εμετούς. Αφού καθαρίστηκε ο χώρος και αερίστηκε κάπως καλά, δεν καθίσαμε όλο το διάλειμμα έξω, πήγαμε στα ράτζα μας για να ξεκουραστούμε. Ευτυχώς είχαμε ανοιχτή την πόρτα, γιατί ήταν διάλειμμα.(…)

Αλλά, οι «επικίνδυνες» όσο πήγαινε πληθαίνανε. Ο πέμπτος θάλαμος που χρησιμοποιήθηκε σαν δεύτερο επικινδυνείο, είναι δύσκολο να περιγραφεί, ώστε αυτός που θα το διαβάσει αυτό το βιβλίο, να σχηματίσει μια σαφή εικόνα γι’ αυτό το μπουντρούμι, όπου υποχρεώθηκαν να κατοικούν ογδόντα περίπου γυναίκες.  Ο θάλαμος αυτός θα πρέπει, όταν χτίστηκε να χρησίμευε για γραφείο ή κατοικία, κάποιου από το προσωπικό του ιταλικού σχολείου. Δεν ήταν ένας ενιαίος χώρος, όπως θα φαντάζεται κανείς όταν ακούει θάλαμος. Ο εξωτερικός τοίχος που ήταν σε δρόμο, είχε παράθυρα μεγάλα τα οποία, όταν το οικοδόμημα έγινε φυλακή, χτίστηκαν ψηλά, κοντά στο ταβάνι, έμειναν κάτι μικροί φεγγίτες για να μπαίνει λίγο φως, ώστε να ξεχωρίζει κάπως η μέρα από τη νύχτα. Το εσωτερικό του θαλάμου αποτελείτο από ένα διάδρομο και δεξιά και αριστερά από ένα δωμάτιο. Στο βάθος του αριστερού δωματίου ήταν ένα άνοιγμα χωρίς πόρτα, που οδηγούσε στις τουαλέτες. Γιατί αυτός ο θάλαμος είχε την πολυτέλεια να διαθέτει δύο τουαλέτες για ογδόντα γυναίκες.

Βέβαια όλη η φυλακή ήταν προβληματική από άποψη χώρου, όμως ο πέμπτος θάλαμος εκτός από τα προβλήματα των άλλων θαλάμων, είχε και ειδικά προβλήματα. Το κυριότερο, σοβαρότερο και μεγαλύτερο ήταν η συγκατοίκηση με τις ποινικές κρατούμενες. Γυναίκες ελευθερίων ηθών, ναρκομανείς, κλέφτρες κι ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Θλιβερά και τυραννισμένα ανθρώπινα πλάσματα, που αισθανόμαστε υποχρεωμένες να τις αντιμετωπίζουμε με ευγένεια, ανεκτικότητα και καλοσύνη, παρά τα δικά μας προσωπικά βάσανα και παρά το υβρεολόγιο και τις χυδαιότητές τους, ώστε η ζωή μας να σταθεί σε κάποιο υποφερτό επίπεδο.

Ένα άλλο πρόβλημα σ’ αυτό το θάλαμο, ήταν το ημίφως και η υγρασία, που σε συνδυασμό με την κακή μας διατροφή έστελνε πολλές κοπέλες στο αναρρωτήριο. Ο πέμπτος θάλαμος χρησιμοποιήθηκε στην αρχή σαν συνηθισμένος θάλαμος. Όταν όμως γύρω στα 1950 έγιναν ανακλήσεις των δηλώσεων μετανοίας από πολλές γυναίκες τον χρησιμοποίησε η Διεύθυνση σαν επικινδυνείο, μεταφέροντας εκεί όσες νόμιζαν υπεύθυνες γι’ αυτή την υπόθεση των ανακλήσεων(…)

 

Είχαμε βέβαια και αναρρωτήριο μέσα στη φυλακή. Κι έπρεπε να βρούμε κάποιο τρόπο να βοηθάμε κι εμείς την περίθαλψη των αρρώστων. Να πώς γινόταν η διαδικασία. Πρώτον είχαμε την τύχη να έχουμε φυλακισμένη γιατρό, η οποία παρακολουθούσε τις άρρωστες και ο γιατρός της φυλακής την είχε σαν συνεργάτιδα. Εκτός από τη διορισμένη νοσοκόμα είχαμε κι εμείς τις ερυθροσταυρίτισσες αδελφές Καρανίκα, Κούλα και Σούλα. Στην Πάτρα ήλθαν με την τελευταία μεταγωγή, και τοποθετήθηκαν κι αυτές στο εκκλησάκι. Παρ’ όλο που κάθισαν λίγο στις φυλακές Πάτρας, βοήθησαν πάρα πολύ τις συγκρατούμενές μας και το αναρρωτήριο καλλιτέρευσε πολύ, αλλά κυρίως φρόντιζαν πολύ τις άρρωστες γυναίκες με αγάπη και αυταπάρνηση όλες τις ώρες.(…)

Το αναρρωτήριο το βοηθούσαν και οι θαλαμάρχισσες. Κάθε πρωί ρωτούσαν ποιες γυναίκες θέλανε να εξεταστούν από το γιατρό. Η γιατρός κρατούμενη  εξέταζε τις γυναίκες και καθόριζε κάποια προτεραιότητα για τις βαρύτερα άρρωστες. Τις συνόδευε στο ιατρείο, όπου με το διορισμένο γιατρό  της φυλακής δεν προκύπτανε διαφορές γιατί τις περισσότερες φορές αυτός στηριζότανε στη διάγνωση της και καθόριζαν μαζί τη θεραπεία των ασθενών(…)

Η μεγάλη επιδημία της γρίππης μεταδόθηκε σαν φωτιά στα αδυνατισμένα και ταλαιπωρημένα κορμιά μας. Αρρωστήσαμε όλες και οι θάλαμοι για πολύ καιρό δίνανε την εντύπωση άθλιου νοσοκομείου.

Οι ηλικιωμένες υπόφεραν πολύ από τη γρίππη, ήταν πολύ εύκολες στα κρυώματα. Φάρμακα, ασπιρίνες, λίγα καρδιοτονωτικά για τις μεγάλες γυναίκες και «υπομονή θα περάσει…», έλεγε ο γιατρός της φυλακής.

Η πιο μεγάλη όμως αρρώστεια ήταν στην στριμωγμένη ψυχή, στην πικραμένη καρδιά. Σαν έφθανε κανένα φοβερό μαντάτο, ω! τι κλάμα και καημός. Όμως το μοιρολόι δεν κρατούσε πολύ. Τα δόντια σφίγγανε, το στεγνωμένο πρόσωπο σκλήραινε και με ελπίδα ατένιζαν το μέλλον, με πίστη στη νίκη για λευτεριά και ειρήνη σ’ όλο τον κόσμο, «δεν πήγαν μάταια, θα νικήσουμε τελικά», λέγαμε. Γενικά το αναρρωτήριο λειτουργούσε με την αμέριστη βοήθεια των κρατουμένων. Οι γυναίκες άρρωστες εναλλάσσονταν μένοντας καμιά εικοσαριά  μέρες η κάθε μία στο αναρρωτήριο. Πραγματικά ήταν μια ανάπαυλα στην αφόρητη στριμωξιά των θαλάμων και στο βρώμικο αέρα του κλειστού χώρου.

Έτσι λίγο – λίγο πέρασαν απ’ αυτό οι πολύ μικρές και οι γερόντισσες, που είχαν περισσότερο ανάγκη. Όλες το ζητούσαν, γιατί εκεί πίνανε το γάλα κάθε πρωί (εμείς τσάι) εκεί είχε φως και ήλιο, είχε κρεβάτι και όχι ράτζο, υπήρχαν μόνο είκοσι κρεβάτια. Είχε επίσης καλύτερο φαγητό και είχε…φρούτο. Ποια να στερηθεί την ευχαρίστηση αυτή;

Όσο για οδοντίατρο, η οδοντίατρος του δημοσίου περνούσε στη χάση και στη φέξη. Οι θεραπείες είχαν συρρικνωθεί στο «μια και έξω» (= εξαγωγή).(…)

Έτσι γινότανε η ιατρική περίθαλψη στις φυλακές της Πάτρας.

 

Στις δύο πρώτες μεταγωγές που ήσαν οι πιο μεγάλες, είχαμε μαζί μας σαράντα μωρομάνες με τα παιδιά τους. Από βρέφη λίγων μηνών μέχρι νήπια τριών χρόνων. Μετά τον τρίτο χρόνο δεν επιτρεπόταν να κρατούν κοντά τους οι μάνες τα παιδιά τους για λόγους…ανθρωπιστικούς! Ακόμα και όταν κανείς πια δεν είχε απομείνει ελεύθερος από τους δικούς των. Τότε τα στέλνανε στα ορφανοτροφεία, πάλι για λόγους….ανθρωπιστικούς.

Χιλιάδες δυσκολίες παρουσιάζονταν για την παραμονή των παιδιών στη φυλακή και ιδίως στη φυλακή Πάτρας, που δεν είχε καμία στοιχειώδη ευκολία. Στην αρχή τους παραχωρήθηκε ένας χώρος (λέμε χώρος, γιατί δεν ήταν θάλαμος) για μωρομάνες.

Το κτίριο της παλιάς Ιταλικής σχολής, είχε ένα θεατράκι δηλαδή σκηνή κανονική και αίθουσα μεγάλη με στενόμακρα ψηλά παράθυρα, που βλέπανε προς το προαύλιο. Η πόρτα ήταν μακριά από τη σκηνή, στην άλλη άκρη της αίθουσας. Λοιπόν πάνω στη σκηνή βάζανε τις μανάδες με τα μωρά τους και κάτω στην αίθουσα πήχτρα οι φυλακισμένες γυναίκες. Ήταν μια εικόνα καταθλιπτική και για δάκρυα. Πώς να περάσεις, πώς να φτάσεις για να πλύνεις ή να ταΐσεις τα μωρά σου; Πώς να γίνει ησυχία σε διακόσια πενήντα άτομα στριμωγμένα, πικραμένα, χαροκαμένα;! Μόνο η βαθιά πίστη στον αγώνα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια  και ελευθερία έδινε τη δύναμη στον κόσμο αυτό, να τα βγάλει πέρα με το κεφάλι ψηλά.

Περάσανε οι μωρομάνες πάνω στο θεατράκι κάπου τρεις μήνες, αλλά με τις καθημερινές κινητοποιήσεις μας και με απεργία πείνας καταφέραμε να πάνε σε δικό τους θάλαμο, ευτυχώς γιατί αν μένανε στο θεατράκι, θα πέθαιναν τα έρημα.

Τα παιδιά δεν είχαν ράτζο δικό τους, κοιμόσαντε στο ίδιο με τη μάνα τους. Στο κεφάλι του ράτζου, μια μικρή βαλίτσα που έκλεινε το ρουχισμό τους, μερικά κουρέλια καθαρά για ν’ αλλάζει το παιδί τους…Από κάτω από το ράτζο η λεκάνη, ο κουβάς κι ένα καφασάκι (κουζίνα!) εκεί μέσα υπήρχε ένα πιάτο, ένα κουτάλι, ένα κατσαρολάκι με το γάλα του παιδιού!! η μερίδα του ψωμιού, λίγο τυρί, κανένα μήλο (τα δύο τελευταία τ’ αγόραζε μόνη της). Γάλα και σαπούνι δίναν ιδιαίτερα για τα παιδιά.

Με τέτοιο πρωτόγονο άθλιο τρόπο ζωής πώς να γλυτώσουν από τις επιδημίες; Έτσι, σαν ξέσπασε κάποια μέρα η επιδημία της ιλαράς σαν θύελλα τα έριξε, αδύναμα όπως ήταν, όλα κάτω. Στριμωγμένα στο ίδιο ράτζο με τη μάνα τους στον βρώμικο αέρα της φυλακής πλήρωναν ακριβά τους αγώνες των μανάδων τους.

Μα κακοπερνούσαν από τη στενοχώρια κι οι μανάδες που είχαν τα μικρά παιδιά τους έξω από τη φυλακή χωρίς να ξέρουν πού βρίσκονται κι αν ζούσαν. Καμιά φορά έπαιρναν ειδήσεις τρομερές. Άλλο αλήτευε, άλλο το έπαιρναν  για ψυχοπαίδι κι άλλα μαραμένα έμεναν μόνα τους στο σπίτι. Οι περισσότερες νέες κοπέλες είχαν αφήσει έξω παιδιά, γιατί είχαν αυτά ξεπεράσει το όριο ηλικίας που επιτρεπόταν να τα παίρνουν μαζί τους.

 

Ο άνθρωπος όσο θλιμμένος και βασανισμένος να είναι, αποζητά τη χαρά. Έτσι κι εμείς ζητούσαμε αφορμές για λίγη χαρά. Πότε αυτό ερχότανε με την απονομή μιας χάρης, ή την ελάττωση μιας ποινής, πότε με τις γιορτές και τις επετείους του τόπου μας(…)

Γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά με αφάνταστη πρωτοτυπία, εκπληκτική θα λέγαμε. Αρχίζαμε με προετοιμασίες κάνοντας χειροποίητα δωράκια, κάρτες ευχετήριες για να ανταλλάξουμε μέσα στη φυλακή, μα και τα στέλναμε έξω στους δικούς μας. Παραγγέλναμε και μας αγοράζανε απ’ έξω χρωματιστά χαρτιά, μπογιές, κλωστές, χαρτόνια για να διακοσμήσουμε τους θαλάμους. Τους στολίζαμε με γούστο και φαντασία. Συναγωνιζόμαστε ποιος θα ήτανε ο καλύτερος θάλαμος.(…)

Μα το επιστέγασμα ήταν η χορωδία. Τραγουδούσε τα κάλαντα που παραλλαγμένα, ανιστορούσαν τη χαμένη συντρόφισσα, τη ζωή της φυλακής και την ασίγαστη λαχτάρα για τη λευτεριά.

Περισσότερο από όλες τις γιορτές σε μεγαλοπρέπεια και φαντασμαγορία ήταν το Πάσχα. Θες η άνοιξη, θες τα φυλακισμένα νειάτα, γεμίζαμε ελπίδες, ξαναγενιώμαστε κυριολεκτικά, ξεχνούσαμε πως είμαστε φυλακισμένες. Είμαστε μέσα σε μια πυρετώδικη προετοιμασία, που δεν καταλαβαίναμε πώς έφευγαν οι μέρες.

Για το θέατρο της «Ιταλικής Σχολής» φυλακής Πάτρας, έχω ξαναμιλήσει. Ο χώρος όλος μεταμορφωνότανε σε πραγματικό θέατρο. Είχαμε την ψευδαίσθηση αυτή και το διακρίναμε στα έκπληκτα μάτια των φυλάκων μας.

Τα σεντόνια μας τα βουτούσαμε σε μπογιά, τα ράβαμε πολλά μαζί και έτσι κάναμε την αυλαία. Αραιώναμε τα ράτζα στην αίθουσα του θεάτρου, τα βάζαμε σε σειρές σαν καθίσματα.. Ζητούσαμε από τη Διεύθυνση καρέκλες για τους…καλεσμένους μας. Ήσαν ο διευθυντής με την οικογένειά του και φύλακες.

Εκείνο που έδινε τον τόνο της γιορτής ευθύς εξ αρχής , ήταν η διακόσμηση. Αμέτρητα χάρτινα πολύχρωμα λουλούδια σε μπουκέτα στόλιζαν τους τοίχους, άλλα μέσα σε καλαθάκια, φτιαγμένα από χαρτόνι και ζωγραφισμένα, κρεμόσαντε από την οροφή της αίθουσας(…) Γιρλάντες λουλουδένιες ζώναν τα παράθυρα και μεγάλα πανώ ζωγραφισμένα με το χέρι σε πολύ μεγάλο μέγεθος στόλιζαν τη σκηνή.

Στην προετοιμασία αυτή παίρνανε μέρος όλες οι γυναίκες, ανάλογα μ’ αυτά που κατάφερναν να κάνουν. Άλλες βάφανε, άλλες ζωγραφίζανε, μερικές στολίζανε την αίθουσα, πολλές παίρναν μέρος στο έργο και στα διάφορα σκετς που γράφαμε μόνες μας, άλλες στη χορωδία, στη ραπτική και στις αγγαρείες, κουβαλήματα και σκουπίσματα. Με τέτοιο κέφι και χαρά σα να ετοιμαζόμαστε να φύγουμε…Ήταν βραδιές που δουλεύαμε εντατικά όλη τη νύχτα (το φως δεν σβήνει στη διάρκεια της νύχτας στις φυλακές).

Άλλες πάλι ήσαν στις δημόσιες σχέσεις, αυτές προσπαθούσαν να αποσπάσουν τη συγκατάθεση του διευθυντή της φυλακής για να μας επιτρέψει να κάνουμε το ένα ή το άλλο που τους ζητούσαμε.

Παίξαμε διάφορα σκετς, που τα έγραφαν οι συγκρατούμενές  μας. Ανεβάσαμε και έργα όπως «ο μπαμπάς εκπαιδεύεται». Ήταν υπέροχες στο παίξιμό τους η Αθηνά Ζυμαράκη και η Φρόσω Αργεντοπούλου, κομμώτρια.  Άλλο έργο που ανεβάσαμε το Πάσχα του 1962 ήταν «Το Φιόρο του Λεβάντε» του Ξενόπουλου. Θαυμάσια παιγμένο, με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Φωκά, ηθοποιό, και τη Δανάη Κουχτσόγλου σκηνοθέτρια. Όταν τελείωσε η παράσταση, ο διευθυντής μας συγχάρηκε και μας ευχαρίστησε για την ωραία παράσταση, που είπε πως δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα επαγγελματικά θέατρα. Συγκινημένος από τις ικανότητές μας ευχήθηκε γρήγορα να πάμε σπίτια μας, «κρίμα τόσες καλές και άξιες γυναίκες να βρίσκεσθε εδώ μέσα», μας είπε.

Η γιορτή πάντα άρχιζε με τη χορωδία και τελείωνε μ’ αυτή και έκλεινε με κάποια ομιλία, σαν την παρακάτω.

«Αδελφές μου της φυλακής, σήμερα είδαμε, ακούσαμε κι ευχαριστηθήκαμε, διασκεδάσαμε με τα τραγούδια, θαυμάσαμε τις συγκρατούμενές μας που παίξανε, μιλήσαμε και γελάσαμε ξένοιαστες, χαρήκαμε και τώρα…λουκέτο!!». Μια βουβαμάρα ξαπλώθηκε σε όλες και σιγά κινήσαμε για τα ράτζα μας, μας μέτρησαν και μας κλείδωσαν…

Αυτή ήταν για χρόνια η ζωή μας στις φυλακές, που μας μεταφέρανε πότε Αβέρωφ, πότε στην «Ιταλική Σχολή» Πάτρας.

Όταν μας μεταφέρανε όλες μαζί οριστικά στις φυλακές Αβέρωφ, ετοιμάσαμε και τραγουδήσαμε το παρακάτω ταργούδι:

Το δρόμο που πριν τόσα χρόνια
με θλίψη διαβαίναμε εμείς
χαρούμενες παίρνουμε τώρα
να ζήσουμε όλες μαζί.

ΡΕΦΡΑΙΝ

Πάτρα, Πάτρα
σ’ αφήνουμε και πάμε
πάλι σίδερα εμάς καρτεράνε
στα χείλη το γέλιο πάντα ανθεί
γιατί οι καρδιές μας σίδερα
έχουνε πια γενεί.

Αέρας και ήλιος μας λούζει
γοργά το καράβι κυλά
γεμίζει χαρά η καρδιά μας
κι αχόρταγη είν’ η ματιά.

ΡΕΦΡΑΙΝ

Γεμίζει χαρά η ματιά μας
βλέπουμε σας αδερφές
στο φοίνικα που τόσα θυμίζει
χτυπούν ολονών οι καρδιές

Πάτρα, Πάτρα
σ’ αφήσαμε και πάμε
πάλι σίδερα εμάς καρτεράνε
δεν μας τρομάζουν μπόρες κεραυνοί
χείμαρροι γινήκαμε για μια νέα ζωή.

Το Α’ Μέρος εδώ:

«Κρίμα που έχουν τέτοια φρονήματα τόσο άξιες κοπέλες, αχρηστεύουν τη ζωή τους» – Γυναικείες «Φυλακές Ιταλικής Σχολής» Πάτρας (1/2) • Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Η στήλη παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αγώνες και αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: