Παλμίρο Τολιάτι: Πρόδρομος του ιταλικού ευρωκομμουνισμού ή μήπως όχι;

Σφράγισε την ιστορία της Ιταλίας στο πρώτο μισό του αιώνα που μας πέρασε, καθιστώντας το Ιταλικό ΚΚ μείζονα πολιτική δύναμη, ανοίγοντας όμως και το δρόμο γι’αυτό που μετά το θανατό του θα διαμορφωνόταν ως ευρωκομμουνιστικό ρεύμα.

Ο Παλμίρο Τολιάτι, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1893 στη Γένοβα, αποτέλεσε μετά τον Αντόνιο Γκράμσι τη σημαντικότερη φυσιογνωμία στην ιστορία του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Η συμβολή του στην στην καταπολέμηση του φασισμού στην πατρίδα του και διεθνώς και στην εξάπλωση της κοινωνικής επιρροής του κόμματος, που κατέστη μεταπολεμικά το μαζικότερο της Δυτικής Ευρώπης είναι αδιαμφισβήτη. Εξίσου αδιαμφισβήτητο είναι ωστόσο ότι οι πολιτικές του επιλογές, χωρίς φυσικά να αποτελούν απλώς προσωπικό ζήτημα, άνοιξαν το δρόμο για τη μετάλλαξη του ΙΚΚ, με όχημα τον ευρωκομμουνισμό. Η εν λόγω θεωρία θα ήταν αναχρονιστικό να αποδοθεί στον Τολιάτι που εξάλλου απεβίωσε πολλά χρόνια πριν καν διατυπωθεί ο όρος, ούτε γνωρίζουμε αν θα ενέκρινε αυτή την πορεία (παρότι είχε υποδείξει ως “δελφίνο” τον Μπερλίνγκουερ, που ωστόσο εκλέχτηκε αρκετά αργότερα, το 1972), ιδιαίτερα μάλιστα τον αντισοβιετισμό που συνεπαγόταν. Το θεωρητικό της υπόβαθρο εντοπίζεται ωστόσο αδρομερώς αλλά με σαφήνεια, στη σκέψη και τη δράση του Ιταλού ηγέτη.

Τρίτος στη σειρά μεταξύ τεσσάρων παιδιών ήταν γιος δασκάλας και λογιστής, ενώ ο πατέρας του πέθανε νωρίς αφήνοντας την οικογένεια στη φτώχεια, ωστόσο χάρη στις εξαιρετικές του σχολικές επιδόσεις ο νεαρός Παλμίρο εξασφάλισε υποτροφία ώστε να πραγματοποιήσει σπουδές νομικής στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, όπου γνωρίστηκε με τον Γκράμσι, συνδεόμενος με δια βίου φιλία. Το 1914 γράφτηκε στο Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, αλλά στο ζήτημα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου τάχθηκε με την ανοιχτά φιλοπολεμική και αλυτρωτική μερίδα του Σαλβεμίνι, που έβλεπε στον πόλεμο τη δυνατότητα “απελευθέρωσης” εδαφών στα οποία κατοικούσαν Ιταλοί (η επίσημη γραμμή του κόμματος εκφράστηκε με το μεσοβέζικο σύνθημα, “ούτε συμμετοχή, ούτε σαμποτάζ”, αποτυπώνοντας την τεράστια διαπάλη στους κόλπους του). Δήλωσε μάλιστα εθελοντής στον Ερυθρό Σταυρό αλλά και στο μέτωπο απ’ όπου επέστρεψε λόγω πλευρίτιδας.

Η εμπειρία του στον πόλεμο αλλά και το καταλυτικό γεγονός της Οχτωβριανής Επανάστασης προκάλεσαν τη μεταστροφή του, όπως και του ίδιου του Γκράμσι εξάλλου, με τον οποίο άρχισε να συνεργάζεται στα πλαίσια του περιοδικού L’Ordine nuovo, από το φιλελευθερισμό και το νεοϊδεαλισμό στο μαρξισμό. Στήριξε τη δημιουργία του ΙΚΚ από τους κόλπους του Σοσιαλιστικού κόμματος το Γενάρη του 1921, αν και δεν παραβρισκόταν τη στιγμή της ίδρυσής του στο Λιβόρνο, αλλά στο Τορίνο, διευθύνοντας το έντυπο. Εκείνα τα χρόνια ξεκινά με προτροπή του Γκράμσι η ενασχόλησή του με τη μελέτη του φασιστικού φαινομένου, ενώ από το 1923 αφιερώνεται στην κομματική δράση. To 1924, με πρωτοβουλία του Γκράμσι και τη στήριξη της Κομμουνιστικής Διεθνούς, διαχώρισε τη θέση του από τον τότε γραμματέα του κόμματος Αμαντέο Μπορντίγκα (ο οποίος αργότερα διαγράφηκε από το κόμμα ως τροτσκιστής), ενώ συνέγραψε μαζί με το Γκράμσι τις θέσεις για το τρίτο συνέδριο του ΙΚΚ που πραγματοποιήθηκε το 1926. Στο συνέδριο αυτό ο Τολιάτι διορίστηκε αντιπρόσωπος του ΙΚΚ στην εκτελεστική επιτροπή της Κομιντέρν και μετακόμισε στη Μόσχα ως τις αρχές του 1927, όταν λόγω της σύλληψης του Γκράμσι από το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι στα τέλη του ’26, ανέλαβε την καθοδήγηση του κόμματος από τη Γαλλία, όπου εγκαθίδρυσε την έδρα του παράνομου κόμματος.

Αν και συνδέθηκε στενά με το Μπουχάριν, σε γενικές γραμμές στις εσωκομματικές διαμάχες της δεκαετίας του ’20 και τις εκκαθαρίσεις του ’30 υποστήριξε ενεργά την πλειοψηφική τάση του μπολσεβικικού κόμματος υπό τον Ιωσήφ Στάλιν, κάτι που έδωσε δια βίου τροφή για κατηγορίες από τους αντιπάλους του. Αντιτάχθηκε στη γραμμή του σοσιαλφασισμού όπως είχε διαμορφωθεί στο 6ο συνέδριο της Κομιντέρν, ενώ το 1934 κλήθηκε στη Μόσχα για να συμμετάσχει στην προετοιμασία του 7ου συνεδρίου, που ως γνωστόν εγκατέλειψε την ως τότε γραμμή πολεμικής προς τη σοσιαλδημοκρατία προς όφελος της πολιτικής των Λαϊκών Μετώπων. Το καλοκαίρι του 1935 αναλαμβάνει μαζί με το Γκεόργκι Δημητρόφ τη θέση του γραμματέα της Κομιντέρν. Ενδιαφέρον υπό το φως των μετέπειτα εξελίξεων παρουσιάζει το άρθρο του “Για τις ιδιαίτερότητες της ισπανικής επανάστασης” το 1936, όπου για πρώτη φορά διατυπώνεται η θεωρία της “δημοκρατίας νέου τύπου”, όπου το προλεταριάτο θα μπορούσε να κατακτήσει την εξουσία δίχως προσφύγει σε επαναστατικά μέσα, αλλά κατακτώντας την πλειοψηφία σε αστικές εκλογές. Η ενασχόλησή του με το ισπανικό ζήτημα τον έφερε ως απεσταλμένο της Κομιντέρν με τη θέση του πολιτικού επιτρόπου στο Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα το 1937, εν μέσω εμφυλίου.

Με τον Δημητρώφ και άλλα ηγετικά στελέχη στο 7ο συνέδριο της Κομιντέρν

Επέστρεψε στην ΕΣΣΔ μετά το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, ασκώντας αντιφασιστική προπαγάνδα μέσω ραδιοφώνου κι ασχολούμενος με την επιμέλεια των Τετραδίων της φυλακής και των Επιστολών από τη φυλακή του Γκράμσι, που εκδόθηκαν μεταπολεμικά από τον εκδότη Εϊνάουντι. Η απόβαση των Δυτικών Συμμάχων στη Σικελία το καλοκαίρι του 1943 άλλαξε άρδην την πολιτική κατάσταση στην Ιταλία, καθώς το Μεγάλο φασιστικό συμβούλιο, αντανακλώντας τις ανησυχίες του αστικού καθεστώτος που κλονιζόμενο επεδίωκε την αλλαγή στρατοπέδου, συνέλαβε το Μουσολίνι και τον αντικατέστησε με το στρατηγό Μπαντόλιο, που ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους Αγγλοαμερικανούς που κατέληξαν στη συνθηκολόγηση της χώρας στις 8 Σεπτέμβρη. Αμέσως μετά οι Γερμανοί εισέβαλαν σε βόρεια και κεντρική Ιταλία, φυγαδεύοντας το Μουσολίνι που ίδρυσε το φασιστικό κράτος του Σαλό ως το τέλος περίπου του πολέμου τον Απρίλη του 1945, όταν κι ο ίδιος εκτελέστηκε.

Εντωμεταξύ το Κομμουνιστικό κόμμα είχε κερδίσει τεράστια αίγλη με τους αγώνες του κατά του φασισμού τα προηγούμενα χρόνια, η οποία θα εντεινόταν για το υπόλοιπο διάστημα του πολέμου χάρη στον αγώνα κατά των ναζί σε όσες περιοχές είχαν καταλάβει. Μάλιστα, το γεγονός πως ο φασισμός είχε υπάρξει για δεκαετίες η κυρίαρχη επιλογή της εγχώριας αστικής τάξης χωρίς καμία εξωτερική παρέμβαση, προσέδιδε ιδιαίτερα ταξικά χαρακτηριστικά στο αντιφασιστικό ιταλικό κίνημα ως εκείνη τη στιγμή. Έτσι λοιπόν αιφνιδίασε πολλούς η λεγόμενη “Στροφή του Σαλέρνο”, μια μέρα μετά την ιταλική συνθηκολόγηση, όταν το ΙΚΚ διακήρυξε την πρόθεσή του να συμμετάσχει σε κυβέρνηση όλων των πολιτικών δυνάμεων υπό την πρωθυπουργία του Μπαντόλιο. Πρότεινε επίσης τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το πολιτειακό (όπως και πράγματι έγινε το 1946 με υπερψήφιση της κατάργησης της μοναρχίας), μεταθέτοντας το ζήτημα της εργατικής εξουσίας για μετά τον πόλεμο.

Άνοιγε έτσι ο δρόμος για τη συμμετοχή του ΙΚΚ και του Τολιάτι προσωπικά στις κυβερνήσεις “εθνικής ενότητας”. Στην απόφαση αυτή συνετέλεσαν οι υστερικές αντικομμουνιστικές φωνές που έβλεπαν στη συμμετοχή αυτή το προοίμιο επερχόμενης επανάστασης, αλλά κυρίως οι κατευθύνσεις του ίδιου του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, ήδη πριν από την αυτοδιάλυση της ΚΔ το 1943, με τον ίδιο το Στάλιν μάλιστα να έχει ενημερωθεί προσωπικά από το γραμματέα του ΙΚΚ για τις προθέσεις του, χωρίς να προβάλει αντιρρήσεις. Όπως ισχύει και στις υπόλοιπες περιπτώσεις των ΚΚ της εποχής, περιλαμβανομένου του ελληνικού, οι τελικές αποφάσεις λαμβάνονταν και υλοποιούνταν από τις ίδιες της εκάστοτε ηγεσίες, που χρεώνονται και τη βασική ευθύνη για το αποτέλεσμα. Στην περίπτωση του ΙΚΚ μια κίνηση τακτικής ενδεχομένως κατανοητή λόγω των συνθηκών της εποχής μετατράπηκε σε μόνιμη στρατηγική, καθώς δεν ερμήνευσε ή δε θέλησε να ερμηνεύσει τα σημάδια σταδιακής ενσωμάτωσης του κόμματος στο αστικό πολιτικό σύστημα. Ο Τολιάτι συμμετείχε από το 1944 ως το 1946 ως υπουργός σε διαδοχικές κυβερνήσεις εθνικής ενότητας, με σημαντικότερη στιγμή το 1946, όταν ως υπουργός του χριστιανοδημοκράτη πρωθουπουργού Ντε Γκάσπερι αμνήστευσε κάθε πολιτικό αδίκημα που τελέστηκε μετά τη συνθηκολόγηση, δίνοντας ουσιαστικά συγχωροχάρτι σε πολλούς φασίστες εγκληματίες. Στόχος ήταν ο προσεταιρισμός ή έστω ο κατευνασμός των μεσαίων κυρίως στρωμάτων, που είχαν αποτελέσει τη ραχοκοκκαλιά του φασιστικού καθεστώτος. Ωστόσο η αποκρυστάλλωση των αντιμαχόμενων στρατοπέδων του ψυχρού πολέμου είχε και στην Ιταλία αποτέλεσμα τη σκλήρυνση της στάσης απέναντι στους κομμουνιστές.  Οι εγχώριες αντικομμουνιστικές δυνάμεις με τη στήριξη του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, εκπαραθύρωσαν τους κομμουνιστές από την κυβέρνηση το 1947.

Ήδη εκείνη την περίοδο είχαν διαφανεί τα όρια της συμμετοχής στην αστική διαχείριση. Παρά τις διακηρύξεις του ΙΚΚ πως το αστικό μεταπολεμικό σύνταγμα (στην οριστική του μορφή ψηφίστηκε το 1948), στη διαμόρφωση του οποίου πρωτοστάτησε το κόμμα, συνεισφέροντας κάποιες πραγματικά προοδευτικές, αλλά κυρίως στο επίπεδο της θεωρίας, διατάξεις, μπορούσε να γίνει όχημα ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό, η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Όχι μόνο δε λύθηκαν βασικά προβλήματα των εργατικών στρωμάτων, καθώς το κόστος ζωής αυξήθηκε δραματικά σε σχέση με τις αυξήσεις των μισθών, όχι μόνο δεν καταπολεμήθηκε η ανεργία, αλλά παρέμειναν άλυτα και στοιχειώδη ζητήματα αστικού εκσυγχρονισμού. Για παράδειγμα, το ΙΚΚ συναίνεσε στην συνταγματική αναγνώριση του Κονκορδάτου που είχε συνάψει ο Μουσολίνι με το Βατικανό το 1929, με το οποίο έληγε η από καταβολής ιταλικού κράτους διαμάχη πολιτείας κι εκκλησίας και παραχωρούνταν σημαντικά προνόμια στην Αγία Έδρα. Γεγονός που δεν εμπόδισε καθόλου τον πάπα να προχωρήσει σε αφορισμό των Ιταλών κομμουνιστών κατά τις κρίσιμες εκλογές του 1948. Στις εκλογές αυτές, η ένωση Κομμουνιστικού και Σοσιαλιστικού Κόμματος απέτυχε να επικρατήσει έναντι της συμμαχίας με επικεφαλής το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, εξαιτίας και της λυσσαλέας εκστρατείας που ενορχηστρώθηκε εντός κι εκτός χώρας για το σκοπό αυτό. Λίγους μήνες μετά, ο Τολιάτι δέχτηκε απόπειρα δολοφονίας με τρεις σφαίρες, προκαλώντας τεράστιο κύμα αντιδράσεων και συμπαράστασης σε όλη τη χώρα.

Η δυναμική παρουσία του ΙΚΚ στη μεταπολεμική πολιτική σκηνή αλλά και τους εργατικούς αγώνες της χώρας εδραιώνεται τα επόμενα χρόνια, παράλληλα όμως ενισχύεται και το ιδεολόγημα του “ιταλικού δρόμου προς το σοσιαλισμό”, που αποτέλεσε θεωρητικό προοίμιο για την ένταξη του ΙΚΚ στο ευρωκομμουνιστικό ρεύμα τη δεκαετία του ’70. Ο Τολιάτι προσαρμοζόταν στις εκάστοτε αλλαγές ηγεσίας στην ΕΣΣΔ, φαινόμενο που βέβαια αποτελούσε κανόνα για το κομμουνιστικό κίνημα διεθνώς, την οποία όπως είπαμε στήριζε παρά τις διαφοροποιήσεις μέχρι τέλους, όπως στα γεγονότα της Ουγγαρίας το 1956, όταν και επήλθε η διάλυση της συμμαχίας του ΙΚΚ με του Σοσιαλιστές του Πιέτρο Νέννι.  Μετά το θάνατο του Στάλιν το 1953 δήλωνε πως ο τελευταίος ήταν: “Ένας γίγαντας της σκέψης, κι ένας γίγαντας της δράσης. Το όνομά του θα πάρει ένας ολόκληρος αιώνας, ο πιο δραματικός ίσως, αλλά σίγουρα ο πιο πυκνός σε αποφασιστικά γεγονότα στην κοπιώδη και λαμπρή ιστορία του ανθρώπινου γένους”. Λίγα χρόνια αργότερα, συντάχθηκε χωρίς πρόβλημα με την πολιτική της λεγόμενης “αποσταλινοποίησης”. Μετά το θάνατό του ενώ παραθέριζε στην Κριμαία το 1964, δημοσιεύτηκε επιστολή του στο Χρουστσώφ, όπου τάσσεται υπέρ του “πολυκεντρισμού” στο διεθνές κίνημα, έτερο βασικό πόλο της μετέπειτα ευρωκομμουνιστικής σκέψης. Λίγο πρν το θάνατό του, είχε συζητήσεις με τον Μπρέζνιεφ, τότε νούμερο δύο του Κρεμλίνου και προαλειφόμενο για αντικαταστάτη του Χρουστσώφ που ως γνωστόν ανετράπη την ίδια χρονιά, με στόχο τη σύγκληση διεθνούς διάσκεψης των ΚΚ για την αποκατάσταση του σινοσοβιετικού σχίσματος.

Σκηνή από την κηδεία του Τολιάτι. Διακρίνονται κάποιες από τις αντιπροσωπείες των κομμουνιστικών κομμάτων διεθνώς. Στην τρίτη σειρά, η αντιπροσωπεία του SED, κυβερνώντος κόμματος της ΓΛΔ. 

Η κηδεία του έγινε στις 25 Αυγούστου 1965 στη Ρώμη, συγκεντρώνοντας ένα εκατομμύριο λαού. Προς τιμήν του, η σοβιετική Σταυρούπολη στο Βόλγα μετονομάστηκε σε Τολιάτι. Σε δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηε το 1996, οι κάτοικοι που συμμετείχαν ψήφισαν σε ποσοστό 82% υπέρ της διατήρησης του ονόματος του ιστορικού γραμματέα.

Η πόλη Τολιάτι στο Βόλγα.

Δύσκολες Νύχτες 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: