Οι αναμνήσεις του Kurt Gossweiler – Τα πρώτα χρόνια της ναζιστικής δικτατορίας

Οι εφηβικές αναμνήσεις του εμβληματικού Γερμανού ιστορικού, Κουρτ Γκοσβάιλερ, από τη Γερμανία του Μεσοπολέμου: η αισιοδοξία των συντρόφων μπαίνοντας στο 1933, οι οδυνηρές απογοητεύσεις, η άνοδος του ναζισμού στην εξουσία, το δημοψήφισμα στο Σάαρ, η απόδραση κι οι πρώτες προσπάθειες αντίστασης.

Το εν λόγω άρθρο προέρχεται από το συλλογικό τόμο “Η Ευρώπη στο χείλος του γκρεμού. Το έτος 1935-Μια ευκαιρία που δεν αξιοποιήθηκε.” που εκδόθηκε το 2005 στην Κολωνία με επιμέλεια των Kurt Pätzold και Erika Schwarz. Από τις εν γένει αξιόλογες συμβολές του έργου επιλέξαμε σήμερα την μετάφραση ενός βιωματικού, αλλά όχι λιγότερου χρήσιμου από ιστορικής πλευράς κειμένου του σπουδαίου Ανατολικογερμανού ιστορικού Kurt Gossweiler, ο οποίος πριν λίγους μήνες έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών, συνομήλικος περίπου του “Σύντομου εικοστού αιώνα”, κάποιες από τις κρισιμότερες στιγμές του οποίου έζησε, κατέγραψε και ανέλυσε, με συχνά εκπληκτική οξυδέρκεια στα βιβλία και άρθρα του. Χρονικός ορίζοντας του κειμένου είναι χοντρικά η περίοδος 1933 ως 1935. Κατά τη γνώμη μας η διαπλοκή του προσωπικού, φορτισμένου κατά διαστήματα, αλλά ποτέ επιτηδευμένα μελοδραματικού τόνου, με την προσπάθεια ειλικρινούς απόδοσης τόσο των προσωπικών του πολιτικών εκτιμήσεων της εποχής, συχνά με αυτοκριτικό τόνο, σε αντιπαραβολή όπου χρειάζεται με τις πιο νηφάλιες αποτιμήσεις που επέφερε η χρονική απόσταση από τα γεγονότα, είναι που προσδίδουν ξεχωριστό ενδιαφέρον στην ανάγνωση. Φωτίζονται επίσης κάποιες άγνωστες στο ευρύ κοινό, ιδίως στην Ελλάδα, πτυχές του νεολαιίστικου, κυρίως του μαθητικού κινήματος, κομμουνιστικής προέλευσης κυρίως, στις παραμονές και τα πρώτα χρόνια της φασιστικής δικτατορίας, καθώς και η υπόθεση του δημοψηφίσματος στην περιοχή του Saar, στην οποία αφιερώνει αρκετή έκταση ο συγγραφέας. Διαφαίνεται επίσης, πίσω από τις γραμμές κι ακροθιγώς έστω, η αυξανόμενη επίδραση του σιωνισμού σε εβραϊκής καταγωγής προοδευτικούς νέους, ως απότοκο του βίαιου αντισημιτισμού των ναζί. Μπορεί κάποιος να παρατηρήσει κριτικά ότι ο ενθουσιασμός για την αντοχή του αντιφασιστικού μετώπου μεταξύ ετερόκλητων πολιτικών δυνάμεων σε πρώτη φάση, αλλά και σε επίπεδο χωρών μετά την εισβολή στην ΕΣΣΔ, (περίοδος που εκπίπτει βέβαια χρονικά του κειμένου), αλλά και η πεποίθηση του συγγραφέα για την άνοδο του σοσιαλιστικού κι αντιιμπεριαλιστικού κινήματος με την επερχόμενη νίκη της ΕΣΣΔ, επιβεβαιώθηκαν μόνο εν μέρει ιστορικά, καθώς η προηγούμενη υπήρξε περισσότερο βραχύβια και ίσως λιγότερο σταθερή και ριζική ποιοτικά από ό,τι ανέμενε όχι μόνο ο Gossweiler, αλλά συνολικά το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, με επικεφαλής βέβαια το ίδιο το ΚΚΣΕ. Η υπεραισιόδοξη ή μη εκτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων την επαύριο του Β’ ΠΠ είναι όμως μια άλλη ιστορία, αποτελεί πάντως το αδιαμφισβήτητο κι ίσως εν τέλει αναπόφευκτο πλαίσιο που διαμόρφωσε τη γενιά στην οποία ανήκε ο συγγραφέας. Γενιά στην οποία οφείλουμε τις ομορφότερες στιγμές της ανθρωπότητας, μέχρι τις επόμενες.

Kurt Gossweiler, Βερολίνο, τα τρία πρώτα χρόνια. Αναμνήσεις.

To 1928 έχοντας μετακομίσει με τους γονείς μου, δηλ. τη μητέρα μου και το δεύτερο σύζυγό της, Adolf Reichle, από τη Στουτγγάρδη στο Βερολίνο, ήμουν από το 1931 μαθητής της τότε ευρέως γνωστής σχολής Καρόλου Μαρξ (KMS) του σοσιαλδημοκράτη σχολικού μεταρρυθμιστή Fritz Karsen στο Neukölln (εργατική συνοικία του Βερολίνου , σ.τ.Μ) . Με το σχολικό μου φίλο από το δημοτικό, τον Werner Steinbrink, με τον οποίο από κοινού είχαμε αλλάξει σχολείο ερχόμενοι στην KMS, μπήκαμε εκεί στην κομμουνιστική μαθητική οργάνωση, η οποία ονομαζόταν Σοσιαλιστική Ένωση Μαθητών (SSB). Κάποιοι από τους συμμαθητές μας ήταν οργανωμένοι στη σοσιαλδημοκρατική “Σοσιαλιστική μαθητική κοινότητα” (SSG), κάτι το οποίο δεν παρεμπόδιζε τη συνεργασία μας. Η φοίτηση σε αυτό το σχολείο σε κάποιες πτυχές είχε επιδράσεις ζωής, η μακροβιότερη και ευτυχέστερη εκ των οποίων εξαιτίας του ότι πήγαινα στην ίδια τάξη με το κορίτσι που όλοι, όσοι μας ξέρουν, γνωρίζουν ως Edith Gossweiler.

Στην αρχή του έτους 1933 ήμουν 15 ετών και πήγαινα στην τρίτη γυμνασίου. Οι τελευταίοι μήνες του παλιού χρόνου είχαν φέρει -όπως το βλέπαμε εμείς στο SSB– τα οποία μας έκαναν να ατενίζουμε με αυτοπεποίθηση το νέο χρόνο. Αυτά ήταν το μεγάλο φθινοπωρινό απεργιακό κύμα, με αποκορύφωμα την απεργία στις συγκοινωνίες του Βερολίνου, που εξανάγκασε σε παραίτησh τον καγκελάριο Franz von Papen, καθώς και το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου 1932: το ΚΚΓ είχε κερδίσει επτακόσιες χιλιάδες ψήφους εν σχέσει με τις εκλογές του Ιουλίου 1932, το ναζιστικό κόμμα ωστόσο για πρώτη φορά από το 1928 όχι μόνο δεν κέρδισε, αλλά είχε χάσει δύο εκατομμύρια ψήφους! Μας ήταν ωστόσο σαφές ότι έτσι δεν είχε αποτραπεί ακόμα ο κίνδυνος μιας ναζιστικής δικτατορίας.

Ο Γενάρης του 1933 έφερε, παρά την πολιτική κατευνασμού της κυβέρνησης Schleicher, στο δεύτερο μισό του έτους τεράστια πόλωση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Στις 22 Γενάρη παρήλασαν τα Τάγματα Εφόδου, προστευμένα από αμφίπλευρο κλοιό αστυνομικών δυνάμεων και τεθωρακισμένα αστυνομικά οχήματα, μέσα στο κατακόκκινο Βερολίνο, μπροστά από το σπίτι Καρλ Λίμπκνεχτ, έδρα της ΚΕ του ΚΚΓ, μέσα από ένα πλήθος οργισμένων αντιφασιστών Βερολινέζων, που τους καταριόταν και τους έστελναν στον αγύριστο, ανάμεσα τους φυσικά κι εγώ, ο οποίος προς μεγαλη μου χαρά αναγνώρισα μες στο πλήθος τον Erich Mühsam, ο οποίος, όπως όλοι μας, εξέφραζε με όλη τη δύναμη της φωνής του την οργή και το μίσος του κατά των ναζί. Τρεις μέρες αργότερα, στις 25 Γενάρη, ήμουν παρών, όταν το αντιφασιστικό Βερολίνο έδωσε ρωμαλέα απάντηση σε αυτή τη ναζιστική προβοκάτσια: μέσα σε πολικό ψύχος έφτασαν με πορεία ωρών 130 χιλιάδες άνθρωποι από όλα τα μέρη της πόλης στο σπίτι Καρλ Λιμπκνεχτ, για να διατρανώσουν στον Ερνστ Ταίλμαν και τους λοιπούς συντρόφους της ηγεσίας του ΚΚΓ την αποφασιστικότητά τους να μην επιτρέψουν την κατάληψη της εξουσίας από το φασισμό. Οι κρατούντες, οι οποίοι ήταν αποφασισμένοι να παραδώσουν την εξουσία στο Χίτλερ, δεν εντυπωσιάστηκαν ωστόσο από αυτό, γνωρίζοντας πως μπορούσαν να βασίζονται στην ηγεσία του SPD και των συνδικάτων: εκείνοι δεν θα προέβαλλαν κανένα εμπόδιο σε μια “νόμιμη” μεταβίβαση της εξουσίας στο Χίτλερ, αλλά θα διέταζαν στους οπαδούς τους απραξία.

Όταν την 30ή Γενάρη μάθαμε την αναγόρευση του Χίτλερ σε καγκελάριο του Ράιχ, εμείς -οι σύντροφοι του SSB και οι συμμαθητές μας της KMS– δεν μπορούσαμε ούτε κατά διάνοια να σταθμίσουμε τι θα σήμαινε αυτό για μας, για τη Γερμανία, και τον κόσμο. Δεν είχαμε αμφιβολία για τη βία των ναζί και για το ότι Χίτλερ σήμαινε πόλεμος. Είμασταν όμως πεπεισμένοι πως ούτε οι ναζί θα κατάφερναν να βρουν δουλειά σε οχτώ εκατομμύρια ανέργους. Μας έλειπε αποφασιστικά η ικανότητα μιας πιο ρεαλιστικής εκτίμησης, όπως εκείνη που παρουσίασε ο Ερνστ Ταίλμαν σε παράνομη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΓ στο Ziegenhals, την οποία τότε δεν είχαμε μάθει ακόμα φυσικά. Ωστόσο εμείς κι ο κύκλος των γνωστών μας θα ερχόμασταν γρήγορα αντιμέτωποι με ριζικές αλλαγές σε απόλυτα προσωπικό επίπεδο. Εμείς μέναμε τότε στη συνοικία Britz, στον περίφημο “Οικισμό του Πέταλου” του αρχιτέκτονα Bruno Traut (Hufeisensiedlung, σύμπλεγμα εργατικών κατοικιών που οφείλει το όνομα της στο πεταλοειδές σχήμα της, κατεξοχήν σύμβολο μοντέρνας αστικής αρχιτεκτονικής της εποχής, και μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, σ.τ.Μ), όπου κάθε δρόμος φέρει το όνομα ενός ήρωα από τα έργα του Fritz Reuter, εξου και το προσωνύμιο “Οικισμός Fritz Reuter” (Γερμανός ποιητής και συγγραφέας του 19ου αι., γνωστός για την αποκλειστική χρήση της μητρικής του διαλέκτου στα έργα του, σ.τ.Μ)

Στους συλληφθέντες αμέσως μετά την πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ στις 27 Φλεβάρη ανήκε κι ο Erich Mühsam. Με εκείνον και τη γυναίκα του Zenzl, που έμεναν στη γειτονιά τους, ήταν φίλοι οι γονείς μου. Λίγες μέρες μετά τη σύλληψη του Erich ήρθε στη μάνα μου η Zenzl και την παρακάλεσε να κρύψει σημειωματάριά του στο σπίτι. Η μητέρα μου φυσικά δέχτηκε, και κρύψαμε κάποια από αυτά κάτω από την ντουλάπα, άλλα στη σόμπα της κρεβατοκάμαρας των γονιών μου. Δεν πέρασε όμως καθόλου πολυς καιρός, και μια μέρα ήρθε ένας αξιωματικός της αστυνομίας συνοδεία ενός βοηθού αστυνομικού των Ταγμάτων Εφόδου, για να διενεργήσει έρευνα στο σπίτι. Η μητέρα μου εκείνη την ημέρα βρισκόταν άρρωστη στο κρεβάτι. Ο αξιωματικός άφησε τον βοηθό στο διάδρομο, είπε πως εκείνος θα διενεργούσε την έρευνα. Κοίταξε καλά το δωμάτιο και φώτισε με ένα φακό και τη σόμπα. Η καρδιά της μαμάς κι η δική μου κόντεψαν να σταματήσουν. Ο αστυνόμος όμως έσβησε το φακό, βγήκε και είπε μόνο στα γρήγορα στο μέλος των Ταγμάτων Εφόδου: “Δεν υπάρχει τίποτε εδώ”. Προφανώς επρόκειτο για κάποιον από την παλαιά σοσιαλδημοκρατική αστυνομία Πρωσίας, η οποία επίσης δεν καλόβλεπε τους ναζί. Φυσικά είπαμε στην Zenzl τι είχε συμβεί, και γι’ αυτό παρέλαβε τα σημειωματάρια, για να τα κρύψει κάπου ασφαλέστερα. Αυτό ήταν και πολύ απαραίτητο, γιατί όποτε αυτούς τους μήνες εμφανιζόταν κάποιο αντιναζιστικό σύνθημα στο Britz, εμείς, που κρεμούσαμε σε κάθε μία από τις πέντε εκλογικές αναμετρήσεις του 1932 την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο στο παράθυρο, ανήκαμε στους υπόπτους στους οποίους διενεργούνταν έρευνα κατ’οίκον. Και μόνο για το λόγο αυτό δεν μπορούσαμε πια να παραμένουμε στο Britz.

Οι γονείς μου ενοικίαζαν ένα μικρό οικόπεδο στο Grünau, όπου ο πατέρας μου, αρχιτέκτονας, αλλά άνεργος για χρόνια, έχτισε ένα μικρό σπίτι με τον αδερφό του. Όσο το σπίτι ακόμα χτιζόταν, οι γονείς μου έμεναν σε γνωστούς, εγώ ο ίδιος αρχικά φιλοξενήθηκα δύσκολα στην Zenzl, μετά όμως βρήκα στέγη στο διαμέρισμα του συμμαθητή μου Lussi Abramowitsch, με τον οποίο με συνέδεε στενή φιλία. Έμενα με τη μητέρα του στο Wilmersdorf (αριστοκρατική συνοικία του Βερολίνου σ.τ.Μ) η οποία εργαζόταν ως ψυχοθεραπεύτρια. Οι γονείς του ήταν χωρισμένοι, ο πατέρας του ήταν ο γνωστός Μενσεβίκος Abramowitsch και έμενε στις Βρυξέλλες. Ο Lussi περνούσε σχεδόν όλη του τη μέρα μετά το σχολείο σε ένα ίδρυμα για παιδιά. Φορέας του ήταν ο “Σύλλογος για την προστασία τέκνων Ρώσσων Εβραίων στη Γερμανία”. Ο Lussi με έφερε εκεί, κι εγώ ανήκα, το 1933, για όσο έμενα στο Lussi, στο ίδρυμα και αντιμετωπιζόμουν συντροφικά από όλους. Εκείνα τα χρόνια, όλοι οι κομμουνιστές που ήξερα, κι εγώ μαζί, είμασταν από διαμαρτυρία κατά του αντισημιτισμού των ναζί “φιλοσημίτες”, παρότι παλιότερα δε μας ενδιέφερε καθόλου αν κάποιος ήταν Εβραίος ή οτιδήποτε άλλο.

Η δεύτερη τομή μετά τις 30 Γενάρη, που έπληξε εμένα και τους συμμαθητές μου, ήταν η διάλυση της KMS και η μετατροπή της σε εκπαιδευτικό ίδρυμα εναρμονισμένο με τη φαιά αντιπνευματικότητα. Στις 21 Φλεβάρη καθαιρέθηκε ο Fritz Karsen κι ο υποδιευθυντής, Karl Sturm, επίσης προοδευτικός εκπαιδευτικός μεταρρυθμιστής, έλαβε για ένα μικρό μεσοδιάστημα τη θέση του. Ένα από τα πρώτα μέτρα του ήταν η σύγκληση του μαθητικού συμβουλίου, που αποτελούνταν από έναν μαθητικό εκπρόσωπο από κάθε τάξη. Συμμετείχα σε αυτή τη συνάντηση ως εκπρόσωπος της τάξης μου. Κύριο θέμα συζήτησης μια δήλωση αφοσίωσης προς τον απερχόμενο διευθυντή, η οποία έγινε δεκτή ομόφωνα -ακόμα κι από τον μοναδικό ναζί μαθητή του σχολείου.

Αλλά κι ο Sturm σύντομα καθαιρέθηκε, και μετά από τη θητεία ενός ακόμα προσωρινού διευθυντή, τη θέση κατέλαβε ο ναζί δάσκαλος Schwedtke. Αυτός είχε υπηρετήσει στην KMS για μισό έτος το 1929 ως δάσκαλος, απέτυχε όμως λόγω έλλειψης παιδαγωγικών ικανοτήτων, εγκατέλειψε το σχολείο οργισμένος, κι από τότε διεξήγαγε μια συκοφαντική εκστρατεία μέσω του μεγαλοαστικού τύπου […]Τότε απολύθηκαν και οι περισσοτεροι δάσκαλοι, οπως ο βασικός δάσκαλος της τάξης, Alfred Lewinnek κι ο καθηγητής γλώσσας Alfons Rosenberg. Τον Lewinnek τον λατρεύαμε, και πολλοί από εμάς διατηρήσαμε επαφή για καιρό ακόμα. Καθώς έμενε κοντάς μας […], τον επισκεπτόμουν συχνά, όσο ακόμα ζούσε στη χώρα. Μόλις το 1939 μετανάστευσε, όπως και ο Alfons Rosenberg, με τον οποίο επίσης είχα διαρκή επαφή, στην Αγγλία. Μετά τον πόλεμο, στη δεκαετία του ’60, αποκαταστάθηκε η επικοινωνία δι’ αλληλογραφίας. Τη δεκαετία του ’80 μπόρεσα -δυστυχώς μετά το θάνατο του Lewinnek– να επισκεφτώ τη σύζυγο του και τον Alfons Rosenberg στο Λονδίνο.

Στο SSB είχαμε επικεντρωθεί ως τότε στη διοργάνωση τακτικών συνελεύσεων των μελών της συνοικίας για τη συζήτηση της επικαιρότητας, να συμμετέχουμε σε διαδηλώσεις κι εκλογικά δρώμενα, και να μελετούμε σε μικρές ομάδες τα βασικά έργα των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν.

Τώρα η δουλειά έπρεπε να προσαρμοστεί στην παρανομία. Η ιδεολογική μόρφωση συνεχίστηκε. Ως νέες δραστηριότητες προστέθηκαν η διακίνηση βασικού παράνομου υλικού, όπως η Κόκκινη Σημαία (die Rote Fahne, όργανο της ΚΕ του ΚΚΓ, σ.τ.Μ), αλλά και ανακοινώσεις και προκηρύξεις για γεγονότα όπως η πυρκαγιά του Ράιχσταγκ και η δίκη του Δημητρώφ. Επίσης η ετοιμασία, διακίνηση ή ανάρτηση δικών μας αφισών και σπανιότερα προκηρύξεων.

Η διάλυση της KMS οδήγησε πολλούς μαθητές από απομακρυσμένες περιοχές του Βερολίνου να αλλάξουν σχολείο, εγγραφόμενοι σε εκείνα της περιοχής τους, μεταξύ άλλων και σύντροφοι του SSB. Αυτό οδήγησε στη διάλυση του τελευταίου, και τα μέλη του ενσωματώθηκαν στις συνοικιακές οργανώσεις του Κομμουνιστικού Συνδέσμου Νεολαίας (KJDV). Έτσι, εγώ και ο Werner Steinbrink γίναμε μέλη της συνοικιακής οργάνωσης νοτιοανατολικού τομέα, του οποίου τα μέλη δεν ήταν μαθητές, αλλά νέοι εργαζόμενοι συντροφοι και συντρόφισσες. Επικεφαλής της οργάνωσης ήταν ο Herbert Ansbach, πρώην επικεφαλής του SSB, μαθητής των τελευταίων τάξεων της KMS. Μέλη της καθοδήγησης ήταν κι ο Herbert Baum, αργότερα ιδρυτής κι επικεφαλής της ονομαζόμενης από εκείνον “Ομάδας νέων Εβραίων”. Ο Werner Steinbrink επίσης μπήκε στην καθοδήγηση, και συνεργαζόταν στενά με τον Ηerbert Baum, ακόμα και όταν μετά την ψήφιση των Νόμων της Νυρεμβέργης είχε επέλθει αναγκαστικά, για λόγους ασφαλείας, ο οργανωτικός διαχωρισμός από τους Εβραίους συντρόφους.

Ο Werner Steinbrink έκανε, κατ’ ανάθεση του Συνδέσμου Νεολαίας, ένα ταξίδι-αστραπή το καλοκαίρι του 1933 στο Παρίσι σε μια διεθνή συνάντηση κομμουνιστικών νεολαιών, στην οποία έγινε και μια σύσκεψη της ηγεσίας της KJVD με νέους συντρόφους από τη Γερμανία. Το καλοκαίρι του 1934 έκανε κι ένα δεύτερο τέτοιο ταξίδι, αυτή τη φορά όχι μόνος, αλλά παίρνοντας μαζί δυο συντρόφους από την ομάδα μας, εμένα κι έναν άλλο σύντροφο. Στο Βερολίνο ενώθηκαν μαζί μας-προφανώς κατόπιν συνεννόησης με τον Werner– τρεις σύντροφοι από τη νεολαία του KPO (KPDOpposition, Αντιπολίτευση στο ΚΚΓ, σ.τ.Μ), ενός κόμματος ιδρυθέντος από τους Brandler και Thalheimer μετά τη διαγραφή τους από το ΚΚΓ το 1928,οι οποίοι όπως κατάλαβα μόλις στο Παρίσι, ήθελαν να επισκεφτούν τους ηγέτες του κόμματός τους που ήξεραν πως ζούσαν εκεί.

Εμείς ξεκινήσαμε στις 4 Ιουλη 1934, 4 μέρες μετά το λουτρό αίματος της 30ής Ιούνη (αναφέρεται στη διαβόητη “νύχτα των μεγάλων μαχαιριών”, και την βίαιη εκκαθάριση των ταγμάτων εφόδου και του αρχηγού της Ερνστ Ρεμ, καθώς και άλλων προσωπικών πολιτικών αντιπάλων του Χίτλερ, σ.τ.Μ), χωρισμένοι σε δύο ομάδες με ενδιάμεσο προορισμό την περιοχή του Saar, το οποίο τότε δεν ανήκε ακόμα στη Γερμανία, αλλά βρισκόταν υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών. Άρα εκεί ήταν δυνατόν να εισέλθουμε από τη Γερμανία χωρίς έλεγχο διαβατηρίων και να μπούμε στη Γαλλία επίσης χωρίς ελέγχο. Αυτό ήταν σημαντικό, γιατί μόνο τρεις από μας διαθέταμε έγκυρο διαβατήριο, οι άλλοι έπρεπε λοιπόν να εισέλθουν κατά κάποιον τρόπο κρυφά στη Γαλλία.

Στις 11 Ιούλη έφτασα στην περιοχή του Saar, δεν βρήκα ωστόσο αμάξι για το Saarbrücken (πρωτεύουσα του Saar, σ.τ.Μ), αλλά προς το Neunkirchen. O oδηγός ήταν πολύ ευγενικός και μου πρότεινε διανυκτέρευση στο σπίτι του, κάτι που δέχτηκα ευχαρίστως. Σε εκείνον άκουσα τις βραδινές ειδήσεις, κι εκείνο που άκουσα εκεί, με γέμισε με βαθιά θλίψη και άκρατη οργή για τους ναζί: Διαδιδόταν η ψεύτικη είδηση, πως ο Erich Mühsam είχε δήθεν αυτοκτονήσει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Oranienburg. Μου ήταν ξεκάθαρο -είχαν δολοφονήσει τον Erich Mühsam, μισητός από τα χρόνια της Δημοκρατίας των Συμβουλίων στο Μόναχο (βραχύβιο επαναστατικό καθεστώς στη βαυαρική πρωτεύουσα τον Απρίλη του 1919, κατεστάλη από το Γερμανικό στρατό και τα παραστρατιωτικά Freikorps, σ.τ.Μ). Αυτή η είδηση δε με άφησε να ησυχάσω.

Την επόμενη μέρα ήρθα στο Saarbrücken. Στον ξενώνα νέων κατέφτασαν το βράδυ και οι υπόλοιποι τέσσερις σύντροφοι. Αλλά ο Werner Steinbrink δεν ήταν παρών, δεν τον είχαμε δει ήδη από την Φρανκφούρτη και μετά. Όπως διαπιστώθηκε στο Παρίσι, είχε φτάσει γρηγορότερα και νωρίτερα από μας στο Παρίσι.

Στην περιοχή του Saar, η εκλογική μάχη για το δημοψήφισμα το Γενάρη του 1935 βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Εκεί το ΚΚ του Saar και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Saar είχαν συμφωνήσει, στις 2 Ιούλη σε ένα ενιαίο μέτωπο κατά της προσάρτησης της περιοχής στο Ράιχ, υπέρ της διατήρησης του “status quo“, δηλαδή της υπάρχουσας κατάστασης. Εμείς είχαμε τότε την εντύπωση πως η διάθεση του πληθυσμού ήταν πλειοψηφικά κάτα της ένωσης. Στη δημοσιότητα εκείνες της μέρες κυριαρχούσαν τρία θέματα, και τα τρία στρέφονταν κατά των ναζί και κατά της προσάρτησης. Πρώτον η δολοφονία του Ρεμ, του Γκρέγκορ Στράσσερ (αρχηγός της λεγόμενης σοσιαλιστικής πτέρυγας του ναζιστικού κόμματος, είχε ήδη φυλακιστεί όταν δολοφονήθηκε την ίδια μέρα με το Ρεμ και το Σλάιχερ, σ.τ.Μ), του Σλάιχερ (τελευταίος καγκελάριος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αν και άνοιξε το δρόμο για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, οι προσωπικές του στρατηγικές των έφεραν σε σύγκρουση με εκείνον και παρά την ιδιώτευσή του, την πλήρωσε με τη ζωή του σ.τ.Μ) και πολλών άλλων στη Γερμανία, δεύτερον ακόμα η ήττα των ναζί στη δίκη για την πυρκαγιά του Ράιχσταγκ, κανείς δεν ήταν -είχαμε αυτή την εντύπωση- πιο δημοφιλής και αντικείμενο μεγαλύτερου θαυμασμού και στην περιοχή του Saar από το Δημητρώφ, και τρίτον -στενά συνδεόμενη με τη νίκη του Δημητρώφ κατά των ναζί- η πλατιά εκστρατεία για την απελευθέρωση του Ερνστ Ταίλμαν.

Μάθαμε από συζητήσεις και πλακάτ, πως στην προετοιμασία του δημοψηφίσματος το Γενάρ ένας άντρας έπαιζε προεξέχοντα ρόλο: Ο Erich Weinert (1890-1953) κομμουνιστής συγγραφέας και ποιητής, γνωστός κυρίως για την πολιτική του σάτιρα στα χρόνια της Βαϊμάρης, σ.τ.Μ). Εκείνος έμενε στη γειτονική πόλη Forbach στη Γαλλία και μιλούσε και απήγγειλε σε αναρίθμητες συγκεντρώσεις στην περιοχή του Saar, μεταξύ άλλων και το τραγούδι του Ταίλμαν, που είχε συνθέσει ο ίδιος μόλις το 1934. Όταν διασχίσαμε στις 13 Ιουλίου τα σύνορα και φτάσαμε στο Forbach, ήταν για μας αυτονόητο να ψάξουμε και τον Erich Weinert και τη σύζυγό του και να τους δώσουμε χαιρετίσματα από τους συντρόφους στη Γερμανία.

Πριν από αυτό όμως βρεθήκαμε σε μια ακανθώδη κατάσταση. Φαινόταν από την αμφίεση μας -κοντά παντελόνια και σάκα στην πλάτη- από πού προερχόμασταν. Αυτό ώθησε έναν κάτοικο του Forbach να μας εξυβρίσει ως “Boches” (υποτιμητική γαλλική έκφραση για τους Γερμανούς, σ.τ.Μ) και να ζητήσει να παρουσιαστούμε στο αστυνομικό τμήμα. Του εξηγήσαμε πως θα το κάναμε ούτως ή άλλως, κάτι που φυσικά δεν ίσχυε. Μόνο εμείς οι τρεις, που είχαμε διαβατήρια μαζί μας, πήγαμε στο τμήμα και αφήσαμε να μας σφραγίσουν το διαβατήριο, καθώς οι τρεις χωρίς διαβατήριο την κοπάνησαν ησύχως. Ένας άλλος κάτοικος, που το είχε παρατηρήσει όλο αυτό, μας απηύθυνε το λόγο και μας ρώτησε από πού ήρθαμε και πού θέλαμε να πάμε. Του είπαμε πως είμασταν αντίπαλοι του Χίτλερ και σκοπεύαμε να πάμε σε συνάντηση νεολαίας στο Παρίσι, και να επισκεφτούμε στο Forbach τον Erich Weinert. Σε αυτό αποκρίθηκε πως, αν ήταν έτσι, τότε έπρεπε να πάμε μαζί του στο στέκι των συντρόφων του, ήταν μέλος του ΚΚ Γαλλίας.

Στο μαγαζί μας σύστησε στους συντρόφους και απαντήσαμε τις πολλές ερωτήσεις τους για την κατάσταση στην πατρίδα. Τότε μας είπαν πώς θα πηγαίναμε στον Erich Weinert. Μετά από έναν εγκάρδιο αποχαιρετισμό κατευθυνθήκαμε στη διεύθυνση που μας είχαν δώσει. Η επίσκεψη μας έμοιαζε κάπως με “έφοδο”, ωστόσο δεν ήταν κάτι πρωτοφανές για τον Erich Weinert και τη γυναίκα του. Γι’ αυτούς ήταν πάντα χαρά να λαμβάνουν απροσδόκητες επισκέψεις από τη Γερμανία.

Αυτό συνέβη στις 13 Ιουλίου. Εκείνη τη μέρα φτάσαμε ως το St. Avold, όπου διανυκτερεύσαμε σε ένα χωράφι με σπαρτά και το πρωί ξυπνήσαμε από ποδοβολητά αλόγων και τρομπέτες μιας μονάδας του ιππικού, η οποία βρισκόταν καθ’οδόν για μια παρέλεση προς τιμήν της εθνικής τους εορτής (14 Ιούλη 1789, πτώση της Βαστίλλης, σ.τ.Μ).

Εκείνη τη μέρα περάσαμε από το Metz, τον Verdun και τη Reims ως τη Soissons, και στις 15 φτάσαμε στον προορισμό μας, το Παρίσι. Το πρώτο σημείο αναφοράς μας ήταν η παραθεριστική παρισινή διεύθυνση του τέως δασκάλου γλώσσας μας, του Alfons Rosenberg. Όταν φτάσαμε εκεί, προς μεγάλη μας ανακούφιση είδαμε τον Werner Steinbrink, τον οποίο για μέρες δεν είχαμε δει ή ακούσει, άνετο στο τραπέζι. Είμασταν πάλι πλήρεις και είχαμε βρει τον “αρχηγό” μας. Ο Werner είχε σύνδεση με τους ευρισκόμενους στο Παρίσι συντρόφους της ηγεσίας του KJVD.

Φιλοξενηθήκαμε σε έναν Γερμανό πολιτικό εξόριστο, τον Werner Less, ο οποίος είχε εγκαταλείψει πρόσφατα τη Γερμανία και μείναμε ως τις 26 Ιουλίου στο Παρίσι. Οι μέρες ήταν γεμάτες με συναντήσεις με νέους Γάλλους συντρόφους και με την εξερεύνηση, όσο καλά γινόταν, της υπέροχης γαλλικής πρωτεύουσας. Σε αυτήν ήταν ξεναγός μας ο Alfons Rosenberg, ο οποίος αγαπούσε και ήξερε το Παρίσι, τέτοιος που δε θα μπορούσαμε να έχουμε βρει καλύτερο.

Από την πληθώρα των εμπειριών άλλη μία μόνο αξίζει να αναφερθεί. Είμασταν ήδη 2-3 μέρες στο Παρίσι όταν ο Fritz Rabinowitsch, επικεφαλής της τριάδας της νεολαίας του KPO, πρότεινε να επισκεφτούμε τους Heinrich Brandler και August Thalheimer. Παρά τις ενστάσεις, που είχαμε εμείς οι τρεις νεολαίοι του KJVD έναντι της KPO, την οποία συνήθως αποκαλούσαμε “ΚΚ μηδέν”, συμφωνήσαμε καθώς, εντυπωσιασμένοι κι έχοντας αντλήσει διδάγματα από το ενιαίο μέτωπο του ΚΚ και του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στο Saar, σκεφτήκαμε ότι στον αγώνα κατά του φασισμού οι διαφορές μεταξύ των αντιφασιστών έπρεπε να περάσουν σε δεύτερο πλάνο. Έτσι και οι έξι πήγαμε στους δυο ηγέτες του KPO, ανεβαίνοντας πολλές σκάλες στην πολυκατοικία μέχρι να φτάσουμε στο διαμέρισμα της σοφίτας όπου έμεναν. Οι δυο ήταν εξαιρετικά χαρούμενοι για την επίσκεψη των τριών νέων συντρόφων και για το γεγονός πως είχαν επιτύχει να παρακινήσουν κι εμάς να τους επισκεφτούμε. Αμφότεροι είχαν πολλές απορίες για την εκτίμηση της πολιτικής και οικονομικής κατάστασης στη Γερμανία. Η απάντηση ήταν θέμα των τριών συντρόφων του KPO, οι υπόλοιποι μείναμε προσεχτικοί ακροατές.

Στις 26 Ιουλίου επιστρέψαμε, όπως συνηθιζόταν σε τέτοιου είδους ταξίδια, όχι πια όλοι μαζί. Τις πρώτες μέρες του Αυγούστου ήμασταν πάλι στο Βερολίνο. Οι τρεις σύντροφοι του KPO χάθηκαν από τα μάτια μου. Από τον Werner Steinbrink έμαθα -ήταν ίσως το 1935 ή ’36- ότι ο Fritz Rabinowitsch, επιχειρώντας να περάσει τα σύνορα προς την Τσεχοσλοβακία συνελήφθη και δολοφονήθηκε. Έναν άλλον σύντροφο -θυμάμαι μόνο το μικρό του όνομα, Georg-ξανασυνάντησα μόλις στη ΓΛΔ, ήταν σύντροφος στο SED (κυβερνών κόμμα στη χώρα, σ.τ.Μ) και δούλευε στη Λαϊκή Αστυνομία Βερολίνου, στο τμήμα δίωξης του κοινού ποινικού εγκλήματος. Στο μεταξύ έχει αποβιώσει.

Στις 13 Γενάρη 1935 έγινε το δημοψήφισμα στο Saar. To αποτέλεσμα ήταν μια απροσδόκητη απογοήτευση για μας: Από 528.005 ψηφοφόρους οι 477.119 ψήφισαν υπέρ της προσάρτησης! Με βάση τις διαθέσεις που είχαμε βιώσει το καλοκαίρι του 1934, μετά τη λεγόμενη “υπόθεση Ρεμ” και την ένωση των δύο εργατικών κομμάτων σε κοινή δράση, θεωρούσαμε μια πλειοψηφία υπέρ της διατήρησης του status quo όχι μόνο εφικτή, αλλά σχεδόν σίγουρη. Αλλά κατά το δεύτερο μισό του έτους οι ναζί είχαν, με μεγάλη επιτυχία προφανώς, επικαλεστεί τα “εθνικά συναισθήματα” και ταυτόχρονα είχαν πάρει, μέσω μιας τρομοκρατικής εκστρατείας εκφοβισμού, από πολλούς το θάρρος να καταψηφίσουν την προσάρτηση. Σε αυτό ήρθε να προστεθεί πως η αντιδραστική και φιλική προς τους ναζί γαλλική κυβέρνηση ξεκαθάρισε πως δε θα είχε τίποτε ενάντια στην προσάρτηση της περιοχής του Saar στη Γερμανία. Ο υπουργός εξωτερικών Laval είχε δηλώσει δημόσια πως η Γαλλία δεν ενδιαφερόταν για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Έτσι έδωσε το βασικό μοτίβο της πολιτικής, η οποία από το 1935 μέχρι τη Συμφωνία του Μονάχου το 1938 και την ανοχή στη γερμανική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1939 αποτέλεσε τη βάση της εξωτερικής πολιτικής των δυτικών δυνάμεων απέναντι στη Γερμανία: Ανοχή και ενθάρρυνση της ενδυνάμωσης και του επανεξοπλισμού της Γερμανίας ως σημείο κρούσης και πολιορκητικό κριό για τον πόλεμο εξόντωσης κατά της Σοβιετικής Ένωσης.

Στις 16 Μαρτίου 1935 ο Χίτλερ εισήγαγε την καθολική υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, στις 18 Ιούνη η αγγλική κυβέρνηση έδωσε το πράσινο φως για τον επανεξοπλισμό στη θάλασσα, μέσω ναυτικού συμφώνου, το οποίο επέτρεπε στη Γερμανία να φτιάξει στόλο στο 35% του μεγέθους του αντίστοιχου βρετανικού, στα υποβρύχια μάλιστα στο 45%. Στις 26 Ιούνη ψηφίστηκε ο “Νόμος για την εργασία υπέρ του Ράιχ” (Reichsdienstgesetz), σύμφωνα με τον οποίο όλοι οι άρρενες από 18 ως 25 ετών υποχρεούνταν έναντι χαρτζηλικιού να παρέχουν έξι μήνες καταναγκαστική εργασία, κυρίως στην πολεμική βιομηχανία και ανατολικά του ποταμού Έλβα σε χωράφια μεγαλογαιοκτημόνων, και ταυτόχρονα μέσω προστρατιωτικής “ανατροφής” να τους ντρεσάρουν ως μελλοντική τροφή για κανόνια.

Φυσικά όλα αυτά αποτελούσαν αντικείμενο συζήτησης στην ομάδα της KJVD. Αν ήδη οι δηλώσεις πίστης του Δημητρώφ στην ΕΣΣΔ μπροστά στο φασιστικό δικαστήριο και η απελευθέρωση αυτού και των συντρόφων και συγκατηγορουμένων του Ποπώφ και Τάνεφ από τα νύχια των Γερμανών φασιστών μέσω της απόδοσης σοβιετικής υπηκοότητας, είχαν επιβεβαιώσει πλήρως την εμπιστοσύνη μας στην ΕΣΣΔ, πόσο μάλλον το γεγονός πως αυτή η χώρα ήταν η μοναδική δύναμη σε όλο τον κόσμο, που με συνέπεια αντιμετώπιζε τη φασιστική Γερμανία και κόπιαζε για ένα συλλογικό μέτωπο αποτροπής ενάντια στη γερμανοφασιστική επιθετικότητα. Σε αυτή την πορεία η ΕΣΣΔ προέβη σε βήματα, τα οποία δεν ανταποκρίνονταν στις ως τότε υποθέσεις μας για τις σχέσεις ενός σοσιαλιστικού κράτους με ιμπεριαλιστικές χώρες. Για παράδειγμα η προσχώρηση της στην Κοινωνία των Εθνών στις 18 Σεπτέμβρη 1934, πολλώ δε μάλλον η υπογραφή συμφωνίας με μια ιμπεριαλιστική χώρα, όπως εκείνη μεταξύ Γαλλίας και ΕΣΣΔ στις 2 Μάη 1935 και μετέπειτα στις 16 Μάη με την Τσεχοσλοβακία. Γιατί ως τότε η ΚτΕ ήταν για μας ένας κυριαρχούμενος από τους ιμπεριαλιστές και στρεφόμενος κυρίως εναντίον της ΕΣΣΔ θεσμός, και ως τότε θεωρούσαμε ανεπίτρεπτη μια κανονική συμμαχία της ΕΣΣΔ με ένα ιμπεριαλιστικό κράτος, όπως η Γαλλία.

Η εξέλιξη της ιστορίας με τις αντιφάσεις της ωστόσο μας δίδαξε να μετατρέπουμε τη διαλεκτική σκέψη από θεωρία σε πράξη. Με την ανάδυση της φασιστικής Γερμανίας είχε δημιουργηθεί μια νέα παγκόσμια κατάσταση: από τη μια αυτό το κράτος ήταν η αιχμή του δόρατος του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού κατά της ΕΣΣΔ. Από την άλλη όμως ήταν ένα κράτος το οποίο απειλούσε όχι μόνο την ΕΣΣΔ, όχι μόνο τους άμεσους γείτονές του, αλλά όλα τα έθνη και κράτη και αποτελούσε την πιο επικίνδυνη εστία ενός παγκόσμιου πολεμικού ολοκαυτώματος. Και κατά τρίτον η ΕΣΣΔ είχε εξελιχθεί σε μια δύναμη, χωρίς τη συμβολή της οποίας μια επιτυχής τιθάσευση της φασιστικής επιθετικότητας, κι αν αυτή δεν επιτύγχανε, μια στρατιωτική νίκη, θα ήταν σχεδόν αδιανόητες. Από όλα αυτά προέκυπτε πως η τιθάσευση του γερμανοφασιστικού ιμπεριαλισμού ή μια νίκη εναντίον του, ήταν προς το συμφέρον όλων των λαών και ταυτόχρονα μια νίκη κατά της κύριας δύναμης του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού και θα ήταν μια ενδυνάμωση όλων των αντιιμπεριαλιστικών και σοσιαλιστικών δυνάμεων.

Για το λόγο αυτό ήταν χρέος της ΕΣΣΔ μέσα σε αυτή την νέα παγκόσμια κατάσταση να επιχειρήσει την είσοδο της στη ΚτΕ, να τον μετατρέψει από όργανο της διοργάνωσης μιας κοινής ιμπεριαλιστικής σταυροφορίας κατά της ΕΣΣΔ σε όργανο συλλογικής ασφάλειας και επιπλέον μέσω της σύναψης συμφώνων να επιτύχει μια αποτρεπτική για τον επιτιθέμενο συμμαχία. Με λίγα λόγια, ήδη τώρα, πριν από αυτά, απέδειξε η πολιτική της πως άξιζε την εμπιστοσύνη μας. Αυτή ενισχύθηκε με τις αποφάσεις του 7oυ συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (25 Ιουλίου-20 Αυγούστου 1935) και της “Συνεδρίασης των Βρυξελλών” του ΚΚΓ (3-15 Οκτώβρη 1935), των οποίων τα υλικά εμείς -φυσικά αρκετά αργότερα- παραλάβαμε στη μορφή παράνομων κρυπτογραφημένων κειμένων.

Το έτος 1935 έφερε και περαιτέρω βαθιές τομές στην προσωπική μου ζωή. Οι περισσότεροι συμμαθητές μου άφηναν το σχολείο με το “Μονοετές απολυτήριο”, για να μπουν στον επαγγελματικό στίβο, έτσι κι ο φίλος μου ο Werner Steinbrink. Στις 15 Σεπτέμβρη ψηφίστηκαν οι Νόμοι της Νυρεμβέργης. Αυτό σήμαινε πως όλοι οι Εβραίοι μαθητές και μαθήτριες έπρεπε να εγκαταλείψουν τα σχολεία και να εγγραφούν στα ήδη υπάρχοντα ή επί τούτου νεοϊδρυθέντα σχολεία για Εβραιόπουλα παιδικής κι εφηβικής ηλικίας. Αυτό έπληξε και το φίλο μου το Lussi. Πήγαινε σε ένα ιδρυμένο από την εβραϊκή κοινότητα σχολείο, που ετοίμαζε τους μαθητές για μετανάστευση στην Παλαιστίνη, και κατά το έτος 1936 εγκατέλειψε τη Γερμανία στα πλαίσια της “Alija των παιδιών” (Οργάνωση που ιδρύθηκε ακριβώς τη μέρα ανάληψης της εξουσίας από το Χίτλερ με πρωτοβουλία της Recha Freier, συζύγου Βερολινέζου ραββίνου, για τη διάσωση Εβραιόπουλων της Γερμανίας με προορισμό κυρίως την Παλαιστίνη. Σύμφωνα με εκτιμήσεις περίπου 21.000 παιδιά διέφυγαν από τη χώρα χάρη στην εν λόγω οργάνωση, σ.τ.Μ). Από τη μητέρα του έμαθα αργότερα πως το 1938 σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια αψιμαχίας με Άραβες. Έτσι ο Lussi έγινε το πρώτο θύμα του φασισμού από την τάξη μας στην τέως σχολή Καρλ Μαρξ. Την τύχη του θα ακολουθούσαν πολλοί ακόμη: εκείνοι που έπεσαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, κυρίως όμως ο Werner Steinbrink, ο οποίος μαζί με τον Herbert Baum και άλλα μέλη της ομάδας του τελευταίο εκτελέστηκαν στις 18 Αυγούστου 1942 στο Plötzensee, λόγω του ότι στις 18 Μάη είχαν βάλει φωτιά στην εγκαινιασμένη σε πάρκο αναψυχής του Βερολίνου έκθεση μίσους “Ο σοβιετικός παράδεισος”.

Επιμέλεια – Μετάφραση: Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: