Ο Μάρκος για τους κομμουνιστές

Όμως, για να σε προδώσει κάποιος πρέπει πρώτα να σε γεμίσει προσδοκίες, να σου τάξει… Μπορεί να κρίνει κανείς τον Μάρκο Βαμβακάρη για τη ζωή του, όπως την έζησε, για τις καταχρήσεις που τη σημάδεψαν, δε μπορεί όμως να τον κατηγορήσει για προδοσία.

Δεν είναι σπάνιο όταν γνωρίζεις έναν καλλιτέχνη πέρα από το έργο του, όταν δηλαδή έρχεσαι σ’ επαφή με τον ίδιο ή με πτυχές της ζωής του, ν’ απογοητεύεσαι και να προτιμούσες, εκ των υστέρων κι αργά βέβαια, αυτό να μη συνέβαινε.

Τα παραπάνω βρίσκουν πιο πρόσφορο έδαφος στο λεγόμενο προοδευτικό χώρο, εκεί που η «αριστεροσύνη» μετριέται με διαστάσεις και βάρος αντίστοιχων της απογοήτευσης και πολύ συχνά της αηδίας από το μέγεθος της «προδοσίας» που επέρχεται, έτσι που και ο ήχος της πτώσης απ’ τα σύννεφα να γίνεται πιο εκκωφαντικός…

Όμως, για να σε προδώσει κάποιος πρέπει πρώτα να σε γεμίσει προσδοκίες, να σου τάξει… Μπορεί να κρίνει κανείς τον Μάρκο Βαμβακάρη για τη ζωή του, όπως την έζησε, για τις καταχρήσεις που τη σημάδεψαν, δε μπορεί όμως να τον κατηγορήσει για προδοσία.

Ο Μάρκος για τους κομμουνιστές

«Οι αντάρτες θέλανε να παίζω δικά μου κομμάτια και να μην είναι χασικλήδικα για να μη μαθαίνει ο λαός τέτοια πράματα. Ήταν από τότε σοβαροί αυτοί. Θέλαν να παίζω άλλα, σοβαρά τραγούδια αυτοί…»

Διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του (Αγγελικής Βέλλιου – Κάϊλ «Μάρκος Βαμβακάρης – Αυτοβιογραφία», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978) έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με μια Ελλάδα που περιέγραψαν πρώτοι οι  στίχοι των ρεμπέτικων τραγουδιών, – του Μάρκου και άλλων. Μια μικροκοινωνία που κινούνταν ασθμαίνοντας στο περιθώριο, ακροβατώντας μεταξύ βιοπάλης και παραβατικότητας – εγκληματικότητας, προσπαθώντας ν’ ακουστεί κι η δική της φωνή. Έναν μικρόκοσμο που κοιλοπόνεσε και γέννησε το ρεμπέτικο και μερικές σπουδαίες μορφές της νεώτερης ελληνικής μουσικής, με κορυφαία αναμεσά τους τη μορφή του Μάρκου Βαμβακάρη.

Η αυτοβιογραφία του Μάρκου έρχεται να πλαισιώσει, να αναλύσει και να επεξηγήσει, σ’ όποιον το έχει ανάγκη, τα τραγούδια του. Βιωματικός και αυτοβιογραφικός δημιουργός ο ίδιος πλέκει μουσικές και στίχους και τραγουδάει τη ζωή του, με τα πάνω και τα κάτω της, από τη γέννησή του, τη σκληρή βιοπάλη του μεροκάματου, τη μαστούρα, τις γυναίκες, τη δόξα, την παρακμή και την εγκατάλειψη μετά το χτύπημα της αρρώστιας.

Η Κατοχή βρίσκει τον Μάρκο Βαμβακάρη να παίζει μπουζούκι και να τραγουδάει στην Αθήνα και αλλού, βγάζοντας τα προς το ζην για την οικογένεια και τους κοντινούς συγγενείς του, αλλά και βοηθώντας ανθρώπους που υπέφεραν απ’ την πείνα. Το 1942 θα παντρευτεί τη Βαγγελιώ, τη γυναίκα που θα γεννήσει τα τρία παιδιά του.

Στο μεταξύ με πρωτεργάτες τους κομμουνιστές φουντώνει η Αντίσταση, θεριεύει το ένοπλο αντάρτικο στις πόλεις και τα χωριά ενάντια στους χιτλερικούς καταχτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους.  Ο Μάρκος όπως και πολλοί άλλοι «κοιτάζει τη δουλειά του» και «δεν ανακατεύεται», όμως τα γεγονότα δεν θα τον αφήσουν ουδέτερο, απεναντίας θα τον στριμώξουν για τα καλά. Το φθινόπωρο του 1944 δουλεύει στην Άμφισσα, όταν Γερμανοί και ταγματασφαλίτες μπουκάρουν στο μαγαζί ψάχνοντας για αντάρτες.

 «Έκλεισαν τις πόρτες του μαγαζιού και δεν ημπορούσαν να βγούνε ούτε να μπουν μέσα, ούτε όξω. Ένας σκοπός έκατσε εκεί και εφυλούσε και οι άλλοι έψαχναν μέσ’ στο μαγαζί και όποιον τον έβλεπαν ότι ήταν ύποπτος τον έπαιρναν και τον επήγαιναν στην οδό Μέρλιν, στο Κολωνάκι. Εκεί ήταν η Κομαντατούρα και εκεί τους εκαθάριζαν. Όταν ψάξανε, κάνανε τι κάνανε, βρήκανε ποιόν να πάρουνε, έρχεται ο αξιωματικός μαζί μ’ αυτόνε το Μάρκο [Σημ. Συντ.: συνεργάτης των Γερμανών], και μου λέει. Αύριο θα ’ρθεις κατά τις εννιά το πρωί στην οδό Μέρλιν. Εγώ του λέω. Τί να με κάνεις; Τί με θέλεις εμένα; Τί δουλειά έχω γω εκεί; Και ξέρεις ήταν επίφοβα τότες, γιατί ήτανε και ο κουμμουνισμός. Ετρέχανε οι αθρώποι να πούμε εναντίον των Γερμανών. Και μην τα ρωτάς τι στεναχώρια που είχα. Να με θέλουνε τώρα εμένα να πάω αύριο στην οδό Μέρλιν 6, που εκεί ήτανε σφαγείο. Από κει επαίρνανε τον κόσμο και πηγαίνανε τον εσφάζανε. Τον παίρναν σε διάφορα άγρια μέρη και τους σκοτώνανε. Όταν επήγαινες, δύσκολα έβγαινες από κει. Ήσουν δικασμένος να πεθάνεις».

Ο Μάρκος επιστρέφει στο σπίτι του μα η ανησυχία δεν τον αφήνει να κοιμηθεί. Βλέπει ότι η  ουδετερότητα  δεν βγαίνει πάντα σε καλό και το να «κοιτάς τη δουλειά σου» δεν σου εξασφαλίζει με σιγουριά την ησυχία σου. Κλονισμένος και φοβισμένος, όλη τη νύχτα μένει άυπνος, το συζητάει με τη γυναίκα του και το πρωί φεύγει γεμάτος αγωνία για το κολαστήριο της οδού Μέρλιν.

«Στο δρόμο επορπάταγα σάμπως να επήγαινα στην καρμανιόλα για να με καρατομήσουν. Τι να κάνω; Έκανα καρδιά. Έκανα πέτρα την καρδιά μου και έφθασα στην οδό Μέρλιν 6. Εκεί πέρα το λοιπόν, μόλις εμπήκα, ήτανε γύρω γύρω σκοποί. Άλλα τότες και μες στους σκοπούς υπήρχανε κι αθρώποι που ήτανε κομμουνιστές. Ακόμη μπορεί και να φυλάγανε και να ’τανε σκοποί των Γερμανών και να ήτανε καρφιά των άλλων, των κομμουνιστών. Και μόλις με είδανε στο πρόσωπο, με φωνάξανε Μάρκο, Μάρκο, τί θες εδώ πέρα σ’ αυτό το μέρος; Τί θέλεις; Τί να τούς πω τώρα εγώ; Καμιά φορά άνοιξε ο Γερμανός, μ’ έβαλε μέσα για πρώτη φορά που άνοιξε.

Καθώς μπήκα έτρεμα σαν το ψάρι. Ήταν δυο πορτάκια, μα πολύ μυστηριώδεις, με σίδερα, με λουκέτα, και άνοιξαν και εμπήκα μέσα. Στο ένα χέρι ήταν ένα υπόγειο πολύ μεγάλο και είχε δωμάτια μικρά, κλειδωμένα, πλημμυρισμένα από κόσμο. Καθώς επήγαινα για να ανεβώ τις σκάλες μου εφώναζαν Μάρκο, εσύ εδώ τί θέλεις; Έλα πιο κοντά. Άλλα δεν ημπορούσα, είχα φοβηθεί τόσο που ενόμιζα ότι ήταν σφαγή. Είδα κάτι αίματα στα ντουβάρια από τα δάκτυλα ανθρώπων, αίμα ανθρωπινού, και μου φώναζαν μερικοί ότι γύρισε, έλα από εδώ να σού πούμε, για να πας στα σπίτια μας, να πεις ότι αύριο θα μάς τουφεκίσουν. Να μού φιλήσεις τα παιδιά μου, τη γυναίκα μου, τα αδελφάκια μου. Εγώ ο φουκαράς τούς ελυπόμουνα που άκουα αυτά τα πράματα και που ήξερα ότι κάθε μέρα ετουφέκιζαν δεκαπέντε και είκοσι».

Περνώντας μια πόρτα θα συναντήσει τον συνονόματό του συνεργάτη των Γερμανών, που εκτελεί και χρέη διερμηνέα. Μαζί με έναν Γερμανό αξιωματικό υποδέχονται το Μάρκο που τον πνίγει η αγωνία. Όχι όμως για πολύ…

«Καφέ είχα να πιώ δυο τρία χρόνια. Που να πιείς. Δεν υπήρχε. Οι Γερμανοί είχαν καλό καφέ. Μου κάνει έναν καφέ. Ήπια τον καφέ. Λοιπόν, μου λέει ο διερμηνεύς, άκου να δεις Μάρκο γιατί σ’ έχουν φέρει. Εδώ που ήρθες, θα μας βοηθήσεις.

— Τί; Τί βοήθεια θα σας κάνω εγώ, ένας που παίζω μπουζούκι; Πάρα πάνω από να παίζω μπουζούκι, τί να κάνω; Θέλετε να ’ρθω να πάμε καμιά εορτή, να με πάρετε μαζί σας να διασκεδάσετε; Εντάξει. Μπορώ.

— Όχι αυτό, μού λέει.

—Ε, τι θέλετε;

—Εσύ, μου λέει, έρχεται πολύς κόσμος τα βράδια κει που παίζεις, και χορεύουνε και μεθάνε, και μπορείς να τούς γνωρίσεις.

—Ποιανούς;

—Αυτουνούς που κατεβαίνουν απ’ τα βουνά. Διάφοροι κομμουνιστές, ξέρω γω τι. Πρέπει να τούς ξέρεις.

—Που να τούς ξέρω γω, παιδί μου; Μπορεί να τούς ξέρω; Και κείνο το βράδυ που ήρθανε εκεί πέρα στην Άμφισσα και κάτσανε και ψάξανε, μην τα ρωτάς τι ξύλο δώσανε μιανού και τον πήρανε. Κι ήταν δυνατός ο άνθρωπος. Χάθηκε απ’ τα μάτια. Εκείνο το βράδυ που μου ’πανε, την άλλη μέρα να ’ρθεις, τον πήρανε, τον μισερώσανε απ’ το ξύλο. Γκεσταπό.

—Αυτό θα μάς κάνεις. Θα μάς τα λες όλα…»

Ο Γερμανός μέσω του ντόπιου υποταχτικού του υπόσχεται στο Μάρκο άφθονα τρόφιμα και λεφτά. Φτάνει να γίνει καταδότης… Ο Μάρκος ξέρει ότι δεν πρόκειται να βγει ζωντανός από κει μέσα αν, έστω για τα μάτια, και για να κερδίσει χρόνο, δεν δεχτεί την πρόταση του Γερμανού.

«Τί να πω; Ό,τι μου λέγανε, ναι έλεγα με το κεφάλι, δεν μπόραγα να πω διαφορετικά. Ναι, ναι, ναι, ναι. Μέχρι να τελειώσω, να καθαρίσω, να φύγω.

Κατόπιν είχα μελετήσει να δώσω των εματιώ μου, διότι μπορούσα να κάνω εγώ αυτά τα πράματα; Αφού εμένα με αγαπούσαν όλοι οι Έλληνες ανεξαρτήτως κόμματος. Ερχόντουσαν και μού έδιναν λεφτά και καμιά φορά και πράματα για το σπίτι μου. Αφού μια φορά μου εχάρισαν ένα αυτοκίνητο τριών τόνων σταφύλια, και εγώ τα χάρισα στον κόσμο».

Τον αφήνουν και φεύγει κι ο Μάρκος επιστρέφει στο σπίτι του. Αυτά που άκουσε βαραίνουν την ψυχή και τη συνείδησή του. Δεν πρόκειται να προδώσει πατριώτες που πολεμάνε τον καταχτητή. Δεν το σηκώνει η συνείδηση και η μπέσα του. Έχει ήδη αποφασίσει να εξαφανιστεί από την Αθήνα, δεν έχει άλλη επιλογή, μα οι εξελίξεις, απροσδόκητες για τον ίδιο, για μια ακόμα φορά τον προλαβαίνουν.

«Ευτυχώς που ’ταν οι μέρες της καταρρεύσεως των Γερμανών. Κι όταν έφυγα γω και κατέβηκα κάτω στο σπίτι της γυναίκας μου, εδώ πέρα στον Πειραιά, δεν επέρασε και δύο μέρες τρεις, και παίρναν δρόμο και φεύγανε. Τρέχανε να φύγουνε, να σωθούνε. Κι έτσι εγλύτωσα απ’ αυτό το νταραβέρι που με τάξανε να με κάνουν οι Γερμανοί. Την ήμερα που έφυγαν έγραψα ένα τετράστιχο.

Ημέρα Πέμπτη ήτανε
δώδεκα Οκτωβρίου
που σπάσανε την κεφαλή
του άγριου θερίου».

Ξαναγυρίζει για ένα διάστημα στην Άμφισσα, όπου συνεχίζει να παίζει στο κέντρο και να γράφει καινούργια τραγούδια. Επηρεασμένος σαφώς από την κατάσταση γράφει μεταξύ άλλων το περίφημο «Χαϊδάρι».

Το “Χαιδάρι” ζωντανά από τον ίδιο το Μάρκο με τη δική του πρωτότυπη μουσική:

«Ζεμπέκικο, νιαβέντι. Δεν το ’βγαλα σε δίσκο. Το ‘λεγα στα πάρκα μέσα:

Τρέξε μανούλα όσο μπορείς
τρέξε για να με σώσεις
κι απ’ το Χαϊδάρι μάνα μου
να μ’ απελευθερώσεις. (…)

Το Χαϊδάρι στρατώνας ήτανε. Κι εκεί μαζεύανε όλους τους ανθρώπους. Τους παίρναν από την οδό Μέρλιν και τους πηγαίναν αυτού και κει τους σκοτώναν. Αυτό τραγουδήθηκε πολύ».

Το “Χαιδάρι” του Μάρκου με τη μουσική του γιου του Στέλιου:

 

Μετά την απαράδεκτη συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, Χίτες, ταγματασφαλίτες κι άλλα εγκληματικά στοιχεία και αποβράσματα πρώην συνεργάτες των Γερμανών, εξαπολύουν ανελέητο ανθρωποκυνηγητό εναντίον των κομμουνιστών και των αγωνιστών που πολέμησαν το φασισμό και απελευθέρωσαν την Ελλάδα. Οι φυλακές και τα ξερονήσια γεμίζουν, ενώ πληθαίνουν τα εγκλήματα, οι βιασμοί, η τρομοκρατία και το πλιάτσικο περιουσιών από τη μεριά των «εθνικοφρόνων» κυνηγών κεφαλών. Μια νέα Αντίσταση οργανώνεται κι ένας νέος αγώνας φουντώνει, για μια κοινωνία ελεύθερη από καταχτητές και κάθε είδους σκλαβιά κι εξάρτηση…

«Στο Καρέ του Άσσου [Σημ. Συντ.: κέντρο διασκέδασης στον Άγιο Παύλο], κι εκεί πάλι ερχόντουσαν κομμουνιστές. Και κοιτάζανε να πιάσουνε πάλι άλλους, τους αντίθετους, τους χίτες. Και γινότανε πάλι κει το μάλε βράσε. Κάθε βράδυ τους κυνηγάγανε. Ερχόντουσαν λοιπόν εκεί οι κομμουνιστές, και μου λέγανε. A, αυτά τα τραγούδια που λες τα χασικλήδικα, να τα σταματήσεις. Εδώ ήτανε χάος, χάος απ’ αυτόν τον κόσμο όλο, κι αυτοί θέλανε για να σταματήσω τα τραγούδια τα χασικλήδικα! Δεν τα θέλανε με κανένα τρόπο. Θα σε κάνομε εξορία, θα σέ διώξουμε. Δεν θέλουμε. Να μην τα λες τα τραγούδια αυτά. Τί να κάνω; Ζούλα από τον ένα, ζούλα από τον άλλο».

Ο Μάρκος, παρά το ότι πιέζεται για να μην παίζει τα «χασικλήδικα», δεν εκφράζεται με αρνητικά λόγια για τους κομμουνιστές, κάτι που θα μπορούσε να κάνει χωρίς κόστος πια, αφού όταν καταγράφεται η αυτοβιογραφία του (1968-69) έχουν περάσει από τα γεγονότα που διηγείται περισσότερα από είκοσι χρόνια. Απεναντίας, θα εκφραστεί θετικά γι’ αυτούς, αποκαλώντας τους ίδιους «σοβαρούς» και «σοβαρά» τα τραγούδια που του προτείνουν να παίζει. Αυτό, εκτός των άλλων, καταρρίπτει και τον πιθανό ισχυρισμό ότι ο λόγος που το κάνει είναι η επιλεγμένη ουδετερότητα κι η επιδίωξή του να τα έχει με όλους καλά. Άλλωστε, όπως φαίνεται και στη συνέχεια, ο Μάρκος αναγνωρίζει την ανωτερότητα των κομμουνιστών και,  χωρίς ίσως να το συνειδητοποιεί, τους παραδέχεται αν και δε συμφωνεί μαζί τους.

«Ερχόντουσαν οι χίτες. Για πες τα, Μάρκο, μη σε νοιάζει τίποτες. Εμείς θα σε φυλάμε. Αλλά ήτανε και κείνο μεγάλο πράμα, οι χίτες μαζί μ’ αυτουνούς τους κουμουνιστές. Σοβαρό. Οι αντάρτες θέλανε να παίζω δικά μου κομμάτια και να μην είναι χασικλήδικα για να μη μαθαίνει ο λαός τέτοια πράματα. Ήταν από τότε σοβαροί αυτοί. Θέλαν να παίζω άλλα, σοβαρά τραγούδια αυτοί. Όχι δικά τους αντάρτικα δηλαδή, γιατί που να τα ξέρω γω τα δικά τους. Ενώ οι χίτες λέγανε. Παίξε ό,τι γουστάρεις και δεν μπορεί να σ’ εμποδίσει κανένας».

Ενώ μαίνεται ο εμφύλιος…

«Κυνηγόντουσαν, σκοτωνόντουσαν αυτοί μεταξύ τους. Κάνανε μάχες μες στις οδούς κι απ’ όξω απ’ το μαγαζί, και χίλια δυο. Παλεύανε αγρίως. Και γω έπρεπε να τα ’χω καλά με όλους δηλαδή. Βέβαια εγώ δεν εκδηλωνόμουνα με ποιανούς ήμουν. Ούτε ήμουν, ούτε μ’ ενδιέφερε για κανένανε απ’ αυτουνούς. Ούτε για τους αντάρτες, ούτε για τους χίτες. Ήμουν γνήσιος Έλλην, αγαπούσα την πατρίδα μου και περίμενα πότε θα έλθει η ώρα να ξελευθερωθεί απ’ αυτό το άγχος η πατρίδα μας, κι από τους μεν κι από τους δε. Και κοίταζα τη δουλειά μου.

Είπαμε ότι είχανε φύγει οι Γερμανοί, ε, κι ήτανε στα πρόθυρα του κομμουνισμού να πέσει η Ελλάδα. Στα δίχτυα αυτονώνε. Κι οι άλλοι, οι χίτες, βοηθάγανε να μη γίνει αυτό το πράμα δηλαδή. Και μέσα σ’ αυτό το νταραβέρι ήμουνα και γω, και μ’ αγαπάγανε και οι μεν και οι δε. Άλλα εγώ δεν έδειχνα καμιά προτίμηση ούτε από το ένα το μέρος, ούτε από το άλλο. Γιατί μπόραγε και να με σκοτώσουνε κιόλας. Πόσες φορές εκτυπήσανε ανθρώπους και μέσα στο μαγαζί και έμπαινα μες στη μέση. Βρει παιδιά δεν κάνει. Αμαρτία. Όλοι αδέλφια είμαστε. Και μου λέγανε και οι μεν και οι δε. Κάτσε στην δουλειά σου Μάρκο. Να μην ανακατώνεσαι σε τέτοια πράματα εσύ. Και καθόμουνα γιατί δεν μπόραγα να κάνω και διαφορετικά. Εγώ έπρεπε να τους υπακούσω. Ήτανε τέτοια η φορά. Μέχρι που καθάρισε για καλά το άγχος κι έφυγαν και οι μεν και οι δε και πήρανε δρόμο. Έπεσε ο στρατός ο δικός μας και τα καθάρισε αυτά τα πράματα».

Ο Μάρκος Βαμβακάρης δεν είχε άμεση σχέση με την πολιτική. Αυτό, όμως, δεν τον εμπόδιζε να έχει προτίμηση σε συγκεκριμένη παράταξη. Αναφερόμενος σε προηγούμενες σελίδες του βιβλίου στους πρόσφυγες που φτάνουν στην Ελλάδα από τη Σμύρνη, το 1922, θα μιλήσει για τη σχέση του με την πολιτική και θα ξεκαθαρίσει τη θέση του: «Εγώ, νέο παιδί, δεν παρακολουθούσα την πολιτική και τα κόμματα. Πάντως θυμάμαι τις φασαρίες των βενιζελικών με τους βασιλικούς. Τα διάβαζα όλα. Ήμουνα δε βασιλικός. Μου άρεζε η βασιλεία. Ο Βενιζέλος, κακό χρόνο να ‘χει, αυτός ήτανε η αιτία που καταστράφηκε όλη η Ελλάδα, και φέραμε και τον πληθυσμό από τη Μικρά Ασία. Αυτός. Δεν υπήρξε ποτέ πατριώτης». Έτσι η αποστροφή «Ήμουν γνήσιος Έλλην» φαίνεται να έχει σχέση με τη συγκεκριμένη τοποθέτησή του, όπως την εννούσε ο ίδιος, και όχι με το νόημα που δίνεται στη φράση σήμερα από τους απόγονους των χιτών και των ταγματασφαλιτών, ακροδεξιούς, «εθνικιστές», «σοβαρούς» ή μη, φασίστες ελληναράδες…

Χαρακτηριστική είναι η ανακούφιση που εκφράζεται από το Μάρκο στις δυο τελευταίες φράσεις του παραπάνω αποσπάσματος, που αποτέλεσε ανακούφιση και για τη μερίδα εκείνη του λαού μας, που τότε «κοίταζε τη δουλειά του», μακριά από τις «φασαρίες» που διατάρασσαν την επιβαλλόμενη από την καθεκυστία τάξη «κανονικότητα»…

Διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του Μάρκου, είναι σα να έχεις απέναντί σου τον ίδιο και να τον ακούς να σου μιλάει. Εκκινώντας κι επιστρέφοντας διαρκώς στα δυο μεγάλα πάθη που σημάδεψαν τη ζωή και την τέχνη του, το χασίσι και τις γυναίκες, ο Μάρκος ανοίγει την καρδιά του και βγάζει στο φως την αλήθεια του. Είτε αναφέρεται σε καθημερινά περιστατικά, είτε σε γεγονότα που καθόρισαν την εποχή και χάραξαν τον ίδιο και τη γενιά του, νοιώθεις τη μπέσα του, η αλήθεια του σε αγγίζει. Ο Μάρκος δε φκιασιδώνει τα λόγια του. Δε στολίζει την εικόνα του, δεν προσπαθεί να προσθέσει μπαλώματα, όπως πολλοί άλλοι, στην υστεροφημία του. Δεν παριστάνει κάποιον που δεν είναι και που ενδεχομένως κάποιοι θα ήθελαν να είναι… Ακόμα κι εκεί που δε συμφωνείς μαζί του και ασκείς κριτική στις πράξεις του, αναγνωρίζεις τις προθέσεις του, ιχνηλατείς τα κίνητρά τους.

Ο Μάρκος αγαπήθηκε και τραγουδήθηκε πρώτα απ’ τους φτωχούς λαϊκούς ανθρώπους, γιατί περπάτησε το δρόμο του τίμια και με τα τραγούδια του μίλησε στην καρδιά τους. Όπως έκανε και με την αυτοβιογραφία του…

 

ΥΓ.: Ένας λόγος που αγαπώ την Αθήνα είναι τα υπαίθρια αυτοσχέδια παλαιο-βιβλιοπωλεία της. Δυο τρεις πάγκοι και μερικά πρόχειρα ράφια στημένα στο πεζοδρόμιο γύρω από ένα περίπτερο κρύβουν διαρκώς μικρούς θησαυρούς, προσιτούς στον καθένα. Με τιμή μόλις δυο ευρώ, η 333 σελίδων αυτοβιογραφία του Μάρκου, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι μπορεί να βρει κανείς, χωρίς πολύ ψάξιμο, φτάνει ν’ αγαπάει – όχι απαραίτητα την πόλη – το καλό βιβλίο και το διάβασμα.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: