Η μεταρρύθμιση Κοσίγκιν. Η κερκόπορτα του κέρδους ανοίγει οριστικά στη Σοβιετική οικονομία

Η μεταρρύθμιση του 1965 επέφερε σημαντικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των σοβιετικών επιχειρήσεων, οι οποίες είχαν αρνητικές συνέπειες στη σοβιετική οικονομία. Οι επιχειρήσεις απέκτησαν πρωτοκαθεδρία έναντι του κεντρικού σχεδίου όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών, με αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση της κεντρικής διεύθυνσης της οικονομίας, την ενίσχυση των ανισορροπιών, την αύξηση του πληθωρισμού και των ελλείψεων.

Στις 21 Φλεβάρη 1904 στην τότε Αγία Πετρούπολη γεννήθηκε από εργατική οικογένεια ο Αλεξέι Κοσίγκιν, επί 16 συναπτά έτη πρωθυπουργός της ΕΣΣΔ, που πέρασε στην ιστορία κυρίως για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που φέρουν το όνομά του. Η μεταρρύθμιση ερχόταν ως πρακτικό επιστέγασμα μιας μακροχρόνιας διαπάλης για την κατεύθυνση της σοσιαλιστικής οικονομίας, που εδραζόταν στα υπαρκτά προβλήματα της πρωτόγνωρης ιστορικά εμπειρίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Με τη μεταρρύθμιση Κοσίγκιν το κριτήριο του κέρδους των επιμέρους κρατικών επιχειρήσεων αναδεικνύεται σε ρυθμιστικό κριτήριο της σοβιετικής οικονομίας, σηματοδοτώντας την αργή μα σταθερή πορεία αποσάθρωσης του κεντρικού σχεδιασμού, στο όνομα της ιδιοσυντήρησης των επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα, οι μεταρρυθμίσεις είχαν και άμεσα ορατές επιπτώσεις στην καθημερινότητα των πολιτών της χώρας, με την άνοδο των πληθωριστικών πιέσεων, την ενίσχυση της ανισομετρίας μεταξύ των διάφορων κλάδων της οικονομίας, καθώς και την αύξηση των ελλείψεων, καθώς οι κρατικές επιχειρήσεις άρχισαν να κινούνται στη λογική της παραγωγής λιγότερων και ακριβότερων προϊόντων. Το κεφάλαιο από το βιβλίο “Ιστορία και Κομμουνισμός” του επίκουρου καθηγητή του Παιδαγωγικού Τμήματος του ΑΠΘ που επιλέξαμε να μεταγράψουμε, εξηγεί αναλυτικά το σκεπτικό πίσω από τη μεταρρύθμιση, το περιεχόμενό της καθώς και τις επιπτώσεις της σοβιετική οικονομία.

Δεδομένης της απουσίας συγκροτημένης αντίληψης του στρατηγικού στόχους, της κομμουνιστικής προοπτικής, η μετάβαση της ΕΣΣΔ προς ένα μοντέλο εντατικής ανάπτυξης της οικονομίας συνδέθηκε γρήγορα με την ενίσχυση της αυτονομίας των επιχειρήσεων, την αξιοποίηση των αξιακών δεικτών παραγωγικότητας και την ανάπτυξη των εμπορευματικών σχέσεων.

Σε αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε η περιβόητη μεταρρύθμιση Κοσίγκιν (όπως ονομάστηκε από τον τότε πρωθυπουργό της ΕΣΣΔ, Αλεξέι Κοσίγκιν [Aleksey Kosygin], η οποία περιελάμβανε σύνολο μέτρων θεμελιωμένων στις ιδέες οικονομολόγων όπως οι Λιμπερμάν, Νεμτσίνοφ, Μπίρμαν κ.ά/ Ρόλο ιδιότυπου μανιφέστου της μεταρρύθμισης έπαιξε το άρθρο του Εβσέι Λιμπερμάν “Σχέδιο, κέρδος και αμοιβή”, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Πράβντα στις 9 Σεπτεμβρίου 1962.

Η υλοποίηση της μεταρρύθμισης δρομολογήθηκε από τις αποφάσεις της ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΣΕ στις 27-29 Σεπτεμβρίου 1965 και την απόφαση της ΚΕ του ΚΚΣΕ και του υπουργικού συμβουλίου της ΕΣΣΔ της 4ης Οκτωβρίου του 1965.

Το σκεπτικό των επιχειρούμενων αλλαγών εδραζόταν στην επισήμανση ότι στη μέχρι τότε σχεδιοποιημένη διεύθυνση της βιομηχανίας κυριαρχούσαν οι διοικητικές μέθοδοι, ενώ οι οικονομικές ήταν υποβαθμισμένες, τα καθήκοντα που ετίθεντο από το σχέδιο αφορούσαν κυρίως στην επίτευξη ποσοτικών αποτελεσμάτων, ενώ η αυτονομία των επιχειρήσεων στην αναζήτηση των βέλτιστων τρόπων υλοποίησης των σχεδίων και ανάπτυξης της παραγωγής ήταν περιορισμένη.

Επίσης, γινόταν λόγος για απουσία επαρκών υλικών κινήτρων προς τους εργαζόμενους για την αύξησης της παραγωγικότητας και κερδοφορίας των επιχειρήσεων, για ανεπαρκή ευθύνη των επιχειρήσεων όσον αφορά τη μη έγκαιρη παράδοση των προϊόντων τους στους πελάτες και την παραγωγή προϊόντων χαμηλής ποιότητας, για τον τυπικό χαρακτήρα της οικονομικής ιδιοσυντήρησης, την περιορισμένη αξιοποίηση μοχλών όπως το κέρδος και πίστωση στη σχεδίαση και υλοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και για μεγάλες αδυναμίες στη διαμόρφωση των τιμών.

Η μεταρρύθμιση σε γενικές γραμμές ενίσχυε την αυτονομία και τη δυνατότητα οικονομικής πρωτοβουλίας των επιχειρήσεων, καθώς και τα οικονομικά κίνητρα για την ανάπτυξη της παραγωγής. Συγκεκριμένα, περιελάμβανε τη διεύρυνση των δικαιωμάτων των επιχειρήσεων στο πλαίσιο καθεστώτος πλήρους οικονομικής ιδιοσυντήρησης, την αύξηση των οικονομικών πόρων που θα έμεναν στη δικαιοδοσία τους (στην περίπτωση βελτίωσης της αποτελεσματικότητάς τους) για διεύρυνση της παραγωγής και παροχή κινήτρων στους εργαζόμενους, την αποτίμηση των αποτελεσμάτων της δραστηριότητάς τους με βάση τις πωλήσεις των προϊόντων και την κερδοφορία τους, καθώς και την υλοποίηση εντολών που αφορούσαν στην παράδοση ιδιαίτερα βασικών προϊόντων, τη σύνδεση της αμοιβής των εργαζομένων όχι μόνο με την ατομική τους επίδοση, αλλά και με την επίδοση της επιχείρησης συνολικά, την ενίσχυση των σταθερών άμεσων σχέσεων μεταξύ των επιχειρήσεων-προμηθευτών και των πελατών τους και την αύξηση του ρόλου των οικονομικών συμφωνιών και της αμοιβαίας υλικής ευθύνης στις μεταξύ των επιχειρήσεων αλληλεπιδράσεις.

Οι επιχειρήσεις αποκτούσαν τώρα τη δυνατότητα να καθορίζουν αυτόνομα το εύρος των προϊόντων που θα παρήγαν, να κάνουν επενδύσεις από δικούς τους πόρους στην ανάπτυξης της παραγωγής, αλλά και να αποφασίζουν τον αριθμό του απασχολούμενου προσωπικού και το μέγεθος της αμοιβής του. Από το αποκτούμενο κέρδος που υπερέβαινε τους προβλεπόμενους δείκτες του σχεδίου, οι επιχειρήσεις θα δημιουργούσαν ορισμένα ταμεία, όπως το ταμείο ανάπτυξης της παραγωγής, το ταμείο υλικών κινήτρων, το ταμείο κοινωνικών και πολιτισμικών δαπανών και ανέγερσης κατοικιών κ.α, τα οποία θα διαχειρίζονταν κατά τη δική τους κρίση.

Στο σκεπτικό της μεταρρύθμισης (απόφαση της ΚΕ του ΚΚΣΕ και του υπουργικού συμβουλίου της ΕΣΣΔ της 4ης Οκτωβρίου του 1965) γινόταν επίσης λόγος για τη βελτίωσης της σχεδίασης της οικονομίας διαμέσου των πενταετών και ετήσιων σχεδίων. Τα σχέδια κάθε επιχείρησης θα έπρεπε να εκπονούνται βάσει των καθοριζόμενων από τα ανώτερα όργανα αριθμών ελέγχου. Οι επιχειρήσεις-παραγωγοί, εκκινώντας από αυτούς τους αριθμούς, θα έπρεπε να συνάψουν συμφωνίες με τις επιχειρήσεις-καταναλωτές, καθώς και με τους εμπορικούς οργανισμούς και τις επιχειρήσεις εφοδιασμού αναφορκά με την ποσότητα, τα είδη και την ποιότητα των προϊόντων που έπρεπε να παραδώσουν, καθώς και με το χρονικό πλαίσιο των παραδόσεων, προκειμένου να διαμορφώσουν ένα χαρτοφυλάκιο παραγγελιών.

Τα ανώτερα διευθυντικά όργανα έπρεπε να εξετάζουν από κοινού με τις επιχειρήσεις τα σχέδια τους και βάσει αυτών να εκπνούν τα σχέδια των κλάδων της οικονομίας. Προκειμένου να ενισχυθεί η οικονομική αυτονομία των επιχειρήσεων κρινόταν αναγκαίο να μειωθεί ο αριθμός των δεικτών των σχεδίων που καθορίζονταν για τις επιχειρήσεις από τα ανώτερα όργανα, δίνοντας έμφαση, μεταξύ άλλων, στον συνολικό όγκο των πωλήσεων σε τρέχουσες τιμές χονδρικής ή , σε ορισμένες περιπτώσεις, στον όγκο των παραδοθέντων προϊόντων, στο γενικό κέδρος και την κερδοφορία της επιχείρησης {στην αντιστοιχία του κέρδους προς το σύνολο των πάγιων περιουσιακών στοιχείων και του κεφαλαίου κίνησης της επιχείρησης} κ.λπ.

Η μεταρρύθμιση του 1965 επέφερε σημαντικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των σοβιετικών επιχειρήσεων, οι οποίες είχαν αρνητικές συνέπειες στη σοβιετική οικονομία. Οι επιχειρήσεις απέκτησαν πρωτοκαθεδρία έναντι του κεντρικού σχεδίου όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών, με αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση της κεντρικής διεύθυνσης της οικονομίας, την ενίσχυση των ανισορροπιών, την αύξηση του πληθωρισμού και των ελλείψεων.

Η μεγάλη αυτονομία τους στη διαχείριση πόρων συνοδεύτηκαν από σημαντικό περιορισμό της δυνατότητας κεντρικού ελέγχου επί της δραστηριότητάς τους. Έτσι, οι ποσότητες χρήματος που έμεναν στις επιχειρήσεις μεγάλωναν διαρκώς και χρησιμοποιούνταν κατά κανόνα χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα συνολικά συμφέροντα της οικονομίας. Σημαντικό μέρος τους, για παράδειγμα, διοχετευόταν στην αύξηση των μισθών των εργαζομένων, η οποία όμως δε βρισκόταν σε αντιστοιχία προς την αύξηση της παραγωγικότητας. Το αποτέλεσμα ήταν ο όγκος του χρήματος στην οικονομία να μεγαλώνει διαρκώς χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα ικανοποίησης της ζήτησης, σε προϊόντα, πράγμα που ενίσχυε τον πληθωρισμό και τα φαινόμενα παραοικονομίας.

Το κέρδος είχε τεθεί ως στόχος κάθε επιχείρησης τη στιγμή που οι τιμές των προϊόντων δεν επηρεάζονταν ουσιαστικά από το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Το αποτέλεσμα ήταν οι σοβιετικές επιχειρήσεις, έχοντας μονοπωλιακή θέση στην αγορά, να επιδιώκουν την αύξηση των κερδών τους διαμέσου της αύξησης των τιμών στα προσφερόμενα προϊόντα, {κάτι που σήμαινε παραγωγή προϊόντων με μεγαλύτερη ενσωματωμένη αξία}, χωρίς συνάμα να βελτιώνουν την ποιότητά τους.

Η ενίσχυση της αυτονομίας και των ιδιαίτερων συμφερόντων των επιχειρήσεων σε συνθήκες κρατικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και κρατικής διασφάλισης της λειτουργίας όλων των παραγωγικών μονάδων γεννούσε αναπόφευκτα την επιδίωξη μεγέθυνσης των δαπανών, βάσει της οποίας κάθε επιχείρηση διεκδικούσε τη λήψη περισσότερων πόρων από τα κεντρικά κρατικά ταμεία. Αυτός όμως ο τρόπος λειτουργίας των επιχειρήσεων δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει την τεχνολογική πρόοδο, ενώ αποδιοργάνωνε την οικονομία συνολικά.

Η υποταγή του κεντρικού σχεδιασμού στην οικονομική ιδιοσυντήρηση των επιχειρήσεων και στην επιδίωξη αύξησης του κέρδους τους ως κριτηρίου επιτυχίας υπονόμευε την ικανότητα της χώρας να σχεδιάζει τις κατευθύνσεις και να δημιουργεί της προοπτικές στρατηγικής ανάπτυξής της. Οι κεντρικοί και μακρόπνοι οικονομικοί στόχοι υποτάχθηκαν στα μικροσυμφέροντα των επιχειρήσεων, οι οποίες πάσχιζαν να βελτιώσουν τους όρους αναπαραγωγής τους. Η οικονομία συνολικά άρχισε ολοένα και λιγότερο να ρυθμίζεται από το κεντρικό σχέδιο, εμφανίζοντας στοιχεία ασυντόνιστης, ανεξέλεγκτης κίνησης.

Βεβαίως, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 υπήρξε προσπάθεια ανάσχεσης των τάσεων που δρομολόγησε η μεταρρύθμιση του 1965. Έτσι, ενισχύθηκε ο ρόλος των κεντρικών οργάνων διεύθυνσης τος οικονομίας, αυξήθηκαν οι υποχρεωτικοί στόχοι με τους οποίους επιφορτιζόταν κάθε επιχείρηση, ενώ η κατανομή των πόρων συνέχιζε να έχει συγκεντρωτικό χαρακτήρα, ελεγχγόμενη από την Κρατική Επιτροπή Σχεδιασμού την Κρατική Επιτροπή Εφοδιασμού και τα υπουργεία. Για την καλύτερη διοίκηση των επιχειρήσεων αρκετές από αυτές ενώνονταν σε ομίλους.

Ωστόσο, η μεταρρύθμιση του 1965 ήταν δηλωτική της στροφής τμήματος της σοβιετικής ηγεσίας καθώς και των σοβιετικών οικονομολόγων προς την ενίσχυση του ρόλου του κέρδους και των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων στη σοβιετική οικονομία.

Ήδη, στο πρόγραμμα του ΚΚΣΕ που υιοθετήθηκε από το 22ο Συνέδριο, αναφέρονταν τα εξής:

Στην οικοδόμηση του κομμουνισμού είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθούν πλήρως οι εμπορευματικές – χρηματικές σχέσεις σε αντιστοιχία προς το νέο περιεχόμενο που προσιδιάζει σε αυτές την περίοδο του σοσιαλισμού. Εν προκειμένω, μεγάλο ρόλο παίζει η χρήση εργαλείων ανάπτυξης της οικονομίας όπως η οικονομική ιδιοσυντήρηση, το χρήμα, η τιμή, το κόστος, το κέρδος, το εμπόριο, η πίστωση, τα χρηματοοικονομικά.

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις γίνονταν αντιληπτές ως μέσο το οποίο μπορούσε απλώς να χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες της σοσιαλιστικής οικονομίας, ενώ παραγνωριζόταν ότι επρόκειτο για σχέσεις που έχουν τη δική τους δυναμική, η οποία απάδει ουσιωδώς προς την ανάπτυξη της κομμουνιστικής κοινωνίας. Το γεγονός ότι ήταν αναγκαία η διατήρηση τους σε ορισμένη κλίμακα στη σοβιετική οικονομία, μεγαλύτερη προφανώς από αυτή που αναγνωριζόταν μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950, υποσκελιζόταν από τη διάθεση καθολικής ανάπτυξης τους στις σχέσεις μεταξύ των επιχειρήσεων, κάτι που όταν θα επιχειρηθεί αργότερα, την εποχή της περεστρόικα, θα οδηγήσει στην ανατροπή του σοσιαλιστικού καθεστώτος.

Περικλής Παυλίδης, Ιστορία και Κομμουνισμός, Αθήνα 2017. σ. 189 -194

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: