Μάρτιος 1991: όταν ο σοβιετικός λαός ψήφιζε υπέρ της συνέχειας της ΕΣΣΔ

Οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης ψήφισαν με μεγάλη πλειοψηφία υπέρ της διατήρησης της ΕΣΣΔ, αλλά λίγους μήνες αργότερα οι πολιτικές ηγεσίες ολοκλήρωσαν τη διάλυσή της και την επικράτηση της αντεπανάστασης.

Ένας δημοφιλής αστικός μύθος λέει πως τα κοινοβουλευτικά καθεστώτα δυτικού τύπου είναι φιλελεύθερα και πιο δημοκρατικά, γιατί βασίζονται στη λαϊκή βούληση, με τις εκλογές και τα δημοψηφίσματα. Τα οποία μπορεί να μην γίνονται πάντα αποδεκτά και σεβαστά -ως προς τα αποτελέσματά τους- τουλάχιστον όμως υπάρχουν ως θεσμός, σε αντίθεση με τις σοσιαλιστικές χώρες, που τις κατηγορούν για ολοκληρωτισμό, και στις οποίες δεν είχαν γίνει ποτέ αντίστοιχες διαδικασίες. Ήταν όμως έτσι;

Ένας άλλος πολύ δημοφιλής μύθος είναι πως οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης ήταν εχθρικοί προς τη σοβιετική εξουσία και για αυτό, η ΕΣΣΔ διαλύθηκε χωρίς να πέσει ούτε μια τουφεκιά -παρά μόνο ένας… επιμέρους βομβαρδισμός τον Οκτώβρη του 93′ στο Ανώτατο Σοβιέτ, που τότε πια ήταν κάτι σαν αστικό κοινοβούλιο. Το Μάρτη του 91′, ωστόσο, οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης είχαν ψηφίσει υπέρ της διατήρησης της ΕΣΣΔ, με μεγάλη πλειοψηφία, λίγους μήνες πριν απ’ την οριστική της διάλυση, και ενώ το σοσιαλιστικό σύστημα ψυχορραγούσε και βρισκόταν στο χειρότερο σημείο του -οπότε και θα ήταν λογικό να υπάρχουν περισσότερες αρνητικές γνώμες.

Στην πραγματικότητα, η πολιτική ηγεσία -που καθοδηγούσε και την αντεπανάσταση- αγνόησε επιδεικτικά τη λαϊκή βούληση και την απόφαση του “κυρίαρχου λαού”, τιμώντας έτσι μια μεγάλη παράδοση των αστικών δημοκρατιών: να αλλάζουν τα φώτα στην ετυμηγορία της κάλπης, που την χρειάζονται μόνο ως δημοκρατικό άλλοθι για τις δικές τους αποφάσεις, αρκεί να μην αποτελεί δεσμευτικό εμπόδιο, εφόσον θέλουν να πορευτούν αλλιώς.

Στις 17 Μαρτίου 1991 λοιπόν, οι σοβιετικοί πολίτες κλήθηκαν στις κάλπες, για να απαντήσουν στο ερώτημα: Θεωρείτε απαραίτητη τη διατήρηση της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών ως μια ανανεωμένη ομοσπονδία ίσων κυρίαρχων δημοκρατιών στην οποία θα διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα και η ελευθερία ενός ατόμου οποιασδήποτε εθνικότητας;

Σε κάποιες σοβιετικές δημοκρατίες υπήρχαν συμπληρωματικά ερωτήματα, συνήθως για το αν οι πολίτες τους επιθυμούν να παραμείνει η δημοκρατία τους ως μέλος μέλος της Ένωσης. Σε όλες τις περιπτώσεις, το αποτέλεσμα ήταν θετικό, υπέρ της παραμονής τους. Εξαίρεση αποτελούσαν οι Δημοκρατίες της Βαλτικής (Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία) και κάποιες ακόμα περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης, όπου δεν πραγματοποιήθηκε καν το δημοψήφισμα, καθώς σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας τουλάχιστον, είχαν εκδηλώσει ήδη την πρόθεσή τους να φύγουν από την ΕΣΣΔ και να ανεξαρτητοποιηθούν. Σε κάποιες από αυτές τις περιοχές, διενεργήθηκαν άτυπα εθελοντικά δημοψηφίσματα από κομμουνιστικές, φιλοσοβιετικές οργανώσεις, χωρίς όμως να προσμετρηθούν οι ψήφοι τους στο τελικό αποτέλεσμα.

Τα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν από την Επιτροπή για το σύνολο της σοβιετικής επικράτειας -τα οποία ήταν αξιόπιστα και δεν αμφισβητήθηκαν- έδιναν μια σημαντική υπεροχή του “ΝΑΙ”, δηλαδή της ψήφου υπέρ της διατήρησης της Σοβιετικής Ένωσης, με ποσοστά που υπερέβαιναν το 75%. Εξίσου σημαντικό ήταν και το εξίσου μεγάλο ποσοστό συμμετοχής -που ξεπερνούσε το 80%. Καμία σχέση με τη σημερινή κατάσταση και τη σύγχρονη ρωσική ηγεσία, που υπόσχεται κληρώσεις με smartphones και πλούσια δώρα για όσους συμμετέχουν αποδεδειγμένα στις εκλογές κι ανεβάσουν φωτογραφίες μέσα από το παραβάν (!), για να ανεβάσει έτσι τεχνητά το πολιτικό ενδιαφέρον και τη συμμετοχή στις εκλογές της Κυριακής.

Οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης διατράνωσαν με την ψήφο τους τη θέλησή τους να συνεχίσουν να ζουν από κοινου και ειρηνικά, σε μια ενιαία κρατική οντότητα, με σοσιαλιστικό χαρακτήρα. Όλα αυτά όμως θα ανατρέπονταν τους αμέσως επόμενους μήνες, με τις καταιγιστικές εξελίξεις, που είχαν ήδη δρομολογηθεί για την επικράτηση της αντεπανάστασης και την καπιταλιστική παλινόρθωση -που περνούσε αναγκαστικά μέσα από τη διάλυση της Ένωσης και οτιδήποτε θύμιζε το σοσιαλισμό, έστω και συμβολικά.

Το “ΝΑΙ” επικράτησε με άνεση σε όλες τις Σοβιετικές Δημοκρατίες -στις οποίες πραγματοποιήθηκε το δημοψήφισμα. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τη Ρωσική Ομοσπονδία, όπου πάντως υπήρχε ήδη μια διακριτή τάση υπέρ του “Όχι” και της λογικής της ανεξάρτητης Ρωσίας, που θα αναπτυσσόταν αυτόνομα, χωρίς τα “βαρίδια” από την ένωση με τις άλλες δημοκρατίες. Αφορούσε όλες ανεξαιρέτως τις ΣΔ, ακόμα και την Ουκρανία, όπου η κατάσταση σήμερα μοιάζει να έχει αντιστραφεί σε σημαντικό βαθμό. Τότε όμως, μόλις σε τρεις μικρές περιφέρειες, κοντά στα δυτικά σύνορα της Ουκρανίας πλειοψήφησε το “Όχι”, ενώ σε όλες τις άλλες περιφέρειες υπήρχαν συντριπτικά ποσοστά υπέρ της διατήρησης της Ένωσης.

Το εύλογο ερώτημα είναι γιατί αυτή η θέληση, που εκφράστηκε στις κάλπες με μαζικούς όρους, δεν έγινε έμπρακτη αντίσταση ενάντια στην προσπάθεια διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, γιατί δε μετατράπηκε σε μαζικό αγώνα για την υπεράσπιση της σοβιετικής εξουσίας και των κατακτήσεών της. Προφανώς αυτό δεν μπορεί να αναλυθεί εκτενώς στον επίλογο αυτού του κειμένου, είναι όμως σίγουρο ότι συνδέεται με τη γενικότερη προβληματική λειτουργία των σοβιέτ, τη σταδιακή απονέκρωση και περιθωριοποίησή τους από το σοβιετικό πολιτικό σκηνικό, και με το λανθασμένο τρόπο με τον οποίο εκφραζόταν τυφλά η εμπιστοσύνη των μαζών στο ΚΚΣΕ, ως πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, κάτι που μετατράπηκε ωστόσο σε αρνητικό παράγοντα, όταν το κόμμα αλώθηκε, καθοδηγώντας ουσιαστικά την επικράτηση της αντεπανάστασης.

Οι λαοί δεν είναι άμοιροι ευθυνών για τις αρνητικές εξελίξεις και το ιστορικό πισωγύρισμα που συντελέστηκε. Κανείς όμως δεν μπορεί να διαστρεβλώνει την ιστορία και να μιλάει στο όνομά τους λέγοντας πως ήταν εχθρικοί απέναντι στη σοβιετική εξουσία και αδιάφοροι για τη διατήρησή της.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: