Μαντάμ Τισώ: Κέρινα ομοιώματα και αντεπανάσταση

Οι φιλομοναρχικές τις συμπάθειες ήταν ευρύτατα γνωστές, κάτι που οδήγησε στη σύλληψή της την περίοδο της λεγόμενης «Τρομοκρατίας» στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης.

Ποιο είναι το μέρος όπου μπορείς να βρεις το Μάικλ Τζάκσον παρέα με τον Πικάσο, το Στήβεν Χόκινγκ και το Μαχάτμα Γκάντι; Μα φυσικά το μουσείο κέρινων ομοιωμάτων της Μαντάμ Τισώ, με έδρα του το Λονδίνο και δεκάδες παραρτήματα σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία. Εκείνο που λίγοι ξέρουν, είναι πως ορισμένα από τα γλυπτά που εκτίθενται, ανάμεσά τους εκείνα του Βολταίρου, το Βενιαμίν Φραγκλίνου και του Σερ Γουόλτερ Σκοτ ανήκουν στην ιδρύτρια Μαρί Τισώ, που έδωσε το όνομά της σε αυτό το πρωτοποριακό για την εποχή του μουσείο.

Ακόμα λιγότεροι γνωρίζουν τη ζωή της Τισώ, που σημαδεύτηκε από κορυφαία γεγονότα στο τέλος του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, με σημαντικότερο τη Γαλλική Επανάσταση, την οποία η ίδια ως φιλομοναρχική κάθε άλλο παρά καλοδέχτηκε, κάτι για το οποίο λίγο έλειψε να πληρώσει με τη ζωή της.

H Μαρί Τισώ σε ηλικία 24 ετών

Γεννήθηκε στη 1 Δεκέμβρη του 1761 στο Στρασβούργο, κι έχασε τον πατέρα της δυο μήνες πριν να γεννηθεί, εξαιτίας του Επταετούς Πολέμου. Στα έξι τις η χρόνια μετακόμισε στην Ελβετία μαζί με τη μητέρα της, που εργαζόταν ως οικιακή βοηθός του γιατρού Φιλίπ Κούρτιους.

Η μικρή Μαρί αποκαλούσε «θείο» τον Κούρτιους και κοντά του έμαθε την τέχνη της κηροπλαστικής, την οποία ουσιαστικά θεμελίωσε ο ίδιος. Αρχικά έπλαθε όργανα και μέρη του ανθρώπινου σώματος, αργότερα πορτρέτα, ανοίγοντας μάλιστα δικό του εργαστήριο στο Παρίσι. Το παλιότερο κέρινο ομοίωμα που σώζεται σήμερα ανήκει στον ίδιο και απεικονίζει την τελευταία βασιλική ερωμένη του Λουδοβίκου ΙΕ’, Μαντάμ ντι Μπαρί.

Όσο για τη Μαρί, έφτιαξε το πρώτο της γλυπτό το 1777, με τη μορφή του Βολταίρου, συνεχίζοντας τη δραστηριότητά της ως το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης. Η ίδια στα απομνημονεύματά της ισχυρίστηκε πως υπήρξε δασκάλα της Ελιζαμπέτ, αδελφής του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ κι ότι έζησε για εννιά χρόνια στις Βερσαλλίες, τίποτε από αυτά ωστόσο δεν επιβεβαιώνεται ιστορικά.

Βέβαιο είναι ωστόσο ότι οι φιλομοναρχικές τις συμπάθειες ήταν ευρύτατα γνωστές, κάτι που οδήγησε στη σύλληψή της την περίοδο της λεγόμενης «Τρομοκρατίας». Η ίδια υποστηρίζει πως βρέθηκε ένα βήμα πριν την γκιλοτίνα, λόγος για τον οποίο της είχε ξυριστεί και το κεφάλι, σώθηκε ωστόσο χάρη στην παρέμβαση ενός τότε συνεργάτη του Ροβεσπιέρου, του Ζαν Μαρί Κογιό ντ’Ερμπουά, που ήθελε να προστατέψει τον Κούρτιους και το περιβάλλον του. Στη συνέχεια η Τισώ λέει πως αναγκάστηκε να φτιάχνει τις νεκρικές μάσκες διάσημων εκτελεσμένων, του Λουδοβίκου ΙΣΤ’, της Μαρίας Αντουανέτας, του Μαρά, αλλά και του ίδιου του Ροβεσμπιέρου, όταν εκείνος ανατράπηκε κατά το θερμιδοριανό πραξικόπημα του 1794.

Κέρινη αυτοπροσωπογραφία της Τισό στην είσοδο του μουσείου στο Λονδίνο

Την ίδια χρονιά πέθανε ο μέντοράς της Κούρτιους, αφήνοντάς της τη συλλογή κέρινων ομοιωμάτων. Ένα χρόνο μετά παντρεύτηκε τον πολιτικό μηχανικό Φρανσουά Τισώ, με τον οποίο απέκτησαν δυο γιους και μια κόρη που πέθανε αμέσως μετά τη γέννα. Ο άντρας της ήταν μέθυσος και ο γάμος ουσιαστικά δεν κράτησε πολύ, καθώς δεν ξαναειδώθηκαν ποτέ μετά το 1802, όταν η Τισώ πήγε στο Λονδίνο να παρουσιάσει το έργο της, παίρνοντας μαζί της έναν από τους γιους της. Αν και αρχικά δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία, κι ανήμπορη να επιστρέψει στη Γαλλία λόγω του αποκλεισμού που επιβλήθηκε στη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων, η Τισώ συνέχισε να περιοδεύει σε όλη τη Μ. Βρετανία, ενώ το 1822 ο άλλος της γιος την ξανασυνάντησε και μπήκε στην οικογενειακή επιχείρηση. Το 1835 άνοιξε την πρώτη μόνιμη έκθεση των γλυπτών της στην οδό Μπέικερ στο Λονδίνο και το 1842 έφτιαξε την κέρινη αυτοπροσωπογραφία της, που βρίσκεται στην είσοδο της «Μαντάμ Τισώ» στο Λονδίνο. Το διασημότερο τμήμα της έκθεσης ήταν το «Δωμάτιο του Τρόμου», που υπάρχει και στο σημερινό μουσείο, όπου εκτίθενταν διαβόητοι εγκληματίες και τύρρανοι της ιστορίας. Η αρχική έκθεση περιλάμβανε 400 περίπου ομοιώματα, ορισμένα από τα δικά της χέρια. Το μουσείο μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση στην οδό Μεριλεμπόουν το 1883 από τον εγγονό της Τισώ, Τζόζεφ Ράνταλ. Τα περισσότερα από τα αρχικά κομμάτια καταστράφηκαν είτε σε πυρκαγιά του 1925 είτε στη διάρκεια γερμανικών βομβαρδισμών το 1941. Χάρις ωστόσο στη διατήρηση των καλουπιών, στάθηκε δυνατή η ανακατασκευή και επανέκθεσή τους.

Η Μαρί Τισώ έφυγε πλήρης ημερών στις 16 Απρίλη 1850 σε ηλικία 88 ετών.

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: