Η Μάχη της Κρήτης- Ο ηρωισμός που βαφτίστηκε “πρωτογονισμός”

Οι Κρητικοί είχαν αφεθεί σχεδόν μόνοι τους από ελληνικής πλευράς, καθώς ήδη μια βδομάδα πριν την έναρξη της επιχείρηση, η πλειονότητα των Ελλήνων αξιωματικών είχαν διοχετευτεί στην Αίγυπτο, ενώ η ελληνική κυβέρνηση τους ακολούθησε στις 23 Μάη, πριν καν λήξουν οι μάχες

Σαν σήμερα το 1941 ξεκινά μια από τις ιστορικότερες μάχες του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, η Μάχη της Κρήτης, που ολοκληρώθηκε με την κατάληψη του νησιού την 1η Ιούνη του ίδιου χρόνου. Παρά την ηρωϊκή αντίσταση των κατοίκων στη ναζιστική εισβολή, ο αστικός πολιτικός κόσμος είχε ήδη προαποφασίσει την παράδοση του νησιού, σχεδιάζοντας τάχιστα τη διαφυγή του. Εξάλλου ούτε η δικτατορία Μεταξά που είχε προηγηθεί είχε θωρακίσει το νησί στο ενδεχόμενο ενός πολέμου, καθώς είχε αφοπλιστεί από το 1938, μετά το αντιδικτατορικό κίνημα της ίδιας χρονιάς. Αλλά και οι ίδιοι οι Βρετανοί, παρά τη στρατηγική σημασία που απέδιδαν στην Κρήτη, είχαν αποστείλει μόνο 3.500 από τα 10.000 τυφέκια που είχαν υποσχεθεί.

Ενδεικτική των διαθέσεων της ελληνικής κυβέρνησης υπό τον Εμμανουλή Τσουδερό που είχε καταφύγει μαζί με το βασιλιά Γεώργιο Β’ στο νησί μετά την κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας,  είναι η μαρτυρία του διοικητή της ταξιαρχίας Ηρακλείου συνταγματάρχη Παπαθανασόπουλου, που πιστοποιεί ότι η πολιτική ηγεσία δεν πίστευε στη δυνατότητα και τη διάθεση του πληθυσμού να αντιμετωπίσει την εισβολή, θεωρώντας την “χαμένο καιρό για μια χαμένη υπόθεση”, έχοντας φροντίσει ήδη για τη διαφυγή της στην Αίγυπτο. Στην πραγματικότητα βέβαια οι Κρητικοί κάθε ηλικίας, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι πολέμησαν με κάθε μέσο τους “ομπρελάδες”, δηλαδή τους αλεξιπτωτιστές της Βέρμαχτ.

Αλεξιπτωτιστές της Βέρμαχτ κατά την απόβασή τους στο νησί

Το λεγόμενο “Σχέδιο Ερμής” είχε αρχίσει να καταρτίζεται ήδη από τις 21 Απρίλη 1941, όταν ο Χίτλερ έλαβε τη σχετική απόφαση λόγω της ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας της Κρήτης, που θα επέτρεπε την ευκολότερη προώθηση των Γερμανών στη Βόρειο Αφρική, τη Μέση Ανατολή και τη διώρυγα του Σουέζ. Από τις 23 Απρίλη η γερμανική αεροπορία άρχισε να σφυροκοπά το νησί, η επιχείρηση αυτή καθεαυτή ξεκίνησε ωστόσο σαν σήμερα. στις 20 Μάη. 22.750 αλεξιπτωτιστές έλαβαν μέρος, ένα ιδιαίτερα επίλεκτο σώμα της Βέρμαχτ, το οποίο έκτοτε δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε σε μάχη, ενώ συμμετείχαν 650 αεροσκάφη και 70 πλοία.

Οι Κρητικοί είχαν αφεθεί σχεδόν μόνοι τους από ελληνικής πλευράς, καθώς ήδη μια βδομάδα πριν την έναρξη της επιχείρηση, η πλειονότητα των Ελλήνων αξιωματικών είχαν διοχετευτεί στην Αίγυπτο, ενώ η ελληνική κυβέρνηση τους ακολούθησε στις 23 Μάη, πριν καν λήξουν οι μάχες. Τα αγγλικά στρατεύματα αποχώρησαν προς την ίδια κατεύθυνση στις 30 Μάη, μετά από εντολή της βρετανικής κυβέρνησης τρεις μέρες πριν να εκκενώσουν την Κρήτη, παρότι ακόμα η έκβαση της μάχης δεν είχε κριθεί, κάτι που πιστοποιούν και αναφορές Γερμανών αξιωματικών, που αιφνιδιάστηκαν από την εξέλιξη αυτή, έχοντας προετοιμαστεί για μακράς διάρκειας συγκρούσεις.

Η στάση των Ελλήνων κομμουνιστών εκφράζεται καθαρά από άρθρο του Μιλτιάδη Πορφυρογέννη στα “Κρητικά Νέα”,τέσσερις μέρες πριν αρχίσει η γερμανική επίθεση, καλώντας χωρίς επιφυλάξεις σε συστράτευση στον αγώνα κατά της ναζιστικής εισβολής. Στην πρώτη γραμμή βρέθηκαν κομμουνιστές δραπέτες από τη Φολέγανδρο, που αρχικά συνελήφθησαν εκ νέου, οδηγούμενοι στα κρατητήρια της ασφάλειας Ηρακλείου, για να δραπετεύσουν ξανά ώστε να συμμετέχουν στη μάχη. Σημαντική δράση καθ’όλη τη διάρκεια της μάχης είχε και το στέλεχος του ΚΚΕ Στέργιος Στεργιάδης, που συνέχισε την οργάνωση της αντίστασης μετά την επικράτηση των Γερμανών, ενώ το 1943 κλήθηκε από το κόμμα στην Αθήνα, όπου ανέλαβε νέα καθήκοντα καθοδήγησης του αγώνα κατά του κατακτητή στην πρωτεύουσα.

“Πρωτόγονοι” Κρητικοί αψηφούν το διεθνές δίκαιο του πολέμου έναντι ευπρεπών ναζί στρατιωτών.

Οι απώλειες και για τις δύο πλευρές ήταν βαρύτατες, καθώς οι ελληνοβρετανικές δυνάμεις (στις οποίες συμμετείχαν στρατιώτες από το σύνολο σχεδόν των χωρών της βρετανικής κοινοπολιτείας, όπως τη Νέα Ζηλανδία) έχασαν περίπου 2.300 άνδρες, ενώ 16000 αιχμαλωτίστηκαν. Οι Γερμανοί είχαν 2000 νεκρούς και περίπου άλλους τόσους αγνοούμενους, αλλά το σημαντικότερο ήταν πως η μάχη καθυστέρησε για πάνω από ένα μήνα την εισβολή των ναζί στην ΕΣΣΔ, δίνοντας χρόνο στους Σοβιετικούς, αλλά και εκθέτοντας τελικά τους χιτλερικούς σε χειρότερες καιρικές συνθήκες νωρίτερα. Σήμερα υπάρχουν δυο στρατιωτικά νεκροταφεία στην Κρήτη, ένα συμμαχικό στη Σούδα κι ένα γερμανικό στο Μάλεμε 16 χιλιόμετρα δυτικά της πόλης των Χανίων. Η Κρήτη έμελε εξαιτίας της αντίστασης που προέβαλε, τόσο κατά τη διάρκεια της μάχης, όσο και μετέπειτα, να πληρώσει πολύ βαρύ φόρο αίματος, με χιλιάδες νεκρούς και πολλές πυρπολήσεις χωριών, με εκείνες της Καντάνου, της Βιάννου και των Ανωγείων να είναι οι γνωστότερες.

Η μάχη της Κρήτης ήρθε ξανά στο προσκήνιο πριν λίγο χρόνια, με αφορμή το θόρυβο γύρω από το ομώνυμο βιβλίο του Γερμανού ιστορικού Χάιντς Ρίχτερ. Στο βιβλίο επιχειρείται μέσω μιας πολιτικής “ίσων αποστάσεων” και συμψηφισμών να δικαιολογηθεί η ναζιστική κτηνωδία ως απότοκο του “πρωτόγονου” τρόπου με τον οποίο φέρθηκαν οι Κρητικοί στους Γερμανούς πολεμιστές. Κατά την οπτική του Ρίχτερ, ο πόλεμος ως τότε διεξαγόταν περίπου “ιπποτικά”, με αμοιβαίο σεβασμό των αντιμαχόμενων στο διεθνές δίκαιο του πολέμου, αλλά οι ωμότητες των Κρητικών διατάραξαν αυτή την ισορροπία, προκαλώντας τα αιματηρά αντίποινα των ναζί. Ουσιαστικά δηλαδή ενοχοποιείται η αντίσταση των κατακτημένων κι όχι η θηριωδία του κατακτητή, που απλώς “προκλήθηκε”. Για όσους θεωρούν υπερβολική μια τέτοια κρίση, ακολουθούν ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο:

Όμως, ο τρόπος με τον οποίον πολεμούσαν οι μη οργανωμένες ανταρτικές ομάδες ήταν συχνά πρωτόγονος, αφού τα μέλη τους χρησιμοποιούσαν οποιοδήποτε όπλο είχαν στη διάθεσή τους. Επειδή υστερούσαν στην κατά μέτωπο αντιπαράθεση με τον εχθρό, έστηναν ενέδρες, που κατέληγαν σε άγριες μάχες εκ του συστάδην.

[…]

Αυτό που επικράτησε ήταν μια αρχαία κρητική παράδοση, η περιφρόνηση του θανάτου. Η κακοποίηση των νεκρών δεν ήταν με αυτή την έννοια ατίμωσή τους, αλλά μια χειρονομία που φανέρωνε περιφρόνηση του θανάτου. Όμως, οι συμπολεμιστές των κακοποιημένων νεκρών την αντιλαμβάνονταν ως ατίμωση. Το αποτέλεσμα ήταν μίσος και πικρία, καθώς και επιθυμία για εκδίκηση.

[…]

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εκτέλεση αναρτών χωρίς δικαστική εξέταση δεν παραβαίνει μόνο το Διεθνές Δίκαιο της εποχής αλλά και το γερμανικό στρατιωτικό νόμο 3/13, σύμφωνα με τον οποίο αλλοδαποί οι οποίοι προβαίνουν σε αξιόποινες πράξεις κατά του γερμανικού στρατού δεν είναι δυνατόν να τιμωρηθούν χωρίς να προηγηθεί η σύσταση στρατιωτικού δικαστηρίου.

Από την άλλη, είναι εξ’ ίσου αδιαμφισβήτητο ότι και ο πράξεις των ανταρτών παρέβαιναν το δίκαιο του πολέμου.

Τα δύο εγκλήματα είναι αλληλένδετα.

Χωρίς τις παραβιάσεις των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου από τους αντάρτες δεν θα υπήρχαν αντίποινα. Η αντίληψη σύμφωνα με την οποία η γερμανική πλευρά επιτέθηκε εναντίον άκακων φιλειρηνικών Κρητικών με μοναδικό κίνητρο την επιθυμία να σκοτώσει είναι εσφαλμένη. Η προσπάθεια να παραγνωριστούν ή και να αγνοηθούν εντελώς οι επιθέσεις των ανταρτών, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, με ισχυρισμούς όπως για παράδειγμα ότι για τους ακρωτηριασμούς ευθύνονται τα κρητικά γεράκια ή ότι τα ασυνήθιστα τραύματα (π.χ. από μαχαίρι) οφείλονται στη χρήση ασυνήθιστων όπλων, είναι μεν κατανοητή και έχει ως στόχο την αθώωση της μιας πλευράς, δεν ανταποκρίνεται όμως στην πραγματικότητα.

Το ίδιο ισχύει και για τις περιπτώσεις όπου γίνεται λόγος για τα «αποκαλούμενα» αντίποινα, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο αναιρείται η σχέση αιτίου – αιτιατού.

Και οι δύο πλευρές παρέβησαν το δίκαιο του πολέμου και διέπραξαν εγκλήματα.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2011 κι άρχικα δεν προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στη δημόσια σφαίρα, μέχρι που το 2014 το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης αποφάσισε να τον αναγορεύσει επίτιμο διδάκτορα, προκαλώντας σάλο στην τοπική κοινωνία και λίγο αργότερα πανελλαδικά. Μάλιστα το 2015 μετά από σχετική αυτεπάγγελτη δίωξη του εισαγγελέα πλημελλειοδικών Ρεθύμνου, ο Ρίχτερ δικάστηκε για “άρνηση εγκλημάτων του ναζισμού σε βάρος του κρητικού λαού με εξυβριστικό περιεχόμενο”. Ήταν μάλιστα η πρώτη υπόθεση που εκδικάστηκε με βάση τον αντιρατσιστικό νόμο του 2014. Ο Ρίχτερ τελικά αθωώθηκε, καθώς κρίθηκε πως το βιβλίο του περιείχε “ανακρίβειες” αλλά όχι “ρητορική μίσους”.

Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα ήταν πρωτίστως πολιτικό, κι όχι νομικό, κι αφορούσε την επιχείρηση εξίσωση θύτη και θύματος, την οποία ζούμε σε διάφορες παραλλαγές όχι μόνο για το ιστορικό παρελθόν, αλλά και για το σήμερα. Δεν είναι τυχαίο που όπως ακριβώς εξισώθηκαν οι τσουγκράνες των Κρητικών με τα αεροπλάνα της Βέρμαχτ, έτσι και τώρα επιχειρείται να ταυτιστούν οι πέτρες και οι σφεντόνες των Παλαιστινίων με έναν από τους πιο σύγχρονούς και φονικούς στρατούς στον κόσμο. Μια μικρή ηθική ικανοποίηση δόθηκε στους Κρητικούς με την αφαίρεση του διδακτορικού τίτλου από το Ρίχτερ το 2016, ωθώντας τον ίδιο σε παρομοιώσεις με αντίστοχες πρακτικές της ναζιστικής περιόδου, και διάφορους “φιλελεύθερους” υπερασπιστές του να υπερθεματίζουν, όπως και τον καιρό της δίκης άλλωστε.

Δύσκολες Νύχτες

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: