«Λέγε ρε ΕΑΜοβούλγαρε, θα κάνεις δήλωση;!»

Η άγρια δολοφονία του κομμουνιστή φοιτητή της ΑΣΟΕΕ Γιώργου Σαμπατάκου στις 6 Αυγούστου 1949, στη Μακρόνησο και τα βασανιστήρια των κρατούμενων αγωνιστών.

Την 5η Αυγούστου 1949 το φασιστικό θεριό διψάει για αίμα. Η διοίκηση του ΑΕΤΟ του Κολαστηρίου της Μακρονήσου προχωρεί στην εφαρμογή των σχεδίων της. Αυτή η συγκροτημένη, η πειθαρχημένη στην ιδεολογία της αντίσταση πρέπει να σπάσει, γιατί στέκεται εμπόδιο στην ανάνηψη αυτών που υποχώρησαν, έκαναν την πρώτη δήλωση μετάνοιας και αποκήρυξης των ΕΑΜοκομμουνιστών. Το «Σύρμα», ο «κλωβός των αμετανόητων κομμουνιστών» πρέπει να διαλυθεί. Αυτή ήταν η εντολή.

Στις 5 Αυγούστου το απόγευμα, όλο σχεδόν το «Σύρμα» βρίσκεται κατανεμημένο στα διάφορα συνεργεία για την οικοδόμηση των φούρνων, που όταν τελείωναν θα έβγαζαν 20.000 κουραμάνες τη μέρα για το στρατό. Δουλεύαμε σαν σκλάβοι κάτω από την άγρυπνη επίβλεψη των μαγκουροφόρων Αλφαμιτών.

Έρχονται δύο – τρεις Αλφαμίτες από το Β’ Γραφείο και ζητούν με κατάλογο τους πέντε συναγωνιστές: Σαμπατάκο Γιώργη, Σοφρονά Χρήστο, Στυλιανό Δημήτρη, Στατήρη Νικήτα, Τσολακίδη Νίκο. Το γεγονός αμέσως έγινε γνωστό σ’ όλο το εργοτάξιο.

Σουρούπωσε και γυρίσαμε στον Κλωβό, με τη σκέψη μας στους πέντε συναγωνιστές. Τα προηγούμενα γεγονότα, οι διαδόσεις που σκόπιμα διοχέτευε η διοίκηση, μας προβλημάτιζαν, όμως πιστεύαμε στη θέληση, την πίστη των συντρόφων. Νύχτωσε και δε γύρισαν. Η αγωνία κορυφώθηκε γιατί ξέραμε πως η κτηνωδία των βασανιστών δεν είχε όρια…

Το πρωί της 6ης Αυγούστου μάθαμε πού έφθασε η εγκληματική ενέργεια της διοίκησης. Τους πέντε συντρόφους μας τους βασάνιζαν όλη τη νύχτα. Κανένας δε λύγισε. Κανένας δεν υπέκυψε στα βασανιστήρια των κτηνανθρώπων. Όμως έξω από το Αναρρωτήριο μια στρατιωτική κουβέρτα σκέπαζε ένα ράντζο και δήλωνε πως πάνω εκεί κείτονταν ένας νεκρός.

 

Η αγωνία των συναγωνιστών στο «Σύρμα» κορυφώθηκε, όταν έγινε γνωστό το γεγονός. Έπρεπε, με κάθε τρόπο, με κάθε θυσία, να μάθουμε ποιος ήταν. Τι έγινε εκείνη τη νύχτα της εγκληματικής δραματικής επιχείρησης της διοίκησης, για να σπάσει το «Σύρμα», το μεγάλο γι’ αυτήν εμπόδιο στο έργο της «Εθνικής Αναμόρφωσης» που ήθελαν πάντοτε να παρουσιάζουν στους «μεγάλους» ντόπιους και ξένους «επισκέπτες». Έπρεπε να μάθουμε για την τύχη των συντρόφων μας που πέρασαν από την απάνθρωπη δοκιμασία εκείνη τη νύχτα, έπειτα από τόσες διαδόσεις που σκόπιμα η διοίκηση έβαλε σε κυκλοφορία, για να μας τρομοκρατήσει, και που έπαιρναν τώρα την υλοποίησή τους.

Ένας από μας, ο Φώτης Φλεβοτόμος, διέφυγε από το συνεργείο και με κίνδυνο να έχει και αυτός τις ίδιες δοκιμασίες κρίσης αν τον έπιαναν, που είπαν οι πέντε συγκρατούμενοί μας, τόλμησε και έφθασε στο Αναρρωτήριο, για να μας φέρει το θλιβερό μαντάτο. Όταν σήκωσε την κουβέρτα και αντίκρισε το ωχρό πρόσωπο του Γιώργη μέσα στα αίματα, λύγισαν τα γόνατά του. Έσκυψε, του έδωσε το στερνό φιλί για όλους εμάς τους συντρόφους του, τη μάνα του, τον πατέρα του, τα αδέλφια του και με ευθύνη της βαριάς του αποστολής, έφθασε να μας φέρει την τραγική αυτή είδηση.

Το «Σύρμα» και αυτή τη φορά, νίκησε τη βία, όμως το τίμημα ήταν βαρύ. Ένας νεκρός και τέσσερις βαριά τραυματίες. Δύο στο Αναρρωτήριο με τσακισμένα τα μέλη τους, υπό αυστηρή φρούρηση, και δύο, που από τα βασανιστήρια σταμάτησαν τα ούρα τους, στο «401» Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

 

Όταν ένας – ένας γύριζε στο «Σύρμα», μετά τη σχετική ανάρρωσή του, διηγούνταν τη φρικτή εκείνη βραδιά της δοκιμασίας που άρχιζε με ψυχολογικά και περνούσε σε σωματικά βασανιστήρια, για να σπάσουν, να υποκύψουν, να παραδοθούν…

Όταν μας πήραν από τους φούρνους, μας πήγαν στο Α2 και ο αξιωματικός διέταξε και μας έβαλαν σε μια μεγάλη σκηνή, σκοτεινή με ένα σκοπό Αλφαμίτη έξω από την κλειστή πόρτα. Ήμασταν μέσα σε ένα σκοτάδι. Σε μια περισυλλογή τι θα μας κάνουν, πώς θα αντιδράσουμε από την πρώτη στιγμή. Έμπαιναν δυο-τρεις Αλφαμίτες μέσα στη σκηνή, μας έριχναν τους προβολείς, τους φακούς πάνω μας, στα πρόσωπά μας. Μας έβριζαν με χυδαίες εκφράσεις και κατέληγαν «θα κάνετε όλοι δήλωση μετάνοιας, αποκήρυξη του ΕΑΜοκομμουνισμού ή θα πεθάνετε, το “Σύρμα” θα το διαλύσουμε». Μια σιωπηλή αγωνία επικρατεί στη σκηνή.

«Λέγε ρε ΕΑΜοβούλγαρε, θα κάνεις δήλωση;!»

Ο Γιώργος Σαμπατάκος

Σε μια στιγμή, ακούγεται ποδοβολητό που σπάει τη νεκρική σιγή. Ερχονται. Μια άγρια φωνή λέει: «Σαμπατάκος». Εισορμούν τέσσερις αλφαμίτες. «Σήκω ρε π…. κομμούνι». Τον αρπάζουν, του ρίχνουν κατακεφαλιές.

«Ο κύριος φοιτητής. Εσύ είσαι ο καθοδηγητής εκεί μέσα; Απόψε θα κάνεις δήλωση ή θα πεθάνεις» και του ρίχνουν κλοτσιές και γροθιές στο κεφάλι. «Πάμε στο Α2 να υπογράψεις, να τελειώνεις». Τον πήραν τα σκυλιά, για το Α2. Δεν υπέκυψε και έπειτα στο σκοτάδι στην κόλαση και εμείς να ακούμε τα βογκητά του και τις βρισιές των βασανιστών. Αυτό είναι πιο χειρότερο από το να βασανίζεσαι ο ίδιος. Έτσι ήρθε η σειρά μας. Ένας – ένας στο Α2 και μετά στο σκοτάδι, στην άγρια νύχτα του Μακρονησιού, ανυπεράσπιστοι στα χέρια των βασανιστών.

 

Να πώς διηγείται ο Στυλιανού και συμπληρώνει ο Σοφρονάς τη φονική εκείνη βραδιά, που επέζησαν χάρη στην περιποίηση στο νοσοκομείο των συναγωνιστών και ορισμένων συντρόφων γιατρών:

Μετά που μας πήγαν έναν – έναν στο Α2 και αρνιόμασταν να κάνουμε δήλωση, μας έριχναν με κλοτσιές και γροθιές στο κεφάλι μέσα σε μια σκοτεινή μεγάλη σκηνή, μακριά, όπως κατάλαβα, απ’ αυτή που μας είχαν πρώτα όλους μαζί. Γύρω σου να στέκονται όρθιοι με τα στειλιάρια στο χέρι, σαν λιοντάρια έτοιμοι να σε κατασπαράξουν, οι βασανιστές, οι Αλφαμίτες. Ψωμάς, Σκαρπέλης, Λώρης, Κατσιμίχας, Χούλιας, Γκάσιος και τρεις άλλοι που πρώτη φορά τους βλέπαμε.

Το «Πάρτε τον αυτόν τον ΕΑΜοκομμουνιστή, τον ΕΑΜοβούλγαρο», που είπε ο αξιωματικός του Α2 στις πεινασμένες και διψασμένες από αίμα ύαινες, είχε σημασία. Άρχισαν δήθεν με το καλό τις πιέσεις για δήλωση. Οι δυο – τρεις να προσπαθούν να κρατήσουν τους άλλους, που προσπαθούσαν να πέσουν πάνω σου, να σου λένε: «Κάνε μια δήλωση να γλιτώσεις». «Μην είσαι κορόιδο ρε, οι άλλοι έκαναν». «Θέλεις να τους αφήσουμε να σε λιώσουν;».

 

Έπεσαν μερικές φάπες, γροθιές, κλοτσιές, στυλιαριές. «Απόψε δεν έχεις, ή θα κάνεις δήλωση ή θα πεθάνεις». «Λέγε ρε ΕΑΜοβούλγαρε». Όχι, δεν κάνω! Τότε έπεσαν πάνω μου, λυσσασμένα σκυλιά. Χτυπούσαν όπου ήταν. Αδέσποτα, ανοργάνωτα. Μ’ έσερναν από τα μαλλιά και με πήγαν έξω από τη σκηνή. Άκουγα τα βογκητά, μάλλον του Γιώργη. Μέσα στο σκοτάδι, στο ύψωμα, στήνουν έναν και πυροβολούν. Τον αρπάζουν και τον ρίχνουν από την άλλη πλευρά. Μετά άλλον, το ίδιο, τον πετάνε πίσω.

Ήρθε η σειρά μου. «Θα κάνεις δήλωση ή θα πεθάνεις, όπως οι άλλοι;» «Όχι, δεν κάνω», ήταν η απάντηση. Με στήσανε, όπως όπως, οι δυο και από απέναντι μου έριξαν. Είδα τις λάμψεις των πυροβολισμών και άκουσα. Μ’ άρπαξαν και με πέταξαν πίσω από το υψωματάκι. Μας έκαναν εικονική εκτέλεση για να εκφοβίσουν τους υπόλοιπους και να σπάσουν. Ξύπνησα σ’ ένα θάλαμο αναρρωτηρίου σ’ ένα ράντζο. Δεν μπορούσα να ουρήσω. Την άλλη μέρα με έστειλαν στο «401» Νοσοκομείο.

Και αφού δεν πέτυχαν τίποτα με κανέναν από τους πέντε, άρχισαν πάλι μέσα στο σκοτάδι σε έναν έναν ανελέητο ξύλο, ανοργάνωτο. Να βλέπεις το σύντροφό σου να τον κάνουν λιώμα, να σπαρταράει η καρδιά σου. Να βλέπεις να προσπαθεί να προφυλάξει το κεφάλι και του τσακίζουν τα χέρια και τα πόδια και τέλος να μένει πλέον ανήμπορος. Είναι άραγε νεκρός; Να λες ας έρθει η σειρά μου να τελειώνω… Αυτός γλίτωσε. Δεν υπέκυψε. Στάθηκε ο Άνθρωπος όρθιος απέναντι στη βία, το φασισμό. Αμετανόητος κομμουνιστής. Ήταν ο Γιώργης Σαμπατάκος, φοιτητής της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών. Έτσι πέρασε η σειρά και των πέντε.

Μας λιώσανε, μας σακάτεψαν, σκότωσαν τον Γιώργη, λέει ο μαθηματικός Σοφρονάς, όμως κανείς δεν υποχώρησε, δεν υπέκυψε, δεν πήραν από κανέναν την ατιμωτική δήλωση μετάνοιας. Το «Σύρμα» νίκησε τη βία, το φασισμό. Η διοίκηση αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την πιο πέρα προσπάθειά της για τη διάλυση του «Κλωβού των Αμετανόητων».

 

(Από το ανέκδοτο βιβλίο του Νίκου Μαλάμογλου «Μακρόνησος ο Νέος Παρθενώνας», δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη, στις 14 του Αυγούστου 2003.)

«Λέγε ρε ΕΑΜοβούλγαρε, θα κάνεις δήλωση;!»

Ο Νίκος Μαλάμογλου

Ο Νίκος Μαλάμογλου γεννήθηκε στη Μάδητο της Ανατολικής Θράκης το 1915 και από μικρή ηλικία έζησε με την οικογένειά του ενεργά όλες τις κρίσιμες ιστορικές στιγμές της Ελλάδας. Μέλος του ΚΚΕ από το 1935, ο «καπετάν Διάκος» του ΕΛΑΣ, αγωνίστηκε για την απελευθέρωση της πατρίδας και τιμήθηκε με μετάλλια ανδρείας. Για τις ιδέες και την πολιτική του δράση διώχτηκε σκληρά από το μετεμφυλιακό κράτος, ξεκινώντας από τη Μακρόνησο στο Α’ ΕΤΟ στον «κλωβό των αμετανόητων» μέχρι το 1957. Σεμνός αγωνιστής, τίμιος και αξιοπρεπής έβαλε τον πήχη της ζωής ψηλά ως το τέλος και «έφυγε» με το κεφάλι ψηλά, την Τετάρτη 10 του Αυγούστου 2011.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: