«Το κτίριο 15 του Χαϊδαριού»

Τα οράματα δεν σβήνουν με το θάνατο. Τα παίρνουν οι αγέρες και τα φυτεύουν σ’ άλλους. Γι’ αυτό, πεθαίνοντας χαμογελάς. Γιατί πάλεψες για την πατρίδα σου. Γιατί στάθηκες ντρέτος, κάνοντας πάντοτε το καλό.

Γιομάτο με κτίρια το στρατόπεδο τούτο. Μικρά για μεγάλα δεν έχει σημασία. Καθένα τους όμως κι ένα μαντρί των «αμνών για σφαγή». Και τους διαλεχτούς τους βάζανε στο κτίριο 15. Σ’ αυτό το κτίριο σβήνανε όνειρα κι ελπίδες. Σ’ αυτό το κτίριο καυτές ανάσες μελλοθανάτων είχανε αποτυπωθεί στους τοίχους. Απ’ αυτό το κτίριο φορτώνανε στους νιούς και στις νιές τους σταυρούς του μαρτυρίου και τραβούσανε για τον Γολγοθά. Σταλαγματιές αιμάτινες μέχρι το θυσιαστήριο της λευτεριάς. Το αίμα πότιζε τους δρόμους. Ο Μινώταυρος της φασιστικής θηριωδίας καθημερινά λουζόταν με το αίμα των πατριωτών. Και το χώμα του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής ρουφούσε, ρουφούσε τούτο το άλικο αίμα μέχρι την απελευθέρωση.

Μα η «καρδιά» της κόλασης τούτης, το ΚΤΙΡΙΟ «15», θα εξακολουθήσει να υπάρχει κι αργότερα. Τι κι αν αποχώρησαν οι εωσφόροι κι οι σατανάδες; Άλλοι θα τους αντικαταστήσουν.

Τι κι αν οι ψυχές των πατριωτών τριγυρνούσαν ακόμα σ’ εκείνα τα μακρόστενα κελιά; Τα μαστίγια θα ξαναβουίξουν και θ’ αυλακώσουν πλάτες «απελευθερωμένων» πατριωτών. (…)

Στο κτίριο «15»

«Σε θέλουν στο Α2», μου είπαν. Μου έδωσαν κι ένα χαρτάκι. Γράψανε πού να πάω και ποιόν να ζητήσω. «Δεν είναι τίποτα το σπουδαίο. Κάτι θα σε ρωτήσουν…». Τότε σκέφτηκα τον πατέρα μου. Κάτι θα του έλεγαν στην ασφάλεια και σάπιζε για χρόνια στις φυλακές. Μέχρι να «τακτοποιηθεί» εκείνο το «κάτι», δεν άφησε φυλακή για φυλακή. Αβέρωφ, Βούρλα, Χατζηκώστα, Αίγινα, Θήβα, κι ύστερα,…αθώος. Όλα τέλειωσαν γι’ αυτούς. Για τους «μεγάλους και τρανούς». Μα και για τους «φίλους και συμμάχους». Ένα «αθώος», κι όλα μέλι-γάλα. Μόνο που κοιτάς τον καθρέφτη κι έχεις ασπρίσει. Τα υνιά του χρόνου σούχουν αυλακώσει το μέτωπο. Ρυτιδιασμένο το κούτελο της νιότης. Το να πολεμάς για τη λευτεριά της πατρίδας σου είναι «έγκλημα». Και το τίμημα βαρύ, πολύ βαρύ. Προσφέρεις στο βωμό της τη στέρηση του ωραιότερου κομματιού της ζωής σου. Τη στέρηση της οικογένειάς σου. Κι ύστερα, πεθαίνεις χαμογελώντας.

Όχι όμως μπροστά στον καταχτητή. Αλλά μπροστά στους «ελευθερωτές». Τα βόλια που παίρνουν ζωές είναι σαν το χρήμα. Χωρίς πατρίδα θρησκεία και χρώμα.

Μα εδώ, δε σου παίρνουν τη ζωή μ’ ένα βόλι, με μια σμπαριά. Σε σκοτώνουν καθημερινά. Τα ιδανικά σου τα κλειούνε σ’ ένα μπουντρούμι. Μα τα ιδανικά δεν πεθαίνουν. Μπορεί το κορμί σου να το σακατέψαν οι βουρδουλιές. Μπορεί από τα βασανιστήρια να σε κάνανε «ερείπιο», μα ανεξίτηλη μένει η μεγάλη ιδέα π’ αστράφτει και φεγγοβολά. Τα οράματα δεν σβήνουν με το θάνατο. Τα παίρνουν οι αγέρες και τα φυτεύουν σ’ άλλους. Γι’ αυτό, πεθαίνοντας χαμογελάς. Γιατί πάλεψες για την πατρίδα σου. Γιατί στάθηκες ντρέτος, κάνοντας πάντοτε το καλό. Ποιος όμως μπορεί να αντικαταστήσει εκείνα τα χρόνια; Ήτανε 45 χρονών και βγήκε γέρος. Αθώος. Κι ας του στέρησαν τη λευτεριά του. Μια κουβέντα είναι. Πολεμάς για τον ξεσκλαβωμό της πατρίδας σου και σου σακατεύουν κάθε όσιο κι ιερό. Σε μπουντρουμιάζουν, γιατί έδωσες τα πάντα για την Ελλάδα. Κι όμως λες χαλάλι.

Εκείνο το «προσωρινό», κράτησε 117 μέρες. Κοντά 4 μήνες σε «αυστηρά απομόνωση».

«Το κτίριο 15 του Χαϊδαριού»

«Το κτίριο 15 του Χαϊδαριού»

Ανέβηκα τα σκαλοπάτια της κεντρικής εισόδου, κι αριστερά μου ήταν το δεσμωτήριο. Το γραφείο των δεσμοφυλάκων. Πρώτο και κύριο, παρέδωσα το όπλο και τα λοιπά «χρειώδη», μια και ήταν επικίνδυνα στα χέρια μου. Ύστερα με πήγανε σ’ ένα κελί. Ο διάδρομος και στις δύο μπάντες του ήταν με τέτοια κελιά. Η πρώτη μου γνωριμία της τυπικής επίσκεψης. Κάμποσο μακρύ ήταν. Δύο – τρία μέτρα. Είχες την ευκαιρία να βολτάρεις. Στο πλάτος όμως! Σαν στενοσόκακο καλντερίμι. Ίσα, ίσα που χωρούσε το στρώμα και πέρσευε καμιά πιθαμή. Θάτανε δε θάτανε ένα μέτρο. Το ύψος του όμως ήταν αρκετό. Και στο μέσο του τοιχίου της ανατολικής πλευράς, απέναντι από την κλειδαμπαρωμένη πόρτα και λίγο πιο κάτω απ’ το ταβάνι, είχε ένα μικρό παραθυράκι γύρω στους 30 πόντους με κάγκελα. Σαν τραβιόμουνα προς τα πίσω, κοντά στην πόρτα, έβλεπα κι ένα …μόριο απ’ την απεραντοσύνη τ’ ουρανού. Κάτι ήτανε κι αυτό. Μια χαραμάδα ελπίδας για το αύριο. Όσο για το αχυρένιο στρώμα, πάλι καλά. Φρόντιζαν για την …υγεία μας οι καλοί Σαμαρείτες, να μην πάθουμε και κανένα πλευρίτη. Όμως κι αυτό το αντικαταστήσανε με μια κουβέρτα λίγο αργότερα. Δεν βαριέσαι, τέτοια θα κοιτάμε; Κάθισα στο καντούνι. Χίλιες δύο σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό μου. Άραγε γιατί; Μήπως είπα σε κανένα καμιά κουβέντα που δεν έπρεπε; Μήπως έτσι, μήπως αλλιώς;

Απόγεμα ήταν η πρωτογνωριμιά με το κελί μου. Και φαίνεται πως σεβάστηκαν τον ποδοσφαιριστή, για σήμερα τουλάχιστον, και μ’ άφησαν ήσυχο. Κι όπως ξάπλωσα, είδα «ψυχές». Είδα αιμάτινα πρόσωπα να μου χαμογελούν και να μου δίνουν κουράγιο. Κουράγιο, όχι γιατί με διάλεξαν για εκτέλεση οι γερμανοί φασίστες καταχτητές και μ’ έφεραν σε τούτο δω το κτίριο. Μα γιατί συνέχιζαν οι «δικοί» μας. Τα τσιράκια τους. Τα ξεράσματά τους. Και που ακολουθούν την ίδια τακτική στο ίδιο κτίριο. Στο ΚΤΙΡΙΟ «15» των μελλοθανάτων.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Κουβά “Το κτίριο 15 του Χαϊδαριού”, εκδ. Θεμιστοκλής Λ. Φασούλας, Καισαριανή 1992

***

«Το κτίριο 15 του Χαϊδαριού»Ο Γιάννης Κουβάς γεννήθηκε στην Καισαριανή το 1925, από γονείς πρόσφυγες από τη Μικρασία. Είναι συνταξιούχος Λυκειάρχης Φυσικής Αγωγής (υπηρέτησε σε Γυμνάσια της επαρχίας και της Αθήνας), προπονητής ποδοσφαίρου, στίβου και πετοσφαίρισης. Υπήρξε Διευθυντής του Δημοσίου Παιδικού Γυμναστηρίου Καισαριανής και έχει συνεργαστεί με αρκετές εφημερίδες, ιδίως επαρχιακές (Επαρχιακά Νέα, Δρήρο Λασιθίου Κρήτης, Φως κλπ.), τοπικές καθώς και με διάφορα περιοδικά. Έγραψε περισσότερα από τριακόσια άρθρα αθλητικού και κοινωνικού περιεχομένου (ιστορία του Αθλητισμού, Ολυμπιακοί Αγώνες, Ο θεσμός των κατασκηνώσεων, Αληθινές ιστορίες της ζωής από 7ετή εθελοντική υπηρεσία του στο Αναμορφωτήριο κλπ.). Έχει εκδώσει πολλά βιβλία (λαογραφία, παιδικά ποιήματα, σάτιρα, ζωγραφική, αθλητισμός). Σε γιορτές πολλών σχολείων έχουν παιχτεί και διδαχτεί από τον ίδιο διάφορα έργα του, όπως Το παραμύθι της γιαγιάς, Οι καλικάντζαροι, Η τράτα, Τα Χριστούγεννα κλπ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: