Κατίνα Τέντα – Λατίφη: Η ιστορία έκδοσης ενός φύλλου του Ριζοσπάστη στις συνθήκες παρανομίας τη δεκαετία του 1950

“Είχα τραβήξει τη βάση και τύπωνα όταν είδα στην πόρτα του σπιτιού μπότες αξιωματικού χωροφυλακής. Η απόσταση 5 μέτρα. Σπρώχνω προσεχτικά με το πόδι τη βάση κάτω απ’ το κρεβάτι και πήγα μπροστά του. Είχα παγώσει. Δυο βήματα να έκανε, θα την έβλεπε…”

Δημοσιεύουμε σε δύο μέρη κείμενο που έστειλε στον Ριζοσπάστη η Κατίνα Τέντα – Λατίφη, συγγραφέας, αντιστασιακή, μαχήτρια του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, όπου εξιστορεί γλαφυρά την «ιστορία» έκδοσης ενός φύλλου του οργάνου της ΚΕ του ΚΚΕ  στις συνθήκες παρανομίας τη δεκαετία του 1950.

Η Κατίνα Τέντα – Λατίφη γεννήθηκε στον Αλμυρό πριν από 94 χρόνια. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και στη συνέχεια στον Εφεδρικό ΕΛΑΣ. Μετά τη Βάρκιζα, όπως και άλλοι αγωνιστές διώχθηκε, φυλακίστηκε και εξορίστηκε. Δραπέτευσε και εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας.

Μετά την υποχώρηση πέρασε στην πολιτική προσφυγιά. Τη διετία 1952 – 1954 κατέβηκε και έδρασε παράνομα στην Αθήνα μαζί με την ομάδα του Ν. Μπελογιάννη. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974. Εχει πλούσια συγγραφική δραστηριότητα. Στο βιβλίο της «Τα Απόπαιδα» αναφέρεται αναλυτικά στις μνήμες της σε όλη την περίοδο συμμετοχής της στους λαϊκούς αγώνες.

Μέρος 1ο

(Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη, Σάββατο 26 Φλεβάρη 2022 – Κυριακή 27 Φλεβάρη 2022)

Ηταν αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, περίοδος κατά την οποία το ΚΚΕ προσπαθούσε να περάσει απ’ την πολεμική σύγκρουση και την ήττα του ΔΣΕ στην ειρηνική ανασυγκρότηση των Κομματικών Οργανώσεων που είχαν διασωθεί από τις απανωτές συλλήψεις και τις εκτελέσεις. Με χίλιες δυο προφυλάξεις ήθελαν να διατηρήσουν μια κάποια παρουσίαση, ότι υπήρχαν, ότι δεν είχαν τα πάντα εξαρθρωθεί.

Ο καλύτερος τρόπος γι’ αυτό ήταν οι διάφορες και πολύμορφες εκδόσεις, αλλά κατά κύριο λόγο η έκδοση και διανομή του «Ριζοσπάστη», της κεντρικής εφημερίδας του ΚΚΕ, που είχε σταματήσει να εκδίδεται νομίμως, όταν στο τέλος του 1947 τέθηκαν εκτός νόμου το ΚΚΕ και όλες οι ΕΑΜικές οργανώσεις.

Η παράνομη έκδοσή του συνεχίστηκε και παρ’ όλες τις συλλήψεις που έγιναν στον μηχανισμό που τον εξέδιδε, όμως το τυπογραφείο επί της οδού Μύλων 88 εξακολουθούσε να δουλεύει. Εκεί τυπώνονταν ο «Ριζοσπάστης» και η «Αδούλωτη Αθήνα». Τους είχε οργανώσει και ήταν υπεύθυνος ένας παλαίμαχος κομμουνιστής, ο Γεώργιος Γεωργίου. Το 1953, μήνα Σεπτέμβρη, πιάστηκαν ο Γεωργίου και όλος ο εκδοτικός μηχανισμός. Σταμάτησαν τότε και ο «Ριζοσπάστης» και τα άλλα έντυπα.

Το Κόμμα έψαχνε να βρει τρόπο να τον ξαναεκδώσει. Το να κάνεις όμως ένα καινούργιο εκδοτικό παράνομο στέκι ήταν εξαιρετικά δύσκολο.

Εγώ ανήκα στην πρώτη ομάδα του Μπελογιάννη και μετά από τη σύλληψη και την εκτέλεσή του, όταν κατέβηκα το 1952 στην Αθήνα με εντολή του Πολιτικού Γραφείου, ύστερα από αναγκαστικές αλλαγές, συνδέθηκα με δύο μέλη της ΚΕ που μόλις είχαν κατέβει, τον Βασίλη Ζάχο και τον Λεωνίδα Τζεφρώνη.

Με τον Ζάχο συνδέθηκα κατ’ ανάγκη, γιατί προοριζόμουν να συνδεθώ με τις επαφές που θα δημιουργούσε ο Γκένας, ο οποίος δεν γνώριζε την Αθήνα και το ραντεβού μας στην οδό Μάρνης δεν έγινε. Αρχισε να βραδιάζει και έμεινα στον δρόμο χωρίς καμία σύνδεση, χωρίς χώρο να μείνω. Αναγκάστηκα να ξαναγυρίσω στο κατάστημα επί της Πατησίων, όπου είχα δώσει ένα σημείωμα κωδικοποιημένο που προοριζόταν για τον Τζεφρώνη.

Τον προειδοποιούσε το Πολιτικό Γραφείο να εγκαταλείψει ένα σπίτι όπου κρυβόταν, γιατί θεωρούσαν ότι ανήκε στον μηχανισμό του Πλουμπίδη. Κρύφτηκα στο πατάρι με πολλά ποντίκια επί μια βδομάδα. Ανήκε σε ξάδερφο του Ζάχου και όταν με πήραν από εκεί με πήγαν στο σπίτι αυτού του ξαδέρφου.

Εγώ είχα ξέχωρη αποστολή, να ψάξω και να βρω ειδικό κατάλυμα για στελέχη της ΚΕ, τον Γούσια, τον Φλωράκη και μετά τον Κολιγιάννη. Εδώ κάνω μια παρένθεση: Το 1954 ο Κολιγιάννης κρύφτηκε στο σπίτι της Χαρούλας Τσαβαλιά – Οικονόμου, στου Γκύζη, το οποίο είχα νοικιάσει εγώ με λεφτά του Κόμματος, και την είχα φέρει οικογενειακώς από τον Βόλο – ήταν μοδίστρα. Οταν εγώ γύρισα στη Ρουμανία, ο Κολιγιάννης, που έμενε σ’ αυτό το σπίτι, μετά έστειλε εκεί δυο παιδιά απ’ την Ηπειρο. Τους έπιασαν όλους – εκτός του Κολιγιάννη, που νομίζω είχε φύγει – πέρασαν στρατοδικείο στα Γιάννενα και αν δεν απατώμαι, ο ένας εκτελέστηκε. Η δε Χαρίκλεια κλείστηκε στη φυλακή για ένα διάστημα μαζί με την έγκυο αδερφή της. Το παιδί που γεννήθηκε είναι ο Στάθης Συκάς, ο καθηγητής του Πολυτεχνείου.

Ο Γούσιας δεν ήρθε στο δικό μου ραντεβού γιατί άργησε και θεωρήθηκε ότι το παρακολουθούσε η Ασφάλεια.

* * *

Στο σπίτι του εξάδελφου του Ζάχου έμεινα για αρκετό καιρό, ήταν επί της Κοδριγκτώνος, κοντά γωνία με την Πατησίων. Το ζευγάρι, ο Μήτσος και η Μαρία είχαν μια 7χρονη κορούλα, την Βάσω, πανέξυπνο πλάσμα, και έναν γιο, τον Γιαννάκη, δυόμισι χρονών. Η Μαρία είχε μια αδελφή που ζούσε στον Πολύδροσο, μαζί με τον άντρα της τον Αλέκο και τον μικρό Γιαννάκη. Την έλεγαν Κασσιανή. Για μένα δεν γνώριζαν τίποτε, με είχαν συστήσει σαν φίλη του απ’ την επαρχία που έχει τον αδελφό της άρρωστο σε νοσοκομείο.

Οταν η Κασσιανή επισκεπτόταν την Μαρία, τα δύο μικρά έπαιζαν με τα αυτοκινητάκια που τους είχαν δωρίσει και κάπου έκαναν δήθεν στάση. Κι έλεγαν «Στάση! Πολύδροσος, οδός Ρόδων». Το έλεγαν συχνά αυτό και είχε καρφωθεί στο μυαλό μου ότι εκεί θα έπρεπε να κατοικούσε η Κασσιανή. Αυτός ο Γιαννάκης που το φώναζε ήταν διάβολος, ο άλλος της Μαρίας ήταν εντελώς αθώος.

Το σπίτι της Μαρίας είχε τρία σκαλοπάτια πιο κάτω και δίπλα ήταν ένα παράθυρο με πρεβάζι, όπου τον άφηναν όταν πήγαινε η Μαρία για ψώνια. «Αν περάσει η θεία σου και με ζητήσει να πεις ότι δεν είμαι εδώ». Και μια μέρα που πέρασε η θεία του και τον ρώτησε, της είπε: «Η μαμά μου δεν είναι εδώ, κανένας δεν είναι, ούτε στην αποθήκη κρύβεται κανένας». Ηταν πολύ επικίνδυνος και δεν τον ξαναφήσαμε (τώρα είναι συνταξιούχος γεωπόνος).

Κάθισα εκεί με το ψευδώνυμο «Βάσω», ήταν το όνομα της κορούλας τους. Πάντα έπαιρνα ονόματα του σπιτιού που έμενα, για να μην προδοθώ. Κάποια Κυριακή που οι νοικοκυραίοι είχαν πάει στην εκκλησία, ήρθε ένας ανιψιός τους που φοιτούσε στη Σχολή Ευελπίδων. Ηθελε να με πάρει να τον συνοδεύσω σε μια γιορτή της Σχολής Ευελπίδων όπου φοιτούσε κι ένας πατριώτης μου πολύ αντιδραστικός, που δεν με συμπαθούσε καθόλου.

Τότε τρόμαξα και με τρόπο έφυγα απ’ το σπίτι, αλλά δεν είχα πού να πάω. Τότε θυμήθηκα το «Πολύδροσος, στάση Ρόδων». Είχε σχεδόν σκοτεινιάσει όταν εμφανίστηκα στην πόρτα τους. Οι άνθρωποι μόνο που δεν λιποθύμησαν.

– Πού είναι η Μαρία; με ρώτησαν. Γιατί δεν μας τηλεφώνησε ότι θα ερχόσουν; Τι σημαίνουν αυτά;

Τότε υποψιάστηκαν ότι είμαι παράνομη, αλλά δεν ήξεραν τι είδους παράνομη, δεν γνώριζαν ότι με είχαν τυλίξει στην κατηγορία περί κατασκοπείας που σ’ έριχνε κατευθείαν στον θάνατο.

– Η Μαρία, τους είπα, δεν ξέρει τίποτε και ούτε πρέπει να μάθει ότι ήρθα εδώ.

* * *

Ετρεμαν και ύστερα από συζήτηση μεταξύ τους, αποφάσισαν να μείνω εκείνο το βράδυ εκεί γιατί είχε νυχτώσει αλλά την επομένη το πρωί να φύγω. Πού να πήγαινα; Δεν είχα κανέναν. Απ’ τα δυο τρία σπίτια που ήξερα ότι ήταν στην Αθήνα, αυτά όλα ήταν στο κυνηγητό απ’ την Ασφάλεια. Αναγκαστικά έμεινα και την επομένη και τη μεθεπόμενη.

Το σπίτι τους – που υπάρχει όπως ήταν, ατόφιο – είχε δυο δωμάτια κι ένα μικρό «αντρέ» που χρησιμοποιούνταν και σαν σαλονάκι, είχε κι ένα μικρό κρεβάτι όπου κοιμήθηκα εγώ. Κολλητά με το δικό τους ήταν ένα άλλο παρόμοιο σπίτι, των οποίων ο τοίχος που χώριζε τους λαχανόκηπους ήταν τόσο χαμηλός, δίπλα σ’ ένα παράθυρο, απ’ όπου πηδούσαν η μία στο σπίτι της άλλης για να μην κάνουν ολόκληρο κύκλο.

Σ’ αυτό το σπίτι κατοικούσαν δυο αδέλφια που ανήκαν σε φασιστική οργάνωση και κυκλοφορούσαν με πιστόλια και ειδικές φορεσιές. Είχαν και μια αδελφή – πολύ συμπαθητική κοπέλα, που την έλεγαν Πίτσα. Πήρα αμέσως το όνομά της ότι λέγομαι κι εγώ Πίτσα, αυτή μπαινόβγαινε απ’ το παράθυρο και οι νοικοκυραίοι έτρεμαν. Εβλεπαν όμως ότι όλο ήταν ήσυχα, εγώ βοηθούσα στο σπίτι και τους έπλενα διάφορα πουλόβερ κ.λπ.

Οταν όμως έπρεπε να βγω για κομματική δουλειά, τότε γινόταν χαμός κι εγώ προσπαθούσα να τους καθησυχάσω πως τίποτε δεν θα συμβεί. Τους εξηγούσα ότι εγώ βρίσκομαι σ’ αυτόν τον κίνδυνο όχι για να καθίσω σπίτι, αλλά για να παλέψω για το καλό της κοινωνίας. Θυμούμαι που με ρώτησαν: «Αν κερδίσει ο κομμουνισμός θα μας πάρετε το σπιτάκι μας;». Οι άνθρωποι δεν ήταν αριστεροί, δεν είχαν ιδέα απ’ τα κομματικά.

Τον μόνο όρο που μου έβαλε ο Αλέκος για να μείνω εκεί, ήταν να του πω την αλήθεια ότι δεν κατάγομαι από την Πελοπόννησο, «αν είσαι από εκεί με συγχωρείς, αλλά θα φύγεις αμέσως». Δεν τους χώνευε, όλοι οι φορατζήδες, όλοι οι χωροφυλάκοι από εκεί είναι. «Μας έχουν ψοφήσει στα πρόστιμα».

Ο ίδιος είχε έναν στάβλο με αγελάδες και πωλούσε το γάλα τους. Ηταν σε ένα δικό του οικόπεδο, αρκετά μακριά απ’ το σπίτι τους. Φυλαγόμασταν κι απ’ τον μικρό, που δεν με χώνευε καθόλου. Στην αρχή είχαμε αγάπες, αλλά επειδή έπινε νερό απ’ το κατσαρόλι του σκύλου και ο πατέρας του τον έδερνε, του είπα εγώ: «Μην τον δέρνεις, δώσ’ του τα παιχνίδια του και βάλτον στο δωμάτιό του μερικές ώρες τιμωρία».

Τι ήταν να το πω; «Ζεν σέλω τιμωρία, σέλω ξύλο». Ούρλιαζε, φώναζε, ποιος ξέρει πώς αντιλήφθηκε τη λέξη «τιμωρία» και του έγινα το πιο μισητό άτομο. Το ‘λεγε στα παιδάκια της γειτονιάς «η Πίτσα είναι πολύ κακιά, να την παραχώσουμε!». Το όνομα με έσωζε. Είχε έρθει ένας θείος του απ’ τα Τρίκαλα. «Φύγε από εκεί» έλεγε στον θείο του, «αυτού κοιμάται η Πίτσα».

– Ποια Πίτσα, ρε χαζό; Η Πίτσα κοιμάται στο σπίτι της.

– Οχι αυτή! Η άλλη, η δική μας Πίτσα!

Μέρος 2ο

(Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη, Σάββατο 5 Μάρτη 2022 – Κυριακή 6 Μάρτη 2022)

Κάποια μέρα κατέβηκα στην Αθήνα για τη δουλειά μου, βλέπω μπροστά μου τον Λεωνίδα Τζεφρώνη, παλιό μου συναγωνιστή και φίλο. Πιο πέρα καθόταν και ο Ζάχος. Είχαν έρθει και οι δυο για να μου μιλήσουν για άμεση ανάγκη να βρεθεί ένας χώρος να εκδοθεί ο «Ριζοσπάστης». Μου εξήγησαν για το κενό που υπάρχει μετά τη σύλληψη και σκοτωμό αργότερα του Γεωργίου. Αλλωστε, ήταν το κεντρικό θέμα στα ΜΜΕ. Αυτά μου μιλούσαν, αλλά εγώ δεν είχα καμία δυνατότητα, ήμουν στο ψάξιμο γι’ αυτούς που περίμενα και δεν έβρισκα σίγουρα σπίτια. Χωρίσαμε, αλλά το πρόβλημα άρχισε να με απασχολεί και μένα κι ούτε το κατάλαβα πια ότι άρχισα να το συζητάω με την νοικοκυρά την Κασσιανή. Και σε κάποια στιγμή, της το είπα ανοιχτά:

– Να δοκιμάζαμε να βγάλουμε μια εφημερίδα να δούμε πώς θα τα καταφέρουμε;

Τρόμαξε. Τι είναι αυτά που λες, θέλεις να μας σκοτώσουν όλους; Εγώ το είπα λίγο σαν αστείο, λίγο σαν σοβαρό. Αυτή πήρε τη σοβαρή πλευρά, που θα βγάζαμε εφημερίδα με την Πίτσα, με τον Γιαννάκη, γίνονται αυτά; Δεν βλέπεις την αγωνία που περνάμε καθημερινά με σένα;

– Ναι, της λέω, αλλά είδες, δεν πάθαμε τίποτε. Φοβόμαστε, αλλά αν πάρεις όλα τα μέτρα προσεχτικά δεν παθαίνεις τίποτε. Θα την κρύβουμε κάτω απ’ το κρεβάτι.Ως τώρα απορώ πώς φθάσαμε να κάνουμε εκεί τυπογραφείο. Οι άνθρωποι, όσο και να μην κατανοούσαν τον κίνδυνο που αντιμετώπιζαν σε όλο το μέγεθός του, ήξεραν ωστόσο – διάβαζαν στις εφημερίδες – τι ακριβώς βαριές τιμωρίες θα είχαν αν μας έπιαναν. Στάθηκαν πραγματικοί ήρωες! Κασσιανή και Αλέκος Πλιάκος από τα Τρίκαλα, Θεσσαλοί και οι δύο, και Γιάννης Πλιάκος, ο γιος τους, σημερινός συνταξιούχος τραπεζικός υπάλληλος με σπουδές στο Λονδίνο.

Λίγο λίγο αρχίσαμε με την Κασσιανή να κόβουμε ένα άσπρο σεντόνι σε μικρά κομματάκια. Τόσο μικρά όσο να χωράει στο καθένα ένα τυπογραφικό γράμμα. Πήρα μετά ένα μπλε μολύβι κι έγραψα στο καθένα από ένα γράμμα της αλφαβήτου. Αλλά ποιας αλφαβήτας; Μόνο τα 24; Πρώτα πρώτα έγραψα τα απλά, μετά τα κεφαλαία, τους διφθόγγους, όλα τα φωνήεντα με τους διάφορους τόνους, τις οξείες, τις περισπωμένες με τόνο, με αποστροφή, με διαστολές, με άνω και κάτω τελεία, με θαυμαστικό, με τελεία, με κόμμα, με ερωτηματικό κ.λπ., και στη συνέχεια έγραψα όλα τα νούμερα, τους αριθμούς κ.λπ., χαμός!

* * *

Ηρθε μετά η σειρά των τυπογραφικών στοιχείων. Αυτά θα τα έπαιρνα απ’ τον Αλέκο Λογαρά, ήταν ο μικρότερος γιος μιας οικογένειας που όλοι ήταν φυλακή.

Το σπίτι τους ένα άσπρο παλιό σπιτάκι στην πλαγιά που είναι τώρα το ξενοδοχείο, που τότε ήταν μια πλαγιά χωρίς κτίσματα, κάποιο σπιτάκι πότε εδώ, πότε εκεί.

Θα με συνόδευε σ’ αυτό ο Τζεφρώνης. Εκεί μου δίναν πότε δύο, πότε τρία πακέτα σαν μασούρια τα στοιχεία τα τυπογραφικά. Πρέπει να πω ότι στη Σχολή στην Μπριάζα της Ρουμανίας, που ετοίμαζε στελέχη για παράνομη δουλειά στην Ελλάδα, σχολή που αργότερα ονομάστηκε «Μπελογιάννης», μας δίδασκαν την τυπογραφική διαδικασία. Ετσι ήξερα να στοιχειοθετώ τα γράμματα.

Το κακό ήταν ότι δεν μου τα έδεναν γερά και μια φορά που θυμούμαι, φορούσα μια δαντελένια μπλούζα άσπρη, χωρίς μανίκια και κρατούσα κάτω απ’ τη μασχάλη μου δυο τέτοια μασούρια δεμένα σε μια εφημερίδα με σπάγκο που λάσκαρε και ένιωθα να διαλύεται το πακέτο, έτοιμο να διαλυθεί. Φοβήθηκα πως θα με έπιαναν μέσα στο λεωφορείο που με πήγαινε στο σπίτι της Ρόδου, και κατέβηκα γρήγορα για να σώσω την κατάσταση. Γιατί τα στοιχεία σκορπούσαν σαν την άμμο.

Για να κουβαλήσω τα στοιχεία πήγα 2 – 3 φορές. Την τελευταία φορά που πήγαμε με τον Τζεφρώνη, φτάσαμε σε μια απόσταση απ’ το σπίτι και δεν είδαμε το σημάδι στο παράθυρο. Σταθήκαμε και το κοιτούσαμε από μακριά κι ευτυχώς δεν πήγαμε, μέσα ήταν η Ασφάλεια, η οποία είχε συλλάβει τον Αλέκο με όλα τα στοιχεία που έπαιρνε από γνωστό του. Απ’ ό,τι μάθαμε το παιδί δεν μας πρόδωσε, του πρότειναν να μαρτυρήσει και να το στείλουν στην Αμερική, αλλά δεν πήγε. Εμένα δεν με γνώριζε, τον Τζεφρώνη όμως τον ήξερε.

Μετά την εξασφάλιση των στοιχείων μάς έλειψε το κυριότερο: Η βάση πάνω στην οποία θα περνούσε ο κύλινδρος με τη μελάνη. Καταρχάς έβαλα σε κάθε σακουλάκι του σεντονιού το αντίστοιχο γράμμα. Γέμισε το σεντόνι, έγινε ασήκωτο. Αυτό μου ‘φαγε πολύ χρόνο με όλες τις προφυλάξεις, το σπρώξαμε με την Κασσιανή πάνω απ’ το κρεβάτι. Ο άντρας της δεν νομίζω ότι βοηθούσε, είχε απομακρυνθεί απ’ αυτή την απίστευτη επικίνδυνη τρέλα, όπως έλεγε.

Ο Ζάχος με τον Τζεφρώνη μού έκλεισαν ένα βραδινό ραντεβού στο μέρος του Ν. Ψυχικού, στο σημείο της Αγίας Βαρβάρας, κάπου εκεί που είναι τώρα η Εθνική Τράπεζα. Ηταν τότε χωράφι όλη η γύρω περιοχή.

Τη βάση – μου είπαν ζύγιζε 70-80 οκάδες – τη σήκωσαν μέσα σ’ ένα τσουβάλι οι δυο τους. Δεν έπρεπε όμως κανένας τους να μάθει, ούτε καν να υποψιαστεί, προς ποια κατεύθυνση θα την πήγαινα εγώ.

Το βάρος ήταν μεγάλο και δυσκολεύονταν να μου τη φορτώσουν στον ώμο μου. Οταν το κατάφεραν, τα πόδια μου χώθηκαν μέσα στο χώμα, που ήταν φρεσκοσκαμμένο και υγρό. Δεν μπορούσα να τα σηκώσω, ήταν βουλιαγμένα και θαρρείς κολλημένα. Θυμούμαι τον Τζεφρώνη που έσκυψε και μου σήκωσε το ένα πόδι, έτσι για να πάρω μπρος και ο Ζάχος με κρατούσε από τη μέση. Η βάση ήταν σιδερομολυβένια, αρκετά τετράγωνη, μάλλον ορθογώνια και την είχαν σε τσουβάλι. Ανησυχούσαν αν θα την αντέξω.

Και τώρα που το γράφω δεν πιστεύω πως τη σήκωσα. Η απόσταση δε, από εκεί ως το σπίτι, που ήταν αρκετά μεγάλη, χωράφια, θάμνοι, καλαμιές και σκίνα. Το πιο επικίνδυνο ήταν ότι έπρεπε υποχρεωτικά να περάσω από ένα στενό μονοπάτι, με θάμνους κι από τις δυο πλευρές, όπου εκεί έστηναν ενέδρα οι φασίστες και τα αδέλφια της Πίτσας, και είχαν μάλιστα κάποιον σηκώσει. Αν τη γλίτωνα τη γλίτωνα, αλλιώς καιγόμασταν όλοι.

Ούτε θυμούμαι πώς έφτασα στο σπίτι της οδού Ρόδων και εκεί δεν μπορούσα να ανέβω τα 3 – 4 σκαλοπάτια.

Οταν μπήκα στο δωμάτιο η Κασσιανή έκανε τον σταυρό της και ο Αλέκος με ρωτούσε «ποια μάνα με γέννησε».

Εκεί όμως προκλήθηκε άλλο πρόβλημα. Δεν μπορούσαν να μου την κατεβάσουν απ’ τον ώμο τη βάση. Δεν είχαν την απαιτούμενη δύναμη και φοβούνταν μήπως τους πέσει και σπάσουν οι πλάκες. Σιγά σιγά πλησίασα το κρεβάτι όπου θα την κρύβαμε και σιγά σιγά την έριξα.

* * *

Πριν αρχίσω τη στοιχειοθέτηση, με ειδοποίησαν να κατέβω επί της Πανεπιστήμιου, στο πεζοδρόμιο μπροστά στη Βιβλιοθήκη, με μια τσάντα δερμάτινη του χεριού και να έχω ανοιχτό το φερμουάρ της. Ηταν θυμούμαι μια ωραία Κυριακή, κι εκεί που καθόμουν και μασούσα επίτηδες τσίχλα, δεν κατάλαβα καθόλου πώς βρέθηκε στην τσάντα μου ένα στενόμακρο δεματάκι τυλιγμένο με άσπρο χαρτί. Με πολύ διακριτικότητα ξετύλιξα μια γωνία του χαρτιού και είδα τον μολυβένιο τίτλο «Ριζοσπάστης».

Εφυγα με το λεωφορείο για το σπίτι. Τα είχα όλα τώρα. Κι αμέσως άρχισα τη στοιχειοθέτηση. Απ’ ό,τι θυμούμαι το κύριο άρθρο το είχε γράψει ο Ζάχος, δεν θυμούμαι το περιεχόμενό του όλο, αλλά αναφερόταν και στη Συμφωνία της Βάρκιζας. Αυτό το ξέρω γιατί κάπου είχα διαφορετική γνώμη και του την είπα. Είχε και άλλα αρθράκια και εργατικές ειδήσεις. Μελετήσαμε με την Κασσιανή ποιες στιγμές της μέρας θα μπορούσα να τυπώνω.

Κι όταν άρχισα τη στοιχειοθέτηση, άρχισε το δράμα. Π.χ. για τη φράση «Συμφωνία της Βάρκιζας που έγινε…», τραβούσα το σεντόνι κι έψαχνα το σακουλάκι με το γράμμα -Σ- κεφαλαίο, μετά το σακουλάκι με το -υ-, μετά εκείνο το γράμμα με -μ-, μετά με το -φ-, μετά με το -ω- και ούτω καθεξής. Εψαχνα το σακουλάκι, έπαιρνα το γράμμα, έσπρωχνα μετά το σεντόνι κάτω απ’ το κρεβάτι κι αυτό πάλι για τη συνέχιση.

Η στοιχειοθέτηση όλου του «Ριζοσπάστη» κράτησε πολύ καιρό. Οταν τελικά την τελείωσα, άρχισα να τυπώνω με τον κύλινδρο. Αυτό ήταν πιο εύκολο, αλλά άφηνε ένα θόρυβο, σφιτ – σφιτ, κι αυτό μας τρόμαξε, γιατί το παράθυρο με την Πίτσα δεν έκλεινε ποτέ. Πρόσεχα πάρα πολύ, και η Κασσιανή έκανε τον παρατηρητή, γιατί είχαμε και τον διάολο τον Γιαννάκη που τα πρόσεχε όλα! Ηρθε μια μέρα ο θείος του απ’ τα Τρίκαλα κι εγώ, για να μη με δει ξάπλα, την πέρασα στην ταράτσα Αύγουστο μήνα.

Ο θείος του ξάπλωσε στο ντιβάνι του σαλονιού.

– Φύγε από εκεί, του λέει ο μικρός, αυτού κοιμάται η Πίτσα.

– Ποια Πίτσα βρε χαζό, η Πίτσα κοιμάται στο σπίτι της.

– Οχι, αυτή! Η άλλη, η δική μας η Πίτσα.

Μ’ έσωζε το όνομα.

Αλλη μια μέρα η Κασσιανή είχε πάει στον φούρνο και από συνήθεια, για να μη δώσει υποψίες, είχε αφήσει την πόρτα του σπιτιού ανοιχτή.

Είχα τραβήξει τη βάση και τύπωνα όταν είδα στην πόρτα του σπιτιού μπότες αξιωματικού χωροφυλακής. Η απόσταση 5 μέτρα. Σπρώχνω προσεχτικά με το πόδι τη βάση κάτω απ’ το κρεβάτι και πήγα μπροστά του. Είχα παγώσει. Δυο βήματα να έκανε, θα την έβλεπε.

– Καλημέρα σας! Μας κατήγγειλαν έναν κόκορα που ξυπνάει τη γειτόνισσά σας και ή θα τον δώσετε ή θα τον σφάξετε. Εκεί επάνω έφτασε λαχανιασμένη η Κασσιανή και ανέλαβε τη συνέχιση. Κι αυτός όλο γύριζε και δεν έλεγε να φύγει.

Αυτό μας αναστάτωσε. Ολόκληρος αξιωματικός να ‘ρθει για τον κόκορα; Τον πήραν και τον πήγαν στον στάβλο. Από εκείνη τη μέρα μάτι δεν κλείσαμε. Η Κασσιανή στα παράθυρα κι εγώ στον κύλινδρο. Το ζευγάρι έτρεμε, αλλά είχε μπει τώρα στον χορό και ήθελε δεν ήθελε, χόρευε. Εγώ όλο τους καθησύχαζα.

* * *

Είχαμε προγραμματίσει να βγάλουμε 100 φύλλα. Δεν μιλώ για την κούρασή μου, το θέμα ήταν ότι έπρεπε να βιαστούμε! Ετσι μια μέρα ήρθε εντελώς ξαφνικά ο Ζάχος, έμαθε απ’ την Μαρία τη συγγένισσά του ότι είμαι στην Κασσιανή και εμφανίστηκε για να με βοηθήσει. Ετσι δουλέψαμε και οι δυο. Εγώ είχα βγάλει κάπου 50 φύλλα και μαζί φτάσαμε και 70 νομίζω, ίσως και περισσότερα ή λιγότερα, γιατί το σφιτ – σφιτ το είχε ήδη αντιληφθεί και η Πίτσα. Κι αυτό μαζί με τον αξιωματικό μάς έκανε να σταματήσουμε.

Πήραμε τα φύλλα, τα μοιραστήκαμε με τον Τζεφρώνη και τον Ζάχο οι τρεις μας κι εγώ πάλι στο σημείο της Πανεπιστημίου παρέδωσα τα δικά μου σε μια κοπέλα με το ψευδώνυμο Γεωργία. Ποτέ δεν έμαθα γι’ αυτήν. Πριν πεθάνει ο Τζεφρώνης τον ρώτησα, αλλά δεν την θυμόταν.

Τη βάση την έδωσε ο Αλέκος – δεν ξέρω με ποια δικαιολογία – στον βοηθό του, του στάβλου, ένα τεράστιο παλικάρι, και την έθαψε κάπου εκεί που ήταν ο στάβλος! Οταν μετά τη μεταπολίτευση ο στάβλος έκλεισε και χτίστηκε εκεί ένα κέντρο με πισίνα, την έψαξαν αλλά δεν την βρήκαν.

Τα στοιχεία τα πήρε ο Τζεφρώνης. Εγώ σε λίγο καιρό ειδοποιήθηκα και έφυγα για τη Ρουμανία μαζί με τον Ζάχο, σύμφωνα με τους κομματικούς κανόνες.

Αυτή είναι η ιστορία της έκδοσης ενός φύλλου του «Ριζοσπάστη» στην πιο κρίσιμη περίοδο, μετά τον χαμό του Γεωργίου.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: