Η Συμφωνία της Καζέρτας – Πρόβα τζενεράλε για την ήττα του κινήματος

Τα όσα συνέβησαν στην Καζέρτα είναι συνέχεια της διαρκούς υποχωρητικότητας της ηγεσίας της Αντίστασης που ξεκίνησε στο Λίβανο.

Με αφορμή τη συμπλήρωση της επετείου 74 χρόνων από την υπογραφή της Συμφωνίας της Καζέρτας, αναδημοσιεύουμε ένα παλιότερο άρθρο του Γιώργου Μαργαρίτη, από το πόρταλ του 902, που περιγράφει αναλυτικά το παρασκήνιο, τις ακριβείς προβλέψεις και τις βασικές συνέπειες αυτής της συμφωνίας, που αποτελούσε προέκταση εκείνης του Λιβάνου που είχε προηγηθεί στο στρατιωτικό σκέλος, καθώς με αυτήν υπαγόταν το σύνολο των ένοπλων σωμάτων στην Ελλάδα – δηλαδή – και ο ΕΛΑΣ στη βρετανική διοίκηση υπό τον στρατηγό Σκόμπι:

 

Καθώς πλησίαζε το τέλος του Σεπτέμβρη του 1944, οι εξελίξεις στην Ελλάδα φαίνονταν στάσιμες. Με τη σχεδόν «άνευ όρων» προσέλευση των προερχόμενων από τις δυνάμεις της Αντίστασης υπουργών και την ανάληψη των υπουργείων τους, είχε ολοκληρωθεί η «κυβέρνησις Εθνικής Ενώσεως», όπως παραπλανητικά την ονόμαζε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Το «παραπλανητικά» αφορούσε τις μη δημόσιες πράξεις της: η τοποθέτηση του δηλωμένου αντικομμουνιστή και πρωτεργάτη της συνένωσης των «εθνικών οργανώσεων» -συχνότατα δωσιλογικής υφής-  σε μια και μόνη αντικομμουνιστική κίνηση, στρατηγού Βεντήρη, ως Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, είχε γίνει κρυφά, χωρίς να ανακοινωθεί ούτε στα «αξιόπιστα» μέλη της κυβέρνησης. Το ίδιο και η τοποθέτηση του στρατηγού Σπηλιωτόπουλου, στελέχους του κατοχικού κράτους και πρώτου Αρχηγού της κατοχικής Χωροφυλακής, στη θέση του Στρατιωτικού Διοικητή Αθηνών. Για να αποκτήσει δε ο νέος αυτός διοικητής στρατεύματα, βρισκόταν σε εξέλιξη η μεταφορά βρετανικών όπλων στην Αστυνομία και τη Χωροφυλακή της Αθήνας με βρετανικά πλοία που έφθαναν στην Κερατέα και το Πόρτο Ράφτη και, χάρη σε μια γενική σύμπνοια κατακτητών, κατοχικού κράτους και παρακράτους, μεταφέρονταν στην ακόμα γερμανική Αθήνα. Ταυτόχρονα, με προσωπική επίβλεψη του ίδιου του Τσόρτσιλ, βρισκόταν σε εξέλιξη η διαδικασία «ηρωοποίησης» της πραιτωριανής 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας. Η μονάδα αυτή μεταφέρθηκε στο μέτωπο της Ιταλίας για να «ματωθεί σε λογικά όρια» και να αποκτήσει τις αναγκαίες δάφνες που θα της έδιναν το ηθικό δικαίωμα να πυροβολήσει -αν αυτό ήταν απαραίτητο- το λαό της Αθήνας και της Ελλάδας. Τίποτε από τα παραπάνω δε γινόταν με βάση την όποια διαδικασία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «κυβερνητική απόφαση». Τα πάντα εκπορεύονταν από τη συνεννόηση Παπανδρέου – Βρετανών ή ενίοτε Βρετανών και μόνο Βρετανών.

 

Κανένα όμως μέτρο δεν ήταν αρκετό για να κατασιγάσει τους φόβους στο Λονδίνο και στην Καζέρτα της Ιταλίας όπου είχε εγκατασταθεί η κυβέρνηση του Παπανδρέου. Οι Γερμανοί καθυστερούσαν την αποχώρησή τους από την Ελλάδα και ο ΕΛΑΣ, με τη δράση του κυρίως στην Πελοπόννησο, τίναζε στον αέρα την προσεκτικά οργανωμένη επιχείρηση των Βρετανών για προσεταιρισμό και «αναβάπτιση» των Ταγμάτων Ασφαλείας. Τα τελευταία, με τις ευλογίες της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα (γνωστή ως Δύναμη 133) επρόκειτο να αλλάξουν στρατόπεδο και να μετονομαστούν σε μονάδες του ΕΔΕΣ ή ακόμα και του ΕΛΑΣ, εκεί όπου οι συσχετισμοί το επέβαλαν. Το σύνολο των Βρετανών Αξιωματικών Συνδέσμων επιδιδόταν σε αυτό το θεάρεστο έργο της «μετονομασίας» των δωσιλογικών σχηματισμών σε «συμμαχικές» μονάδες, οδηγώντας συχνά τα πράγματα ως τα όρια της κωμωδίας. Στην Πελοπόννησο, πάντως, από όπου αναχωρούσαν οι Γερμανοί αφήνοντας πίσω τους πάνοπλα τα Τάγματα Ασφαλείας και τη Χωροφυλακή, ο ΕΛΑΣ δε φάνηκε να πείθεται από τη φιλοσυμμαχική μεταστροφή των τελευταίων. Ζήτησε τον αφοπλισμό και την παράδοσή τους και, εκεί όπου αυτό δεν έγινε δυνατό, επιτέθηκε με σφοδρότητα και διέλυσε τις μονάδες αυτές της προδοσίας. Στο Λονδίνο και στην Καζέρτα εκτίμησαν ότι για να πάνε καλά τα πράγματα, ο ΕΛΑΣ έπρεπε να μάθει να υπακούει πιστά τις βρετανικές διαταγές και επιθυμίες.

 

Για το λόγο αυτό, στρατιωτική ηγεσία του ΕΛΑΣ, όπως και του ΕΔΕΣ, για να φαίνεται κάποιο αντίβαρο, κλήθηκε να παρουσιαστεί ενώπιον του στρατηγού Σκόμπυ στην Καζέρτα. Δε θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι επρόκειτο για αιφνιδιαστική κίνηση. Αυτή τη φορά τα δεδομένα ήσαν λίγο – πολύ γνωστά σε όλους και δεν μπορούσε να γίνει λόγος ούτε για παρεξήγηση, ούτε για λάθος, όπως ακούστηκε μετά τη σύσκεψη του Λιβάνου – και προπαντός πολύ καιρό μετά από αυτή. Όταν η συμμαχική πρόσκληση, με την υπογραφή του Ανώτατου Διοικητή για το μέτωπο της Μεσογείου, στρατηγό Ουίλσον, έφτασε στην Ελεύθερη Ελλάδα, βρήκε την ηγεσία του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ συγκεντρωμένη στο χωριό Καστανιά. Η πρόσκληση μιλούσε για συνεννοήσεις σχετικά με τις επιχειρήσεις απελευθέρωσης της χώρας και προφανώς εννοούσε τη θέσπιση κανόνων που θα ρύθμιζαν τις κρίσιμες στρατιωτικές εκκρεμότητες στην υπό απελευθέρωση ελληνική επικράτεια. Η παρουσία του Γιώργη Σιάντου, που παρεπιμπτόντως κατείχε και τη θέση του πολιτικού εκπροσώπου του EAM στο Γενικό Στρατηγείο του EΛAΣ, στην Καστανιά επέτρεψε τη συνεννόηση με τους εκπροσώπους στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Αποφασίστηκε να προστεθεί στην αποστολή, δίπλα στον Σαράφη, ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος για να παρακολουθεί το νομικό μέρος των διαβουλεύσεων.

 

Oι συνομιλητές του Σαράφη στη φάση της προετοιμασίας της σύσκεψης, ο Σιάντος και ο στρατηγός Μάντακας, γραμματέας των Στρατιωτικών της ΠEEA, είχαν την εντύπωση ότι οι εξελίξεις εγγράφονταν στα προβλεπόμενα από τη συμφωνία του Λιβάνου – ίσως περίμεναν, για παράδειγμα, το διορισμό Έλληνα στρατιωτικού διοικητή των δυνάμεων που θα απελευθέρωναν την Ελλάδα (1). Tο όποιο στοιχείο του αιφνιδιασμού υπήρξε, βρισκόταν μάλλον στον καταιγισμό των εξελίξεων που ακολούθησαν την πρόσκληση. Τις αμέσως επόμενες ημέρες και πριν ακόμα μπορέσει να αναχωρήσει ο Σαράφης και ο σύνοδός του Δεσποτόπουλος από το αεροδρόμιο της Νεράιδας για την Ιταλία, καταιγισμός διαταγών και οδηγιών από την Ιταλία, τόσο από πλευράς Βρετανών όσο και από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης, μετέβαλε το σκηνικό.

 

Από την πλευρά της κυβέρνησης πρώτα, ο Παπανδρέου, πιστός στην τακτική των αιφνιδιασμών -ελιγμών αν προτιμάτε- στις ευνοϊκές συγκυριακά στιγμές, ανακοίνωσε δημόσια τον προαποφασισμένο διορισμό του στρατηγού Σκόμπυ ως διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων στην Ελλάδα, δυνάμεων που, εξυπακούεται, περιλάμβαναν τον EΛAΣ και τον EΔEΣ, όπως και τα επερχόμενα βρετανικά στρατεύματα. Οι εκπρόσωποι της Αντίστασης δεν πήγαιναν έτσι στην Καζέρτα ως «συνομιλητές», αλλά ως υφιστάμενοι που παρουσιάζονταν στο διοικητή τους. O Βρετανός στρατηγός μάλιστα, πριν ακόμα πιστοποιηθεί ο διορισμός του αυτός, έσπευσε να εκδώσει διαταγές που αφορούσαν το πιο κρίσιμο από τα ζητήματα που απασχολούσαν το αντιστασιακό κίνημα, την πολιτική δηλαδή απέναντι στα Τάγματα Ασφαλείας. Oι σχετικές οδηγίες του Σκόμπυ άνοιγαν το δρόμο σε πολλές εκδοχές και πιθανότητες. Σύμφωνα με αυτές, το προσωπικό των Ταγμάτων Ασφαλείας που βρισκόταν σε ζώνες γερμανικής κατοχής -στα μέσα Σεπτέμβρη η κατάσταση αυτή αφορούσε το σύνολο σχεδόν των Ταγμάτων- έπρεπε είτε να προσχωρήσει στις συμμαχικές – ανταρτικές ή άλλες- δυνάμεις και να στραφεί εναντίον των Γερμανών, είτε, στην περίπτωση που δεν επιθυμούσε να πράξει κάτι τέτοιο, να παραδοθεί, να αφοπλιστεί και να περιμένει την κρίση της ελληνικής κυβέρνησης περί του μέλλοντός του. Εξυπακούεται ότι η πρώτη εκδοχή άνοιγε το δρόμο σε περίπλοκες καταστάσεις.

 

Για τις περιοχές όπου οι Γερμανοί είχαν ήδη αποχωρήσει ή βρίσκονταν σε στάδιο αποχώρησης, κατάσταση που αφορούσε την Πελοπόννησο, οι εντολές του Σκόμπυ άφηναν επίσης περιθώριο για αμφιλεγόμενες εξελίξεις. Tα εκεί Τάγματα Ασφαλείας όφειλαν να παραμείνουν -συγκροτημένα μάλλον, πουθενά οι διαταγές του Σκόμπυ δεν πρόβλεπαν κάτι το διαφορετικό- ως την άφιξη κάποιου αξιωματικού των συμμαχικών δυνάμεων. Προφανώς, ένας οποιοσδήποτε αξιωματικός του EΛAΣ δεν είχε εξουσιοδότηση στο πεδίο αυτό. O Βρετανός, κατά πάσα πιθανότητα, αξιωματικός θα «μεσολαβούσε», ώστε το προσωπικό των Ταγμάτων να αφοπλιστεί και να οδηγηθεί σε στρατόπεδα κάτω από τη φύλαξη Βρετανών στρατιωτών και ανταρτών. Όσοι αρνιόνταν τη «διαμεσολάβηση» του αξιωματικού αυτού, θα αφήνονταν στη διάθεση των ανταρτών, δηλαδή του EΛAΣ. Δεν ήταν οι επιθυμητές για τον ΕΛΑΣ κατευθύνσεις, καθώς ο δρόμος για την ενσωμάτωση των δωσιλογικών στρατιωτικών σωμάτων στο μετααπελευθερωτικό αντι-εαμικό στρατόπεδο βρισκόταν, από κάθε πλευρά, ανοικτός.

 

Για τον Σαράφη, που περίμενε στη Νεράιδα ως τις 20 Σεπτέμβρη τη βελτίωση των καιρικών συνθηκών που θα επέτρεπαν την αναχώρησή του για την Ιταλία, αυτό το πακέτο διαταγών περιείχε σημαντικές ανατροπές των ως τώρα δεδομένων. H ανάληψη της ανώτατης διοίκησης όλων των στρατιωτικών δυνάμεων που θα απελευθέρωναν τη χώρα από Βρετανό στρατηγό ήταν μία σοβαρή ανατροπή, οι ασάφειες όμως που συνόδευαν την τύχη των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν, στο τακτικό πεδίο, ακόμα σοβαρότερη εξέλιξη. Άνοιγε στην ουσία ο δρόμος για την ένταξή τους στη μετααπελευθερωτική στρατιωτική πραγματικότητα της χώρας. Στη μεν Πελοπόννησο, ο αφοπλισμός των συγκροτημένων μονάδων τους, κατόπιν συμμαχικής «διαμεσολάβησης», διατηρούσε το οργανωτικό δυναμικό τους, ενώ η πρόβλεψη για από κοινού φύλαξη των κρατουμένων από Βρετανούς και αντάρτες μπορούσε εύκολα να παρακαμφθεί αν τα στρατόπεδα συγκέντρωσής τους μεταφέρονταν σε κάποιο από τα μικρά νησιά που περιέβαλαν την Πελοπόννησο. Ακριβώς εκεί μεταφέρθηκαν, στον Πόρο ή στις Σπέτσες.

 

Στη βόρεια Ελλάδα και στην Αθήνα, οι διαταγές του Σκόμπυ πιστοποιούσαν τη διαδικασία που είχε ήδη ξεκινήσει. Μεμονωμένοι στρατιωτικοί των Ταγμάτων Ασφαλείας και άλλων σχηματισμών συνεργασίας με τους κατακτητές, αλλά και συγκροτημένες στρατιωτικές μονάδες, προσχωρούσαν στην πιο κοντινή ή μακρινή οργάνωση που είχε πάρει -μερικές πολύ πρόσφατα- το στίγμα της αναγνώρισής της ως «συμμαχική δύναμη». Στη Μακεδονία, η προσχώρηση Ταγμάτων Ασφαλείας ή ποικιλώνυμων παράλληλων προς τη Βέρμαχτ σχηματισμών πήρε τη μορφή χιονοστιβάδας, κάτω από την άμεση καθοδήγηση των εκεί Βρετανών αξιωματικών συνδέσμων της Δύναμης 133.

 

H επισήμανση αυτών των μεταβολών φαίνεται ότι έγινε από τον Σαράφη στους Σιάντο και Mάντακα -ο τελευταίος μάλιστα είχε διοριστεί επιπρόσθετα ως αντικαταστάτης του Σαράφη στη θέση του Στρατιωτικού Διοικητή του EΛAΣ- πριν ακόμα ο πρώτος αναχωρήσει για την Ιταλία. Kατά τον Σαράφη, οι επισημάνσεις του δεν προκάλεσαν ιδιαίτερη έκπληξη και αντίθετα πήρε τη διαβεβαίωση ότι όλα αυτά ήταν σε γνώση της ηγεσίας του EAM, του EΛAΣ και του KKE, η οποία και τα είχε ήδη αποδεχθεί. Ο εκβιασμός της πλευράς του Παπανδρέου και των Βρετανών φαίνεται πως και πάλι λειτουργούσε. H μόνη ασφαλιστική δικλείδα που προστέθηκε στις προηγούμενες συνεννοήσεις ήταν ότι ο Σαράφης θα έπρεπε να συμβουλεύεται τους υπουργούς που προέρχονταν από το χώρο της αριστεράς πριν από κάθε του κίνηση.

 

*** Στις 20 Σεπτέμβρη, μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι -το αεροπλάνο βλήθηκε από γερμανικά αντιαεροπορικά πυρά πάνω από τα Γιάννενα-, οι Σαράφης και Δεσποτόπουλος έφθασαν στο Μπάρι και την επόμενη ημέρα στην Καζέρτα. Στα ανάκτορα της περιοχής της Νάπολης, σε κλίμα κοσμοπολίτικου ξενοδοχείου, έγινε η προπαρασκευή του κλίματος για την επικείμενη διάσκεψη. H ενημέρωση πάνω στα ουσιώδη ήταν ελάχιστη, όπως και η συγκεκριμένη προετοιμασία των θεμάτων που επρόκειτο να συζητηθούν. Αντίθετα, φαίνεται ότι γινόταν μία παράλληλη πληροφόρηση πάνω σε ζητήματα μικρότερης ίσως σημασίας που τόνιζαν όμως το ρόλο του βρετανικού παράγοντα στις επικείμενες εξελίξεις. O Σαράφης αναφέρει την ενημέρωση που είχαν για τη μεταφορά της τόσο πολύτιμης για την Ελλάδα ανθρωπιστικής βοήθειας την επαύριο της απελευθέρωσης. Στην ενημέρωση που έκανε κάποιος ταξίαρχος Σπρίνχολ, έγινε σαφές ότι, για τεχνικούς λόγους, την ευθύνη θα την είχε η οργάνωση M-L (Militairy Liaison), που θα βρισκόταν κάτω από βρετανική στρατιωτική διοίκηση και όχι η σχετιζόμενη με τα Ηνωμένα Έθνη -με τις HΠA ειδικότερα- OYNPA (2). Tο νόημα της παρατήρησης αυτής δεν ήταν δυνατό να παρερμηνευθεί ούτε από τον πλέον ακατατόπιστο ακροατή. Τα εφόδια θα χρησιμοποιούντο ως μέσο προπαγάνδας, πολέμου ή και εκβιασμού.

 

Στις 24 Σεπτέμβρη, αφού η φιλική ατμόσφαιρα είχε -κατά τους Bρετανούς- προετοιμάσει το κατάλληλο κλίμα, ξεκίνησε η σύσκεψη. Για την ακρίβεια, ξεκίνησε μία σειρά διαβουλεύσεων, που πολύ δύσκολα μπορούσε να περιγραφεί με τον ενιαίο αυτό όρο. Σε μία πρώτη φάση, στα μεγαλοπρεπή ανάκτορα της Καζέρτας που χρησίμευαν τότε ως Γενικό Στρατηγείο των συμμαχικών Δυνάμεων της Μεσογείου, ο επικεφαλής των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων που βρίσκονταν ή επρόκειτο να φτάσουν στην Ελλάδα και ταυτόχρονα «αρχιστράτηγος» των ελληνικών δυνάμεων μετά από απόφαση του Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής και έγκρισης της κυβέρνησης Παπανδρέου, στρατηγός Σκόμπυ, υπαγόρευσε μια σειρά διαταγών με τις οποίες θα έπρεπε να συμμορφωθούν οι προσκεκλημένοι στρατιωτικοί του υφιστάμενοι – οι ηγέτες των στρατιωτικών δυνάμεων της Αντίστασης δηλαδή.

 

Την επομένη, οι διαβουλεύσεις συνεχίστηκαν σε ελληνικό πλαίσιο, καθώς οι Σαράφης και Ζέρβας συναντήθηκαν με κυβερνητικό κλιμάκιο που περιλάμβανε, εκτός από τον Παπανδρέου, τους υπουργούς Σβώλο, Ζεύγο, Τσάτσο και Σγουρίτσα. Στη συνάντηση αυτή εκδηλώθηκαν οι αντιρρήσεις του στρατηγού Σαράφη, οι οποίες, παρά τα περί του αντιθέτου γραφόμενα, ήταν περισσότερο τεχνικού παρά ουσιαστικού χαρακτήρα. Το ζητούμενο ήταν ο ακριβής καθορισμός των αρμοδιοτήτων του στρατηγού Σκόμπυ -έτσι ώστε να περιοριστεί η δυνατότητα παρέμβασής του στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας- καθώς και η ακύρωση της τοποθέτησης του Σπηλιωτόπουλου στη θέση του Στρατιωτικού Διοικητή Αττικής. Περισσότερο επιθετικές ήταν οι επισημάνσεις του «νομικού συμβούλου» του αρχηγού του ΕΛΑΣ, Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου, σύμφωνα με τις οποίες, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ επαρκούσαν για την απελευθέρωση της χώρας και την τήρηση της τάξης σε τρόπο ώστε η παρουσία βρετανικών στρατευμάτων να είναι περιττή. Φαίνεται πως η υπόθεση έληξε με συμβιβασμό, καθώς ο μεν Σπηλιωτόπουλος παρέμεινε στη θέση του, αποκλείστηκε όμως η τοποθέτηση στρατιωτικών διοικητών που δεν θα ανήκαν στον ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο και τη Μακεδονία, όπου σημαντικές δυνάμεις στην υπηρεσία των Γερμανών και της κυβέρνησης Ράλλη βρίσκονταν σε διαδικασία μετατροπής τους σε τμήματα του ΕΔΕΣ ή άλλων νεόκοπων «εθνικών οργανώσεων».

 

Η τελική σύσκεψη έγινε στις 26 Σεπτέμβρη, με την παρουσία του ίδιου του Παπανδρέου, πολλών υπουργών, του Σαράφη και του Ζέρβα, ενώ από βρετανικής πλευράς το ενδιαφέρον τονίστηκε με την παρουσία του επικεφαλής του Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής στρατηγού Ουίλσον, ο οποίος και θα υπέγραφε τη Συμφωνία από τη βρετανική πλευρά. Ο Σκόμπυ και μέρος του επιτελείου του βρίσκονταν επίσης εκεί. Από την πλευρά των εκπροσώπων του ΕΛΑΣ επαναλήφθηκε η σχετική με την ανάγκη βρετανικών στρατευμάτων άποψη. Τελικά, όμως, ο συμβιβασμός έκλεισε σε πολύ πιο περιορισμένο πλαίσιο. Οι αρμοδιότητες του Σκόμπυ περιορίστηκαν κατά τι, καθώς απαλείφθηκε η σχετική με την επιβολή του νόμου και της τάξης αποστολή του και ο ΕΛΑΣ, η Πολιτοφυλακή, όπως και ο ΕΔΕΣ, απέκτησαν το δικαίωμα να συλλαμβάνουν δωσιλόγους, μέσα στο πλαίσιο των διαδικασιών και των περιορισμών που έθετε η κυβέρνηση. Στη συγκεκριμένη συγκυρία, όμως, το βασικό σημείο που ενδιέφερε τις δυνάμεις της Αντίστασης ήταν το πέμπτο, σχετικό με τα Τάγματα Ασφαλείας. Τα τελευταία θεωρούνταν ρητά και κατηγορηματικά, «όργανα του εχθρού»… «Θα χαρακτηρισθούν ως εχθρικοί σχηματισμοί, εκτός αν παραδοθούν συμφώνως προς διαταγάς εκδοθησομένας παρά του στρατηγού διοικούντος τας εν Ελλάδι δυνάμεις». Το τελευταίο άφηνε ίσως ανοικτό το μέλλον σε κάποιες πρόσθετες περιπέτειες, προς το παρόν όμως απέτρεπε τον κίνδυνο ενοποίησης των στρατιωτικών δυνάμεων της δωσιλογικής κυβέρνησης της Αθήνας και του εξωτερικού κάτω από τη βρετανική προστασία. Όπως ήταν αναμενόμενο, το αντίτιμο αυτής της εξέλιξης πληρώθηκε σε σκληρό νόμισμα από τον ΕΛΑΣ. Στις συνημμένες στη συμφωνία αρχικές διαταγές του Σκόμπυ, η Αθήνα του Σπηλιωτόπουλου παρέμενε απαγορευμένη ζώνη για τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, όπως και η Θεσσαλονίκη, όπου όμως τα πράγματα ήσαν ασαφή και δεν υπήρξε διορισμός ειδικού στρατιωτικού διοικητή. Στην άλλη «επικίνδυνη» ζώνη, την Πελοπόννησο, η χρυσή τομή συνίστατο στην τοποθέτηση στρατιωτικού διοικητή από το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, οι διαταγές όμως με βάση τις οποίες αυτός θα κινείτο θα προέρχονταν απευθείας από το στρατηγείο του Σκόμπυ. Σε τελευταία ανάλυση, η Συμφωνία ήταν απλά ένας σταθμός σε μία πολιτική διεργασία που βρισκόταν σε εξέλιξη. Όλοι το διαισθάνονταν ότι οι Βρετανοί, οι οικονομικές -κατοχικές- ελίτ της Αθήνας και ο πολιτικός τους εκπρόσωπος Γεώργιος Παπανδρέου δε θα αρκούνταν στα όσα κέρδισαν στην Καζέρτα, όπως δεν αρκέστηκαν σε όσα προηγούμενα είχαν πετύχει. Γι’ αυτούς, η μόνη επιθυμητή εξέλιξη ήταν ο αφανισμός του κινήματος της Αντίστασης και της κομμουνιστικής επιρροής στη χώρα.

 

Τα όσα συνέβησαν στην Καζέρτα είναι συνέχεια της διαρκούς υποχωρητικότητας της ηγεσίας της Αντίστασης που ξεκίνησε στο Λίβανο.

 

Η ηγεσία του μεγάλου λαϊκού αντιστασιακού κινήματος θα είχε μπροστά της εξαιρετικά δύσκολα προβλήματα να απαντήσει. Το ερώτημα ήταν μέχρι ποιο σημείο μπορούσε -ή ήθελε, ή σχεδίαζε- να φτάσει…

 

1Tου στρατηγού Οθωναίου, όπως είχε γίνει κοινά αποδεκτό στον Λίβανο. Σχετικά με την πεποίθηση αυτή, βλ. Σαράφης Στέφανος, «O EΛAΣ», Αθήνα, 1964, σ. 394.

 

2 Σαράφης Στέφανος, «O EΛAΣ», Αθήνα, 1964, σ. 397.

* Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι ιστορικός, καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: