Όπου φτωχός και η μοίρα του – Η μεγάλη πυρκαγιά του Λονδίνου το 1666

Η επίσημη καταγραφή κάνει λόγο για μόλις έξι ή οκτώ νεκρούς, αριθμό που κανείς σύγχρονος ιστορικός δεν παίρνει στα σοβαρά.

Μετά την καταστροφική πανώλη του 1665 οι Λονδρέζοι είχαν κάθε λόγο να ελπίζουν πως η νέα χρονιά θα τους έφερνε καλύτερη τύχη. Αυτές οι ελπίδες κυριολεκτικά έγιναν στάχτη μέσα στις φλόγες μιας από τις καταστροφικότερες πυρκαγιές της νεώτερης ιστορίας.

Όλα ξεκίνησαν υπό αδιευκρίνιστες ως τώρα συνθήκες στο βασιλικό αρτοποιείο της Pudding Lane, κοντά στη γέφυρα του Λονδίνου. Οι πυρκαγιές στον αστικό ιστό των μεσαιωνικών και πρώιμων νεωτερικών πόλεων δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο, κι οι αρχές της πόλης αντιμετώπισαν αρχικά αψήφιστα το ζήτημα. Λέγεται πως ο δήμαρχος του Λονδίνου Σερ Τόμας Μπλαντγουόρθ, όταν ενημερώθηκε για τη φωτιά, ενώ κοιμόταν, απάντησε: “Πφ! Και τα ούρα μιας γυναίκας μπορούν να την σβήσουν!”. Το ασυνήθιστα ζεστό και ξηρό καλοκαίρι σήμαινε όμως πως τα εν πολλοίς ξύλινα σπίτια ήταν πιο εύφλεκτα από ποτέ.

Τα πρώτα 300 σπίτια κατέρρευσαν πολύ γρήγορα κι ο ανατολικός άνεμος συνέβαλε στην ταχύτατη εξάπλωση της πυρκαγιάς. Οι προσπάθειες κατάσβεσης με κουβάδες έπεσαν στο κενό, ενώ την κατάσταση δυσκόλευε η παρουσία κατοίκων από τα γύρω χωριά, που είχαν μαζευτεί να δουν το “θέαμα”. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει προς τον Τάμεση, για να σωθεί. Ο βασιλιάς Κάρολος Β’ έδωσε εντολή να κατεδαφιστούν τα σπίτια που βρίσκονταν στο δρόμο της πυρκαγιάς. Η χρήση πυρίτιδας, σε κάποια από τις κατεδαφίσεις προφανώς, όξυνε κι άλλο το πρόβλημα. Ανάμεσα στα σπίτια που κάηκαν ήταν και ο καθεδρικός του Αγίου Παύλου. Οι μεταλλικοί σύνδεσμοι της οροφής έλιωσαν και λύθηκαν σαν ποτάμι στο δρόμο, ενδεικτικό των υψηλότατων θερμοκρασιών που είχαν αναπτυχθεί. Η φωτιά συνέχισε να καίει ως τις 5 Σεπτέμβρη 1666, ενώ μεμονωμένες εστίες υπήρχαν και τις επόμενες ημέρες. Μόνο το 1/5 της πόλης είχε μείνει άθικτο, ανάμεσά τους κι ο Πύργος του Λονδίνου.

Εκατοντάδες χιλιάδες ήταν οι άστεγοι που συγκεντρώθηκαν σε πάρκα και άλλους ανοιχτούς χώρους με όσα υπάρχοντα είχαν καταφέρει να διασώσουν, στοιβαγμένοι σε τέντες και παράγκες. Η τιμή του ψωμιού πολλαπλασιάστηκε, ενώ ο βασιλιάς δεν προχώρησε σε καμία διανομή άρτου, εξασφαλίζοντας μόνο την επαρκή τροφοδοσία των αγορών με ψωμί. Η απόγνωση, ο πανικός κι η οργή βρήκαν ως αποδιοπομπαίο τράγο τους Γάλλους κι Ολλανδούς μετανάστες της πόλης, που κατηγορήθηκαν ως εμπρηστές, με στόχο την υποκίνηση εξέγερσης. Βίαια επεισόδια ξέσπασαν εναντίον τους, που σταμάτησαν μόνο με παρέμβαση ένοπλων σωμάτων της αυλής. Τελικά ως εξιλαστήριο θύμα κατηγορήθηκε ένας πνευματικά καθυστερημένος Γάλλος ωρολογοποιός που “ομολόγησε” το έγκλημά του και απαγχονίστηκε. Αργότερα αποδείχτηκε πως τις μέρες της πυρκαγιάς δεν ήταν καν στην Αγγλία.

Η επίσημη καταγραφή κάνει λόγο για μόλις έξι ή οκτώ νεκρούς, αριθμό που κανείς σύγχρονος ιστορικός δεν παίρνει στα σοβαρά. Εκείνη την εποχή, πολλοί από τους φτωχότερους κατοίκους που επλήγησαν περισσότερο από την πυρκαγιά, δεν καταγράφονταν καν και είναι βέβαιο πως ειδικά μεταξύ των μικρών παιδιών, των ηλικιωμένων και των αναπήρων, τα θύματα ήταν υπερπολλαπλάσια, ανερχόμενα σε πολλές εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες θύματα.

Το έργο της ανοικοδόμησης ξεκίνησε άμεσα κι έδωσε στην πόλη σταδιακά τη σημερινή της μορφή. Στην οδό Pudding υπάρχει ακόμα μνημείο που υπενθυμίζει τη φρίκη της καταστροφής.

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: