“Και γιατί δεν έμειναν σπίτι τους να πολεμήσουν…” – Όταν οι Έλληνες έφευγαν πρόσφυγες στη Μέση Ανατολή

Το πρωί με την ανατολή είδαμε από μακριά Τούρκους καβαλάρηδες, στρατιώτες και τρομάξαμε… Ιδίως θυμάμαι τον παππού μου και τη μαμά πόσο είχανε ανησυχήσει… Όμως ήτανε πάρα πολύ καλοί αυτοί οι Τούρκοι, δηλαδή μας καλωσόρισαν, μας περιποιήθηκαν με τρόπο που δεν το περιμέναμε… Πρώτα-πρώτα κατέβηκαν από τα άλογά τους και τα παραχώρησαν στα παιδιά και στους ηλικιωμένους…

Τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη “Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι. Όλοι”. Μια πολύτιμη κι ενδιαφέρουσα συλλογή μαρτυριών από Χιώτες, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί τους -όχι απλώς δυο-δυο, αλλά κατά δεκάδες- τον καιρό της γερμανικής Κατοχής, ψάχνοντας καταφύγιο στη γειτονική Τουρκία και από εκεί σε χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως η Συρία -που σήμερα βρίσκεται στην ακριβώς αντίθετη θέση. Άραγε να απορούσαν τότε οι Σύριοι “γιατί δε μένουν στην πατρίδα τους να πολεμήσουν”, όπως οι δικοί μας ελληνόψυχοι;

Μερικές απαντήσεις ακολουθούν στα πολύ ενδιαφέροντα αποσπάσματα του βιβλίου, στο οποίο βασίστηκε και η ομώνυμη παράσταση, που ανέβηκε αυτή την Άνοιξη στο θέατρο Άβατον.

Η εξιστόρηση αυτού του περιστατικού είναι πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί κρύβει και δυνατές στιγμές φιλίας μεταξύ των ανθρώπων, Ελλήνων και Τούρκων: «Πήα σ’ ένα μπακάλικο, μπαίνω μέσα και βλέπω μια φωτογραφία κι ήτανε ο πατέρας μου, ο Μάρκος ο Χέλιος, ένας Καρδαμύλας…Τους είχανε πιάσει κάποτε με την ανεμότρατα να ψαρεύουνε και τους είχανε κλείσει φυλακή ένα μήνα και τους είχε βγάλει αυτός τη φωτογραφία, επειδής ήτανε πελάτες του, και τους είχε στο μαγαζί του καντρωμένους…Κι άλλα πληρώματα είχε… Οπότε «άμαν», του ‘πα εγώ, «αυτός είν’ ο πατέρας μου»! «Βρε τζάνεμ», μου λέει «Παντελή γιος είσ’εσύ;» Λέω: «Ναι!» «Βάι, βάι» και με παίρνει από από μέσα και πιάνει και βγάζει τα λεφτά που είχε μαζεμένα και μου λέει: «Πάρ’τα». Του λέω γω: «Όχι». Μου λέει: «Παντελής αρκαντάς!». Τέλος πάντων δεν του πήρα τα χρήματα, αλλά μου ‘δωσε πολλά πράματα, κάτι σοκολάτες… οπότε εκείνη την ώρα βλέπω το Μιχάλη τον Καράμπελα που ‘τανε από κει με το καΐκι του, την «Αγία Φωτεινή»…Είχαν άδεια των Γερμανών και ερκούντανε και παίρνανε βούδια από την Τουρκία και τα φέρνανε στη Χίο. Και πάω και του λέω: «Μιχάλη, άμα σου δώσω μερικά ρεβίθια θα τα πας στη μάνα μου;». Μου λέει: «Αμέ». Και πάω και λέω του Τούρκου: «Βάλε μου πέντε κιλά ρεβίθια να τα δώσομε του Μιχάλη να τα πάει στη Χίο». Αυτός άμα του ‘πα ότι θα τα στείλω στη Χίο, συγκινήθηκε και μου λέει: «Λεφτά δε θέλω». Παίρνω γω τα πέντε κιλά, τα δίνω του Μιχάλη κι άμα ήρτε στη Χϊο, πάει και βρίσκει τη μάνα μου και της λέει: «Είδα το Γιαννάκη σου στον Τσεσμέ και μου ‘δωσε αυτά τα ρεβίθια». Τα ‘χανε πάρει, λέει η μάνα μου, τα περάσανε σε χερόμυλο και κάθε μέρα ήθελε να πάρουνε μια φουχτιά, να τρώνε μέσα σ’ένα καζανάκι, χωρίς λάδι χωρίς τίποτα, και τους κρατήσανε αυτά τα ρεβίθια ενάμιση μήνα».  (κάτι λείπει στο πάνω μέρος της σελίδας 3) Αλλά δεν εμπόρεσα. Κάθε βράδυ ο σκοπός(;) εκεί…»Την ίδια ανάμνηση έχει και η, μικρούλα τότε, Εύχαρις Κοκκάλη-Ακαβάλου, που λέει: «Βλέπαμε απέναντι τον Άγιο Κνωσταντίνο Χίου και ελέγαμε: «Εμείς τώρα τρώμε κι οι άλλοι πεινούνε εκεί…»

-.-

Οι σχέσεις των προσφύγων με τους Τούρκους πολίτες ήταν κατά κανόνα πολύ καλές. Όσοι δεν έφυγαν αμέσως, αλλά έμειναν εκεί μερικούς μήνες, είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν πολλούς ανθρώπους, να βρουν παλιούς γνωστούς ή γνωστούς των γνωστών τους στη Χίο και να βοηθηθούν ή να βρουν περιστασιακές δουλειές από αυτούς. Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του Κώστα Μπαχά: «Εντωμεταξύ έβγαινα εκεί απ’ όξω εγώ…» Οι πιο πολλοί εμιλούσανε ελληνικά, Τουρκοκρητικοί. Εγνώρισα και ένανε ο οποίος ήταν Τουρκοχιώτης και ήξερε πολλούς ηλικιωμένους και μου ‘λεγε: «Μήπως ξέρεις τον μπαρμπα – Δήμο τον Πίττα;» Του λέω: «Γείτονάς μου είναι». «Α», μου λέει, «είμαστε φίλοι». Αυτός είχε ένα αγόρι κι ένα κορίτσι και μες στο σπίτι εμιλούσανε ελληνικά, αλλά όξω φοβούντανε και μιλούσανε τούρκικα. Το αγοράκι του λοιπόν μου λέει: «Έρκεσαι να βάζομαι καπνά; Θα σε μάθω εγώ;». Πήγα λοιπόν και εδούλευα στα καπνά… Με ‘δανε πως ήμουν και δουλευτής και τος έβγαζα δουλειά, έτσι μου δίνανε δυο μπακανότες τη μέρα. Ο καιρός επερνούσε…Έπειτα παραπονιούντανε οι Τούρκοι ότι πάμε εμείς οι πρόσφυγες και τος παίρνομε τη δουλειά και τότε άρχισε να μας κυνηγά η Ζαντάρμα, η αστυνομία. Μας είπανε να μην ξαναπάμε να δουλέψουμε, γιατί κόβαμε τα μεροκάματα των αλλωνώνε.. Στον Τσεσμέ κάτσαμε έξι μήνες». Και η Ιουλία Κομμά – Ευαγγελινού θυμάται με το παιδικό της μυαλό τότε την ασφάλεια και τη βοήθεια που τους προέφεραν οι Τούρκοι που γνώρισαν στον Τσεσμέα: «Μείναμε εκεί επτά μήνες.. Και περάσαμε πάρα πολύ καλά. Πάντα φιλόξενοι οι Τούρκοι. Πολύ μας συμπαραστάθηκα και μάλιστα ο παππούς μου βρήκε κάποιους μπέηδες από δω, κι εκεί ήταν πια η μεγάλη φιλοξενία…Και μάλιστα μας προέτρεπαν να μη φύγομαι και ότι, μόλις ελευθερωθεί η Χίος, οι ίδιοι με δικά τους καΐκια θα μας στείλουν στη Χίο.. Αλλά, επειδή προχωρούσαν οι Γερμανοί, φοβότανε ο παππούς, γιατί δεν ήξερε μέχρι ποιο σημείο θα φτάσουν και τι θέλαμε εμείς μέσα στους Τούρκους και στους Γερμανούς, οπότε θεώρησαν καλό όλοι οι Έλληνες να ακολουθήσουν ό,τι έλεγε η ελληνική κυβέρνηση που μας καλούσε να πάμε στην Αίγυπτο. Έπειτα από επτά μήνες λοιπόν μας έβαλαν σε ένα τρένο από τη Σμύρνη…».

-.-

Η Ιουλία Ευαγγελινού-Κομμά διηγείται τις δικές της αναμνήσεις και την έκπληξη που ένιωσαν από την υποδοχή που τους φύλαξαν οι Τούρκοι στρατιώτες: “Το πρωί με την ανατολή είδαμε από μακριά Τούρκους καβαλάρηδες, στρατιώτες και τρομάξαμε… Ιδίως θυμάμαι τον παππού μου και τη μαμά πόσο είχανε ανησυχήσει… Όμως ήτανε πάρα πολύ καλοί αυτοί οι Τούρκοι, δηλαδή μας καλωσόρισαν, μας περιποιήθηκαν με τρόπο που δεν το περιμέναμε… Πρώτα-πρώτα κατέβηκαν από τα άλογά τους και τα παραχώρησαν στα παιδιά και στους ηλικιωμένους… Μόνο εμείς οι νέοι περπατήσαμε και μας συνόδευσαν μέχρι την Κάτω Παναγιά. Προσπάθησαν να μας δώσουν κάτι να φάμε… Ψωμί, θυμάμαι, και νερό… Εν τω μεταξύ συναντήσαμε και άλλο κόσμο που έφευγε, δεν ήμαστε μόνο εμείς, κατά χιλιάδες έφευγε ο κόσμος από τη Χίο, οπότε σε κάποιο σημείο βρεθήκαμε αρκετός κόσμος κι από εκεί πάλι με τα πόδια ξεκινήσαμε για τον Τσεσμέ”.

-.-

Υπήρχαν βέβαια και οι περιπτώσεις που ο ανθρωπισμός κυριαρχούσε και λύγιζε τις στρατιωτικές διαταγές. Ένα τέτοιο περιστατικό, κατά το οποίο η τουρκική περίπολος προσπάθησε και να υπακούσει στις διαταγές που είχε λάβει αλλά και να μη διώξει τους πρόσφυγες, μας διηγείται ο Γιάννης Ξυντάρης: “Το πρωί που ξημέρωσε, είδαμε και κάτι άλλους βγαρμένους δίπλα και την ώρα που ήρτανε οι Τούρκοι και μας εφωνάξανε να βγούμε απάνω, βλέπομε από την πάντα των αλλονών μια βάρκα βγαλμένη όξω. Χιώτικια βάρκα, δικιά τους… Οι Τούρκοι είχανε ορκιστεί άμα πιάνουνε βάρκα να τηνε φορτώνουνε, να τηνε γυρίζουν πίσω, και τη φορτώσανε με κάτι γέρους και τος είπανε κιόλας: “Πηγαίνετε από εκεί και αφήτε την και φύγετε… Για να σας πιάσομε αύριο το πρωί…” Την άλλη μέρα το πρωί, στην Κάτω Παναγιά που είχαμε πάει, να τους και οι χτεσινοί, ήρτανε εκεί!”

-.-

Άλλος αργά, άλλος γρηγορότερα, οι πρόσφυγες άρχισαν να προωθούνται και να εγκαταλείπουν την Τουρκία. Οι αρχικές ομάδες διαλύθηκαν, αφού ο καθένας κοίταζε πώς θα βρει τρόπο να εξασφαλιστεί και να φύγει για την Κύπρο όσο το δυνατόν ταχύτερα. Άλλοι με τερτίπια, άλλοι με εύνοια της τύχης κι άλλοι με υπομονή, ώσπου να ‘ρθει η σειρά τους, οι πρόσφυγες λάμβαναν θέση στα καΐκια και σάλπαραν από τον Τσεσμέ με κατεύθυνση τα λιμάνια του προορισμού, που ήταν το Ξηρό, το Καραβοστάσι, η Αμμόχωστος και η Κυρήνεια. Τα ταξίδια διαρκούσαν από τρεις έως δεκατέσσερις μέρες, ανάλογα με τον καιρό, το σκάφος και τον καπετάνιο. Ένα καΐκι βυθίστηκε και έχασαν τη ζωή τους 280 άνθρωποι. Πολλοί από τους πρόσφυγες που μας διηγήθηκαν τις αναμνήσεις τους, μας έκαναν λόγο γι’ αυτό το περιστατικό.

-.-

Εκτός από τους φοβιτσιάρηδες καπετάνιους, υπήρχαν και οι εκμεταλλευτές της κατάστασης, οι οποίοι αργούσαν σκόπιμα να πάνε στον προορισμό τους, για να κερδίζουν περισσότερα χρήματα. Σε μια τέτοια περίπτωση έλαχε ο Ανδρέας Λούρας που περιγράφει: “Ήρτε ένα καΐκι, μας πήρε να μας πα στην Κύπρο… “Ζάλε” το λέγανε το καΐκι. Ο καπετάνιος κομπιναδόρος… Μας πήγαινε σε κάτι απόμερα μέρη, εφουντάριζε, έβαζε κάποιον να υπογράφει ότι ήβγαινε και εψούνιζε πράγματα για να φάμε, ενώ δεν εψούνιζε, και εκάναμε δεκατρείς μέρες να πάμε στην Κύπρο, ενώ ήταν δυο-τρεις μέρες ταξίδι… Ήμαστε κάπου ογδόντα άτομα μέσα, γυναίκες, άντρες, παιδάκια… Δράμα ήτανε… Ούτε καμπινέ…”

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: