Εργάσιμος και μη εργάσιμος χρόνος των εργατών και εργατριών της ρωσικής βιομηχανίας πριν και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση

Το σοβιετικό κράτος έφερε μία σειρά από τομές στο ζήτημα του χρόνου των εργατών και των εργατριών. Η κεντρικότερη ήταν ότι προκάλεσε μια εκτενή συζήτηση ανάμεσα στην επιστημονική κοινότητα και στους θεσμούς της εργατικής εξουσίας, αλλά και μεταξύ των εργατών για το πώς θα μπορούσε να κατανεμηθεί και να αξιοποιηθεί ο χρόνος με στόχο την άνοδο της κοινωνικής ευημερίας.

Με αφορμή το αντεργατικό νομοσχέδιο – έκτρωμα, που επιχειρεί να καταργήσει το 8ωρο, μια από τις σημαντικότερες και πιο αιματοβαμμένες κατακτήσεις του εργατικού κινήματος, είναι ευκαιρία να θυμηθούμε τις συνθήκες εργασίας στην προεπαναστατική Ρωσία και τα μέτρα που έλαβε για τον περιορισμό του εργάσιμου χρόνου και για τη διεύρυνση του πραγματικού ελεύθερου χρόνου η νεαρή σοσιαλιστική εξουσία, πριν από περίπου έναν αιώνα.

Τον Μάη του 1895, ο Ρώσος γιατρός και κοινωνιολόγος Dimentiev (1850 – 1918) διαπίστωνε ότι «η ζωή προκύπτει φυσιολογικά, χωρίς επιβλαβείς συνέπειες (…) μόνο όταν ο άνθρωπος έχει ως 8 ώρες την ημέρα για ύπνο με 8 ώρες σοβαρή εργασία».1 Σε άλλο έργο του, που αφορά την έρευνα των συνθηκών εργασίας σε τρία βιομηχανικά προάστια της Μόσχας, την περίοδο 1884 – 1885, παρατηρούσε ότι οι εργάτες είχαν «αξιολύπητα, χλωμά, μισοκοιμισμένα, ανέκφραστα πρόσωπα», μικρό ανάστημα, πλαδαρό δέρμα, στενό στήθος και παιδικούς μύες.2

Καπνεργάτριες τη δεκαετία του 1880. Ροστόφ επί του Ντον. Πηγή: Multimedia Art Museum, Moscow

Ηταν προάστια που κυριαρχούνταν από εργάτες και εργάτριες της κλωστοϋφαντουργίας που δούλευαν 13 – 14 ώρες σε δύο βάρδιες, εκ των οποίων η μία ήταν 6ωρη νυχτερινή. Οι χώροι εργασίας ήταν υγροί, στενοί και σκοτεινοί. Συχνά οι εργάτες δεν είχαν τη δυνατότητα για συνεχόμενο ύπνο και το προσδόκιμο ζωής τους ήταν περίπου τα 40 έτη.3

Πώς, όμως, η Οκτωβριανή Επανάσταση απάντησε σε αυτήν την κατάσταση; Ειδικότερα, άλλαξε και με ποιον τρόπο τον εργάσιμο και μη εργάσιμο χρόνο των εργατριών που τις βάραινε εκτός των άλλων και η ευθύνη του νοικοκυριού;

Η μαρξιστική αντίληψη για τον εργάσιμο χρόνο

Το νήμα της απάντησης επιλέγουμε να το πιάσουμε από τη θεωρία του Μαρξ, που αποτέλεσε τον πυρήνα της δράσης των Μπολσεβίκων. Για τον Μαρξ, η «εργάσιμη μέρα έχει ένα ανώτατο όριο» και «οι διακυμάνσεις της (…) κινούνται μέσα σε φυσικά και κοινωνικά όρια».

Ο Μαρξ εξηγούσε ότι «στο διάστημα ενός μέρους της ημέρας πρέπει η [εργατική] δύναμη να ησυχάζει, να κοιμάται και στο διάστημα ενός άλλου μέρους της ημέρας πρέπει ο άνθρωπος να ικανοποιεί άλλες φυσικές ανάγκες, να τρέφεται, να καθαρίζεται, να ντύνεται κ.λπ. (…) εκτός απ’ αυτά τα φυσικά όρια η παράταση της ημέρας σκοντάφτει σε ηθικούς φραγμούς. Ο εργάτης χρειάζεται χρόνο για να ικανοποιεί πνευματικές και κοινωνικές ανάγκες, που η έκταση και ο αριθμός τους καθορίζονται από τη γενική κατάσταση του πολιτισμού».4

Θεωρούσε, επίσης, πως το κεφάλαιο έχει ένα «τυφλό πάθος» και μια «πείνα δράκου» για την υπερεργασία, γιατί ακριβώς «η παραγωγή υπεραξίας ή η απόσπαση υπερεργασίας αποτελεί το ειδικό περιεχόμενο και τον ειδικό σκοπό της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής».5

Η πρώτη έκδοση του πρώτου τόμου «Κεφαλαίου» στα Ρωσικά. 1872

Ετσι, για το κεφάλαιο «ο χρόνος για τη μόρφωση του ανθρώπου, για την πνευματική ανάπτυξη, για την εκπλήρωση κοινωνικών λειτουργιών, για την κοινωνική συναναστροφή, για το ελεύθερο παιχνίδι των φυσικών και πνευματικών δυνάμεων (…) όλα αυτά είναι καθαρή ανοησία». Γι’ αυτό και «σπάει όχι μόνο τα ηθικά μα και τα φυσικά ανώτατα όρια της εργάσιμης ημέρας. Σφετερίζεται το χρόνο που είναι απαραίτητος για την ανάπτυξη, την εξέλιξη και τη διατήρηση της υγείας του σώματος».6

Προκειμένου να παρακολουθήσει το παραπάνω φαινόμενο, ο Μαρξ το 1880 δημοσίευσε ένα ερωτηματολόγιο για εργάτες. Οι ερωτήσεις αφορούσαν το πλήθος των εργάσιμων ημερών, των αργιών, τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας και του διαλείμματος, το αν υπήρχε νυχτερινή εργασία, τις βάρδιες, το αν καθαρίζονταν οι μηχανές από τους ίδιους τους εργάτες ή ακόμα και το πόσος ήταν ο χρόνος μετακίνησης από και προς την εργασία τους.7

Η προεπαναστατική Ρωσία

Η ρύθμιση του εργάσιμου χρόνου αποτέλεσε πεδίο έκφρασης μιας σφοδρής πάλης μεταξύ της εργατικής τάξης και των κεφαλαιοκρατών στην προεπαναστατική Ρωσία. Το 1866 σύμφωνα με τον Yakov Τ. Mihailovski (1836 – ;), επιθεωρητή εργασίας στο 80% των επιχειρήσεων η εργάσιμη μέρα έφτανε τις 12 ώρες χωρίς διάλειμμα για φαγητό.8 Στην Αγία Πετρούπολη έφτανε τις 10 – 13 ώρες με τη βάρδια να διαρκεί από τις 5 – 6 το πρωί έως τις 7 – 8 το απόγευμα.9

Το 1895 – 1896 ξεσπούν στην Πετρούπολη απεργίες, καθοδηγούμενες από τους Ρώσους επαναστάτες σοσιαλιστές και πετυχαίνουν να αποσπάσουν τον νόμο του 1897 (2 Ιούνη) που περιόριζε την εργάσιμη μέρα σε 11,5 ώρες και καθιέρωνε υποχρεωτική αργία για τις Κυριακές και τις γιορτές. Ο Λένιν έγραψε τότε για τον νόμο αυτό ότι «αναγράφοντας μία διάταξη που καλυτερεύει τη θέση των εργατών, εκμηδενίζει τη διάταξη αυτή, γιατί αφήνει ελεύθερο πεδίο στην αυθαιρεσία του αφεντικού» και τόνισε την ανάγκη της πάλης για την εφαρμογή του νόμου.10

Διαδήλωση εργατών με αίτημα την 8ωρη εργάσιμη ημέρα. Αγία Πετρούπολη, Μάρτης 1917. Πηγή: Multimedia Art Museum, Moscow

Την περίοδο 1885 – 1898 παρατηρείται τάση μείωσης της εργάσιμης μέρας και μετάβαση από το καθεστώς της μίας βάρδιας σε δύο ή τρεις. Για εκείνη του 1898 – 1912 είναι χαρακτηριστικές οι συνεχείς εργατικές κινητοποιήσεις για συλλογικές διαπραγματεύσεις, αλλά και η επίδραση των επαναστατικών γεγονότων του 1905.11

Στη σχετική μείωση της εργάσιμης μέρας επέδρασε η εκμηχάνιση και καλύτερη οργάνωση της παραγωγής με παράλληλη άνοδο της εξειδίκευσης αλλά και την εφαρμογή συστημάτων αμοιβής με το κομμάτι, με μπόνους κ.τ.λ. όπως ο τρόπος οργάνωσης εργασίας που εισήγαγε ο Taylor (1856 – 1915) στις ΗΠΑ.12 Αυτή η μείωση όμως αντισταθμίστηκε από την αύξηση της πνευματικής έντασης της εργασίας που προκάλεσε νέες επαγγελματικές ασθένειες στους εργάτες, παρά το ότι έκανε ευκολότερη τη δουλειά τους, απελευθερώνοντας χρόνο για ξεκούραση και άνοδο του μορφωτικού τους επιπέδου.13

Παράλληλα, η σχετική μείωση του εργάσιμου χρόνου δεν αφορούσε το σύνολο της εργατικής τάξης. Σε έρευνα του 1901 εργάτες της Μόσχας ανέφεραν ότι «αν η εργάσιμη μέρα ήταν μικρότερη θα υπήρχε τότε χρόνος για όλα: να πάμε στη βιβλιοθήκη, στο κλαμπ να χορέψουμε. Συχνά ευχόμαστε να είχαμε χοροεσπερίδες, διαλέξεις και συναυλίες (…) στο τέλος της εργασίας έχουμε τόσο λίγο ελεύθερο χρόνο που αρκεί μόνο για την πιο αναγκαία καθαριότητα».14

Εργοστάσιο – κουζίνα. 1932. Πηγή: Multimedia Art Museum, Moscow

Ενας από τους παράγοντες που λειτουργούσαν ανασχετικά για τη μείωση του εργάσιμου χρόνου ήταν και η υπερωριακή εργασία. Η Konkordia Samoilova (1876 – 1921), μέλος της Κομματικής Επιτροπής Πετρούπολης του Ρωσικού Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (ΡΣΔΕΚ), έγραφε για την υπερωριακή εργασία ότι πλήττει ολόκληρη την εργατική τάξη «μειώνοντας τον αριθμό των εργατικών χεριών, [ότι] αυξάνει το στρατό των ανέργων».

Την συνέδεσε με τα εργατικά ατυχήματα λόγω κούρασης και υπογράμμιζε ότι «παίρνει από τον εργάτη τον ελεύθερό του χρόνο τον αναγκαίο για ξεκούραση, για την πνευματική του ανάπτυξη, τη συμβολή στην κοινωνική ζωή και για την οικογενειακή ζωή, την ανατροφή των παιδιών». Επεσήμαινε τον κίνδυνο να θεωρήσουν οι εργάτες ότι οι υπερωρίες αυξάνουν το εισόδημά τους, ενώ στην πραγματικότητα αυτό μπορούσε να γίνει μόνο «με το να συμμαχήσουν με τους άλλους ζητώντας υψηλότερους μισθούς και μικρότερη εργάσιμη μέρα».15

Στην «Proletarskaia Pravda»,16 στις 19 Γενάρη 1914, δημοσιεύτηκε ένα ερωτηματολόγιο του ΡΣΔΕΚ με στόχο να δοθεί «εικόνα για το πόσο αβάσταχτα μεγάλη είναι η εργάσιμη μέρα στη Ρωσία και πόσο καταστροφική είναι η διάρκειά της για τους εργάτες». Εκείνη την περίοδο θα ερχόταν προς ψήφιση στη Δούμα σχέδιο νόμου για το 8ωρο.

Στο συνοδευτικό κείμενο του ερωτηματολογίου αναγραφόταν πως η συμπλήρωσή του ήταν «καθήκον κάθε συνειδητού εργάτη, κάθε ανθρώπινου πλάσματος που συμμετέχει στο εργατικό κίνημα», ενώ καλούσε τα μέλη του κόμματος να το διαδώσουν σε όλους τους χώρους δουλειάς. Το περιεχόμενο του ερωτηματολογίου ήταν παρόμοιο με εκείνο του Μαρξ.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση

Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, η νεαρή εργατική εξουσία προσανατόλισε την παραγωγή στην κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, ενώ το κέρδος έπαψε να αποτελεί το κίνητρο της παραγωγής. Τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής κοινωνικοποιήθηκαν και τέθηκαν οι βάσεις για τη λειτουργία του κεντρικού σχεδιασμού. Παράλληλα, άλλαξε και το περιεχόμενο του ίδιου του χρόνου, καθώς η κατανομή του έγινε προσπάθεια να αξιοποιηθεί για την προώθηση της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Με το διάταγμα του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων στις 29 Οκτώβρη 1917 – ένα από τα πρώτα διατάγματα της σοβιετικής εξουσίας – ο εργάσιμος χρόνος οριζόταν στις 8 ώρες τη μέρα και στις 48 τη βδομάδα (άρθρο 2). Στον χρόνο αυτό συμπεριλήφθηκαν και οι δραστηριότητες της καθαριότητας των μηχανημάτων και της τακτοποίησης του χώρου εργασίας (άρθρο 2).

Οριζε επίσης ότι, όχι αργότερα από τις 6 πρώτες ώρες από την έναρξη της βάρδιας, έπρεπε να δίνεται διάλειμμα για ξεκούραση και φαγητό με ελάχιστη διάρκεια τη μία ώρα (άρθρο 3). Περαιτέρω μείωση του ωραρίου προβλεπόταν για τις δραστηριότητες που ήταν ιδιαίτερα επιβλαβείς για την υγεία των εργαζομένων (άρθρο 14). Οι Κυριακές και 15 μέρες (θρησκευτικές γιορτές, επέτειοι κ.τ.λ.) συμπεριλήφθηκαν στις προγραμματισμένες και υποχρεωτικές αργίες (άρθρο 10).17

Στον εργατικό κώδικα του 1918, στο 7ο μέρος (άρθρα 81 – 112) μια σειρά από μέτρα αφορούσαν το ζήτημα του εργάσιμου χρόνου. Σύμφωνα με τον κώδικα, η διάρκεια του «κανονικού» εργάσιμου χρόνου δεν μπορούσε να υπερβαίνει τις 8 ώρες τη μέρα και τις 7 τη νύχτα (άρθρο 84). Προβλεπόταν 6ωρη εργασία για τους ανήλικους και για άτομα που έκαναν βαριές εργασίες (άρθρο 85).

Το διάλειμμα δεν συμπεριλαμβανόταν στον υπολογισμό του εργάσιμου χρόνου (άρθρο 88) και έπρεπε να δίνεται όχι αργότερα από τις 4 πρώτες ώρες και να έχει διάρκεια το λιγότερο μισή ώρα και το περισσότερο 2 ώρες (άρθρο 89). Η υπερωριακή εργασία απαγορευόταν με εξαίρεση μια σειρά περιπτώσεων που αφορούσαν έκτακτες και ζωτικές ανάγκες (άρθρο 94).

Ορίστηκε ως μέγιστος αριθμός υπερωριών το 4ωρο μέσα σε δύο διαδοχικές μέρες (άρθρο 98). Για όλους τους εργαζομένους καθοριζόταν αδιάλειπτη ξεκούραση τουλάχιστον 42 ωρών μέσα στη βδομάδα, ενώ την παραμονή των ημερών ξεκούρασης ο εργάσιμος χρόνος μειωνόταν κατά 2 ώρες (άρθρα 103 και 105). Τέλος, προστέθηκαν νέες αργίες.18

Στις 2 Γενάρη 1929, η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων αποφάσισε τη σταδιακή μετάβαση στην 7ωρη εργάσιμη μέρα.19

Η εργασία των γυναικών

Πέρα από τα παραπάνω, την προσοχή της νεαρής σοσιαλιστικής εξουσίας συγκέντρωσε ο εργάσιμος χρόνος των γυναικών, με δεδομένο ότι αυτές επιβαρύνονταν και από τις δουλειές του νοικοκυριού. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τοποθέτηση της Αλεξάνδρας Κολοντάι, Λαϊκής Επιτρόπου για την Κοινωνική Πρόνοια και στελέχους του μπολσεβίκικου κόμματος, ότι υπήρχε «παράλογη σπατάλη» της γυναικείας εργατικής δύναμης και ότι «χρειάζεται κάποια ρύθμιση ανάμεσα στον χρόνο εργασίας και στον χρόνο ανάπαυσης», καθώς «ο σχεδιασμός της καθημερινής κομμουνιστικής ζωής είναι τόσο σημαντικός όσο και ο σχεδιασμός της παραγωγής».

Γι’ αυτό έλεγε ότι «οι ανώτερες υπηρεσίες οικονομικού σχεδιασμού έχουν κάθε συμφέρον ν’ ασχοληθούν σοβαρά με την αλλαγή των γενικών συνθηκών ζωής μέσα στην επιχείρηση και να προγραμματίσουν, για παράδειγμα, την εγκατάσταση μιας καντίνας, ενός παιδικού σταθμού της επιχείρησης κ.λπ.».

Η απελευθέρωση χρόνου για τις γυναίκες είναι εμφανές ότι ιεραρχείται και μάλιστα συνδέεται με τα συμφέροντα του συνόλου της εργατικής τάξης: «πρέπει (…) να συνεχίσουμε χωρίς διακοπή τον αγώνα μας για τη συμμετοχή των γυναικών σε όλους τους τομείς οργάνωσης της κοινωνικής ζωής, αν θέλουμε πραγματικά να πετύχουμε μια αλλαγή των συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης».20

Η Sofia Smidovich (1872 – 1934), επικεφαλής του τμήματος γυναικών του μπολσεβίκικου κόμματος, συμπλήρωνε ότι «προκειμένου μια γυναίκα να απαλλαγεί ολοκληρωτικά από την συσσωρευμένη μέσα στους αιώνας τυραννία και καταπίεση είναι αναγκαίο να μετασχηματίσει το νοικοκυριό σε κοινωνικό (…) να μην είναι πλέον αναγκασμένη να ασχολείται με την προετοιμασία φαγητού για ολόκληρη την οικογένεια, να μεγαλώνει η ίδια τα παιδιά, να πλένει και να ράβει τα ασπρόρουχα κ.τ.λ. αλλά όλα αυτά να γίνονται με έναν κοινωνικό τρόπο. Αυτό είναι δυνατό μόνο κάτω από τον σοσιαλισμό (…)».21

Οι «έρευνες χρόνου» ή «προϋπολογισμοί χρόνου»

Πώς όμως θα γινόταν εφικτό να προσδιοριστεί το τι ακριβώς έπρεπε να γίνει; Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να λυθεί το ζήτημα ότι ο μη εργάσιμος χρόνος δεν είχε μελετηθεί.

Την περίοδο 1922 – 1924, λοιπόν, ξεκίνησαν εκτεταμένες έρευνες για τη μελέτη της κατανομής του χρόνου των εργατών, των εργατριών και άλλων κοινωνικών δυνάμεων από τον οικονομολόγο Strumilin (1877 – 1974). Ο Strumilin ερεύνησε τόσο τον χρόνο εργασίας στην παραγωγική μονάδα, όσο και τη σπατάλη χρόνου για τις δουλειές του νοικοκυριού. Ταυτόχρονα, εισήγαγε την έννοια της «ελεύθερης εργασίας», στην οποία υπήγαγε την αυτομόρφωση και την κοινωνικοπολιτική δραστηριότητα των εργατών.22 Ετσι, στις έρευνές του, για πρώτη φορά, καταγράφηκαν στοιχεία για το σύνολο των ωρών της ημέρας.

Γενικότερα, στη σοβιετική εξουσία υπήρχε η αντίληψη πως η «έρευνα χρόνου» αποτυπώνει την αναλογία των εργάσιμων και μη εργάσιμων ωρών, αναλογία που αποτελεί τον «πιο σημαντικό δείκτη» του βιοτικού επιπέδου των εργατών.23 Οι έρευνες αυτής της πρώτης περιόδου, επειδή ακριβώς απάντησαν σε ερωτήματα του πού ξοδεύεται ο διαθέσιμος χρόνος αλλά και πού το σοσιαλιστικό κράτος θα έπρεπε να πάρει μέτρα για τη βελτίωση της δαπάνης του χρόνου, επεδίωκαν οι εργάτες «πληρέστερα να ικανοποιούν τις υλικές και πολιτισμικές ανάγκες τους και να διευρύνουν το εύρος της ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους».24

Οι συνθήκες της επόμενης περιόδου γέννησαν και την ανάγκη της αύξησης τέτοιων μελετών. Φαινόμενα όπως η ταχεία ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της βιομηχανίας και η μαζική είσοδος των γυναικών στην παραγωγή δημιούργησαν προβλήματα που έπρεπε να επιλυθούν.25

Ο Miheev σημείωνε στην έρευνά του: «Αν αντί για την ξεκούραση που αναπληρώνει τις δυνάμεις μετά την παραγωγική εργασία, αντί για την άθληση που ενισχύει την υγεία ή αντί για την πολιτιστική ψυχαγωγία και μελέτη ο εργάτης ξοδεύει τον ελεύθερο χρόνο του τρέχοντας στα μαγαζιά, ενώ η γυναίκα επιπρόσθετα της παραγωγικής εργασίας δουλεύει 5 – 6 ώρες καθημερινά στο νοικοκυριό της αυτό δεν μπορεί παρά να έχει το πιο αρνητικό αποτύπωμα πάνω στην παραγωγικότητα της εργασίας».26

Για να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της κατανομής του χρόνου στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται στοιχεία από τρεις έρευνες: Η πρώτη είναι του 1923/4 και αφορά 122 εργάτριες από τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη αλλά και από άλλες επαρχιακές πόλεις, η δεύτερη του 1930 με δείγμα 165 εργάτριες από αστικά κέντρα της ευρωπαϊκής Ρωσίας και η τρίτη που αφορά μικρότερο δείγμα είναι του 1936.

Η συνεξέταση των παραπάνω στοιχείων αναδεικνύει μια γενική μειωτική τάση του εργάσιμου χρόνου, ως αποτέλεσμα κυρίως νομοθετικών παρεμβάσεων, αλλά και της ανόδου του επιπέδου των παραγωγικών δυνάμεων. Ταυτόχρονα, παρά τις όποιες ανασχέσεις, υπάρχει και μείωση του χρόνου που δαπανάται στο πλαίσιο του νοικοκυριού κατά περίπου μισή ώρα τη μέρα. Ωστόσο, ιδιαίτερα αυξημένος παραμένει ο χρόνος για την προετοιμασία του φαγητού παρά τη μεγάλη επέκταση του δικτύου κοινωνικών δομών επισιτισμού. Στην πραγματικότητα, το δίκτυο αυτό χρειαζόταν ακόμα μεγαλύτερη ενίσχυση και χρόνο για να μπορέσει να απελευθερώσει ένα σημαντικό μέρος του χρόνου των εργατριών.

Παρατηρείται αξιοσημείωτη αύξηση στον χρόνο μετακίνησης κατά μία ώρα από και προς τον χώρο εργασίας, γεγονός που σχετίζεται με την αύξηση του μεγέθους των πόλεων και των αποστάσεων των παραγωγικών μονάδων από τον τόπο κατοικίας των εργατών, καθώς πλέον υπήρχε και η δυνατότητα χρήσης Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, το δίκτυο των οποίων αναπτυσσόταν σταθερά.

Αυξητικές τάσεις παρουσιάζει ο χρόνος για τον ύπνο, ενώ ο χρόνος για ξεκούραση, που συμπεριλαμβάνει τον χρόνο για την κατανάλωση φαγητού, παρουσιάζει μείωση. Η αυξητική τάση στην αυτομόρφωση είναι στάσιμη, ενώ η συμμετοχή των εργατριών στην κοινωνική ζωή παρουσιάζει ανασχετικές τάσεις μετά το 1930. Ωστόσο, η έκταση του παρόντος άρθρου δεν επιτρέπει μια διεξοδικότερη αναφορά στην πορεία εξέλιξης του εργάσιμου και μη εργάσιμου χρόνου στις επόμενες δεκαετίες.

Παρ’ όλα αυτά, από τα προηγούμενα στοιχεία προκύπτουν διάφορα ερωτήματα όπως το γιατί, ενώ υπήρξε διεύρυνση του μη εργάσιμου χρόνου, αυτός δεν αξιοποιήθηκε, όπως αναμενόταν. Επίσης, είναι ζήτημα του ποιοι ήταν οι παράγοντες που επιδρούσαν ανασταλτικά στην ενασχόληση των εργατών και ειδικά των εργατριών με την πολιτική. Τα ερωτήματα αυτά πρέπει να αποτελέσουν το επίκεντρο μιας εκτενέστερης μελέτης.

Αντί επιλόγου

Συμπερασματικά, τόσο οι νομοθετικές ενέργειες της νεαρής σοβιετικής εξουσίας, όσο και οι έρευνες χρόνου επιβεβαιώνουν ότι το σοβιετικό κράτος έφερε μία σειρά από τομές στο ζήτημα του χρόνου των εργατών και των εργατριών. Η κεντρικότερη ήταν ότι προκάλεσε μια εκτενή συζήτηση ανάμεσα στην επιστημονική κοινότητα και στους θεσμούς της εργατικής εξουσίας, αλλά και μεταξύ των εργατών για το πώς θα μπορούσε να κατανεμηθεί και να αξιοποιηθεί ο χρόνος με στόχο την άνοδο της κοινωνικής ευημερίας.

Αντίθετα, έπειτα από έναν αιώνα αλματώδους ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, η καπιταλιστική εξουσία στην Ελλάδα και διεθνώς, προσανατολισμένη αποκλειστικά από τα συμφέροντα του κεφαλαίου, προσπαθεί να γυρίσει το ρολόι της Ιστορίας προς τα πίσω.

Ομάδα για τη Μελέτη της Ιστορίας του Μεσοπολέμου του Τμήματος Ιστορίας
Ριζοσπάστης

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: