Η εξέγερση της Δράμας

Η εξέγερση της Δράμας ήταν το πρώτο στην Ελλάδα και το δεύτερο στην Ευρώπη οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα κατά του Αξονα. Μία λαϊκή, πατριωτική, ηρωική, πρωτοπόρα αλλά και πρόωρη πράξη αντίστασης των Δραμινών, με οργανωτές, καθοδηγητές και μπροστάρηδες τα τοπικά κομματικά στελέχη του ΚΚΕ, τους Δραμινούς κομμουνιστές που αγωνίστηκαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν, αλλά δε συμβιβάστηκαν, δε λύγισαν, δε βουλγαρογράφτηκαν.

Την άνοιξη του 1941, ο ελληνικός λαός βρέθηκε υπό τριπλή κατοχή (γερμανική, ιταλική, βουλγαρική) και είχε δύο δρόμους να επιλέξει: να υποταχθεί, να συμβιβαστεί και να λουφάξει ή να οργανωθεί, να αντισταθεί και να παλέψει. Με εξαίρεση τους προδότες, τους ταγματασφαλίτες και τους βουλγαρογραμμένους, ο λαός της περιοχής ακολούθησε το δεύτερο, το δύσκολο αλλά και ηρωικό δρόμο. Στην Αντίσταση του ελληνικού λαού, η εξέγερση της Δράμας, που οργανώθηκε από την τοπική Οργάνωση του ΚΚΕ το Σεπτέμβρη του 1941, κατέχει ιδιαίτερη θέση, γιατί ήταν το πρώτο στην Ελλάδα και το δεύτερο στην Ευρώπη οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα κατά του Αξονα.

Το 2015 η ΚΟ Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης του ΚΚΕ διοργάνωσε εκδήλωση όπου τιμά τη μνήμη της ηρωικής εξέγερσης και όσων συμμετείχαν σε αυτήν. Στη συνέχεια μπορείτε να διαβάσετε ένα σημείωμα που δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη, που αντλεί στοιχεία από την εισήγηση που παρουσίασε ο Νικόλαος Γεωργιάδης, διδάκτορας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε εκείνη την εκδήλωση. Παρακάτω μπορείτε μάλιστα να δείτε και βίντεο με τη συγκεκριμένη εισήγηση, που φωτίζει ορισμένα κρίσιμα σημεία και αποκαθιστά τη μνήμη όσων πήραν μέρος σε αυτή την ηρωική αντιστασιακή ενέργεια.

Ποια ήταν τα αίτια και οι προϋποθέσεις για την ένοπλη δράση – εξέγερση;

1) Οι βουλγαρικές διώξεις και η επιθυμία απελευθέρωσης. Μετά την κατάληψη της Δράμας από τους Βουλγάρους (21 του Απρίλη 1941), άρχισε προσπάθεια εκβουλγαρισμού του πληθυσμού της περιοχής της. Λεηλατήθηκαν ναοί και μονές, απελάθηκαν οι Ελληνες παπάδες και λειτουργούσαν Βούλγαροι παπάδες, έκλεισαν τα ελληνικά και άνοιξαν βουλγαρικά σχολεία, η βουλγαρική γλώσσα ήταν υποχρεωτική, έγινε αλλαγή ονομάτων πόλεων, χωριών και οδών, επιβλήθηκαν φόροι στον ελληνικό πληθυσμό, απαγορεύτηκε στους Ελληνες γιατρούς, δικηγόρους και φαρμακοποιούς να ασκούν το επάγγελμά τους και εγκαταστάθηκαν χιλιάδες Βούλγαροι έποικοι.

2) Η δημιουργία αντάρτικων ομάδων στην Ελλάδα, και στη Δράμα, συνδέεται με την απόφαση του Γραφείου Μακεδονίας – Θράκης (Μακεδονικό Γραφείο) του ΚΚΕ για αντίσταση στη Μακεδονία στα τέλη του Ιούνη του 1941 και για την παροχή έμπρακτης αλληλεγγύης προς τη Σοβιετική Ενωση, λόγω της γερμανικής εισβολής στις 22 του Ιούνη 1941 και της σοβιετικής έκκλησης για έμμεση βοήθεια μέσω αντιστασιακών ενεργειών σε ολόκληρη την Ευρώπη.

3) Από τα τέλη της δεκαετίας του 1930, υπήρχε στην περιοχή ισχυρή παρουσία του καπνεργατικού κινήματος αλλά και παράνομη δράση του ΚΚΕ. Στις εκλογές του 1935, το ΚΚΕ πήρε στο Ν. Δράμας 23%, το τέταρτο μεγαλύτερο ποσοστό του Κόμματος σε πανελλαδικό επίπεδο. Οι κομμουνιστές στην ευρύτερη περιοχή της Δράμας είχαν μείνει ασύλληπτοι από το καθεστώς του Μεταξά (λειτουργούσε παράνομο κομματικό τυπογραφείο στη Μυρρίνη Σερρών).

4) Είχαν προηγηθεί μονωμένες αντάρτικες ενέργειες σε Θάσο και Νιγρίτα, αλλά στην περιοχή της Δράμας οργανώθηκε μία αντιστασιακή ενέργεια με μαζικό χαρακτήρα.

5) Η εξέγερση εκδηλώθηκε στην αρχή της Κατοχής, πριν να σταθεροποιήσουν τη θέση τους οι Βούλγαροι στην περιοχή.

6) Υπήρξε επίσπευση της έναρξης της εξέγερσης, για να μην ανακαλυφθεί το σχέδιο και πραγματοποιηθούν συλλήψεις από τους Βουλγάρους.

7) Ηταν δυναμική αντάρτικη δραστηριότητα, επειδή χτυπήθηκαν ταυτόχρονα πολλοί στόχοι, τόσο στη Δράμα όσο και σε πολλά χωριά της, δεν ήταν εξέγερση που προκλήθηκε τυχαία και αυθόρμητα, αλλά μετά από προετοιμασία.

Η προετοιμασία της ένοπλης δράσης

Η προετοιμασία για την ανάπτυξη αντάρτικων ομάδων στην περιοχή της Δράμας με καθοδηγητή το μέλος του Μακεδονικού Γραφείου και Γραμματέα της Περιφερειακής Επιτροπής Δράμας του ΚΚΕ, Παντελή Χαμαλίδη (Αλέκο), άρχισε τον Ιούλη του 1941. Στις αρχές του Αυγούστου, με εντολή του Μακεδονικού Γραφείου, ανέβηκαν 75 αντάρτες στο Τσαλ Νταγ (όρη Λεκάνης) με αρχηγό τον Μιχάλη Γεωργιάδη (Σπάρτακο) από τον Νικηφόρο και υπαρχηγό τον Πέτρο Παστουρματζή (Κίτσο) από τη Δράμα. Σε όλα σχεδόν τα χωριά της Δράμας οργανώθηκαν αντάρτικες ομάδες και σε ορισμένα χωριά του κάμπου Πόντιοι οπλαρχηγοί συνεργάστηκαν με στελέχη του ΚΚΕ. Στην πόλη της Δράμας δημιουργήθηκαν τον Αύγουστο του 1941 δύο ένοπλες ομάδες, με αρχηγούς τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Αδαμίδη και τον Θεόφιλο Ψαρρά από τον Αγιο Αθανάσιο. Παράλληλα, στην προετοιμασία του αντάρτικου αγώνα συνέβαλε αποφασιστικά η τοπική Οργάνωση του ΚΚΕ στα Κύργια, επειδή το χωριό αυτό ήταν πολύ κοντά στο Τσαλ Νταγ, όπου δημιουργήθηκαν αντάρτικες βάσεις.

Η απόφαση

Στις 15 του Σεπτέμβρη, στην Ηλιοκώμη έγινε σύσκεψη μελών του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ και αποφασίστηκε η οργάνωση περισσότερων ενόπλων τμημάτων. Η απόφαση και η προετοιμασία για την εξέγερση συζητήθηκαν σε συσκέψεις στη Δράμα και σε Αγιο Αθανάσιο, Δοξάτο, Προσοτσάνη και Χωριστή, όπου διατυπώθηκαν προβληματισμοί από τοπικά στελέχη του ΚΚΕ για την οργάνωση άμεσης ένοπλης δράσης. Απέναντι στους προβληματισμούς που διατυπώθηκαν και από μέλη της Αχτιδικής Επιτροπής Δράμας του ΚΚΕ, ο Χαμαλίδης έκανε καθαρό: «οργανώνουμε επανάσταση, πάρτε το απόφαση» (μαρτυρία Σταύρου Σταυρίδη). Οπως, επίσης, είπε ο ίδιος, «ένα τόσο πλατύ, παλλαϊκό επαναστατικό ξεσήκωμα δεν κρύβεται. Το ξέρουν ή δεν το ξέρουν οι Βούλγαροι, η εξέγερση θα γίνει και θα καταπλήξουμε όχι μόνο την Ελλάδα, μα ολόκληρο τον κόσμο!» (μαρτυρία Αντώνη Αντωνίου). Λίγες μέρες αργότερα, στις 26 του μήνα, καθορίστηκε και η ημερομηνία της εξέγερσης για τις 28 προς 29 του Σεπτέμβρη 1941.

Το βράδυ της 28ης του Σεπτέμβρη 1941, η ανατίναξη του εργοστασίου ηλεκτροφωτισμού του Χατζόπουλου κοντά στον Αρκαδικό της Δράμας ήταν το σύνθημα για την έναρξη των αντάρτικων επιχειρήσεων. Ομάδα ανταρτών επιτέθηκε στο στρατόπεδο του Σώματος Εφοδιασμού Πολέμου και στο Σιδηροδρομικό Σταθμό της Δράμας, αλλά οι επιθέσεις απέτυχαν λόγω της μικρής αριθμητικής δύναμης και της έλλειψης οργάνωσης των ανταρτών. Το βράδυ αυτό, αντάρτικες ομάδες επιτέθηκαν και σε σταθμούς χωροφυλακής, κοινοτικά καταστήματα και γέφυρες, σκοτώνοντας Βούλγαρους χωροφύλακες, προέδρους κοινοτήτων αλλά και Ελληνες συνεργάτες τους σε πολλά χωριά του Ν. Δράμας. Κινήσεις ανταρτών ή αποχώρηση των εκπροσώπων των βουλγαρικών αρχών σημειώθηκαν επίσης σε χωριά των Ν. Σερρών και Καβάλας.

Μέτρα περιφρούρησης

Για την επιτυχία της εξέγερσης είχαν παρθεί και κάποια μέτρα περιφρούρησης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σαμψών Κανετίδη, που ανατίναξε το εργοστάσιο ηλεκτροφωτισμού στη Δράμα, «με όλους τους Βουλγάρους κομμουνιστές κόψαμε κάθε επαφή ακόμη από τον Αύγουστο, ύστερα από αυστηρή εντολή του Χαμαλίδη». Ο Βασίλης Τσουκαλίδης, επίσης, έχει δηλώσει ότι «το Μακεδονικό Γραφείο έδωσε εντολή να μην υπάρχουν επαφές με Βουλγάρους: Ετσι απομονώσαμε και δύο στρατιώτες ασυρματιστές που μας έδιναν πολύτιμες πληροφορίες».

Τα μέτρα αυτά ήταν αναγκαία, καθώς υπήρχε ο κίνδυνος η βουλγαρική Ασφάλεια να προσπαθεί να διαβρώσει το κίνημα. Και είναι χαρακτηριστικό ένα σχετικό περιστατικό που έχει καταγραφεί: Λίγες μέρες πριν την εξέγερση, ένας, κατά δήλωσή του, Ρώσος ηλεκτρολόγος που ήθελε να αγωνιστεί μαζί με τους αντάρτες, συνελήφθη κοντά στο κρησφύγετό τους στην περιοχή των Κυργίων, αλλά επειδή ο Χαμαλίδης (που είχε ασκήσει το επάγγελμα του ηλεκτρολόγου κατά τη δεκαετία του 1930) πρόσεξε ότι τα χέρια του ηλεκτρολόγου ήταν λεπτά, καθαρά και χωρίς σημάδια χειρωνακτικής εργασίας, τον θεώρησε Βούλγαρο κατάσκοπο και διέταξε την εκτέλεσή του. Οπως έγινε γνωστό, οι Βούλγαροι είχαν κάποια πληροφορία για το κρησφύγετο των Κυργίων και προσπάθησαν να την επιβεβαιώσουν, αλλά ο Χαμαλίδης δεν έπεσε θύμα της παγίδας του Ρώσου ηλεκτρολόγου και δεν άφησε περιθώρια για «επαφές» με Βουλγάρους.

Μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης, με επίσημη ανακοίνωσή της, η βουλγαρική κυβέρνηση ανέφερε: «Τη νύχτα της 28ης Σεπτεμβρίου, μια ομάδα Ελλήνων που ήρθαν από τα όρια της σημερινής Ελλάδας, αποπειράθηκε να παρασύρει κάποιους από τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό και να καταλάβει τα κοινοτικά κτήρια σε ορισμένα χωριά της επαρχίας Δράμας». Από την πλευρά του, ο ηγέτης του ΚΚ Βουλγαρίας, Βασίλ Κολάροφ, σε δήλωσή του το 1941, τόνισε: «Στην περιοχή της Δράμας και των Σερρών ξέσπασε εξέγερση. Κανένας τίμιος και συνειδητός πολίτης δεν πρέπει να αμφιβάλλει πως η εξέγερση αυτή προκλήθηκε από το κτηνώδικο καθεστώς του Φίλοφ στην Ελλάδα και στον βουλγαρικό στρατό κατοχής ανατέθηκε ο ρόλος του δημίου».

Η εξέγερση πέτυχε να απελευθερώσει χωριά της περιοχής για μία μέρα, την Προσοτσάνη μέχρι τα ξημερώματα της 30ής του Σεπτέμβρη και τα Κύργια μέχρι τις 3 του Οκτώβρη. Αλλά ο αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων δεν επέτρεψε στους αντάρτες να διατηρήσουν τον έλεγχο των απελευθερωμένων εδαφών, λόγω και της έλλειψης πολεμικού εξοπλισμού – τροφίμων και σχεδίου απομάκρυνσης των αμάχων.

Τα αντίποινα

Από το πρωί της 29ης του Σεπτέμβρη, τα βουλγαρικά αντίποινα ήταν σκληρά, τόσο στην πόλη όσο και σε πολλά χωριά του Νομού της Δράμας, αλλά και στις πρωτεύουσες και σε χωριά των Ν. Σερρών και Καβάλας. Στην πόλη της Δράμας πραγματοποιήθηκαν συλλήψεις αμάχων, δολοφονίες στους δρόμους, βασανισμοί σε αστυνομικά τμήματα και σε στρατώνες, αλλά και μαζικές εκτελέσεις στην περιοχή του Ινστιτούτου Καπνού, στους πρόποδες του Κορυλόβου, στο δρόμο προς το Μοναστηράκι, πίσω από το Γυμνάσιο Αρρένων, πίσω από το πάρκο των Κομνηνών, στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου και στη Στενήμαχο. Συνολικά τα καταγεγραμμένα θύματα από τις σφαγές των Βουλγάρων ήταν 2.140 (1.547 στο Ν. Δράμας, 483 στο Ν. Σερρών και 110 στο Ν. Καβάλας). Επίσης, από την 29η του Σεπτέμβρη, οι Βούλγαροι άρχισαν την καταδίωξη των ανταρτών και την καταστολή της εξέγερσης, πραγματοποίησαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και διέλυσαν τις αντάρτικες ομάδες στο Παγγαίο και στο Τσαλ Νταγ.

Σε κείμενο της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας του ΕΛΑΣ, αναφέρεται ότι «το κίνημα αυτό που ήταν οργανωμένο από τις εκεί οργανώσεις μας, δεν μπόρεσε να σταθεί και να ριζώσει, αν και ήταν μια τεράστια ένοπλη δύναμη, γιατί στηρίχτηκε σε λανθασμένες προοπτικές για την εξέλιξη της πολιτικο-στρατιωτικής κατάστασης», ενώ η Επιτροπή Περιοχής Μακεδονίας του ΕΑΜ αναφέρει: «Στην ίδια περίοδο (φθινόπωρο 1941), κάτω από την πρωτοφανή τρομοκρατία των Βουλγάρων κατακτητών στην Ανατολική Μακεδονία, ξεσπά η πρώτη αυθόρμητη αντίσταση που καταλήγει στην ομαδική σφαγή χιλιάδων Ελλήνων, ιδιαίτερα στην περιφέρεια Δράμας και στο κάψιμο πολλών χωριών».

Η εξέγερση της Δράμας ήταν το πρώτο στην Ελλάδα και το δεύτερο στην Ευρώπη οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα κατά του Αξονα. Μία λαϊκή, πατριωτική, ηρωική, πρωτοπόρα αλλά και πρόωρη πράξη αντίστασης των Δραμινών, με οργανωτές, καθοδηγητές και μπροστάρηδες τα τοπικά κομματικά στελέχη του ΚΚΕ, τους Δραμινούς κομμουνιστές που αγωνίστηκαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν, αλλά δε συμβιβάστηκαν, δε λύγισαν, δε βουλγαρογράφτηκαν. Πολέμησαν στο βουνό και στην πόλη, στο χωριό και στην κωμόπολη, άοπλοι και ένοπλοι, επιλέγοντας τον αγώνα κατά του κατακτητή και όχι τη συνεργασία μαζί του, προτιμώντας τη λευτεριά και όχι τη σκλαβιά.

«Παλικάρι από τα λίγα»

Ο Παντελής Χαμαλίδης (31 ετών το 1941) για τους συναγωνιστές του ήταν «παλικάρι από τα λίγα», «θαρραλέος, ορμητικός, γεμάτος πίστη και ενθουσιασμό».

Για τον ηρωισμό, την προσφορά στον αγώνα της ελευθερίας και την τιμιότητα του Παντελή Χαμαλίδη, είναι χαρακτηριστικές δύο μαρτυρίες:

– «Οι λιποταξίες στις τάξεις των ανταρτών τον ανάγκασαν να κάνει συγκέντρωση όλων και να μας πει ότι ο αγώνας αυτός που θα κάνουμε θα είναι σκληρός, δύσκολος, θα υποφέρουμε από ψωμί, θα μείνουμε γυμνοί, ξυπόλυτοι και θα πρέπει ανοιχτά να δηλώσουν όλοι ποιος θα μπορέσει να αντέξει. Ολοι φώναξαν ότι θα παλέψουμε μέχρι τέλους» (μαρτυρία Θεόφιλου Μάλλιου).

– «Τον χειμώνα του 1941 το αντάρτικο τμήμα λιμοκτονούσε. Ολο αυτό το τετράμηνο μας προφύλαγε και μας έδινε χοιρινό και αλεύρι ο Δρυμότοπος, με αποδείξεις για να πληρώσουμε σε πρώτη ευκαιρία, γιατί ο Χαμαλίδης απαγόρευε να αρπάζουμε ζώα από τους χωρικούς» (μαρτυρία Μανόλη Μπαλτζή).

Επιχείρηση λάσπης για μια ηρωική εξέγερση

Η εξέγερση της Δράμας, όπως κι άλλες αντιστασιακές πράξεις αργότερα σε άλλα σημεία της Ελλάδας, επιχειρήθηκε να συκοφαντηθεί, να παρουσιαστεί σαν πράξη που δεν έπρεπε να γίνει, αφού θα προκαλούσε τα αντίποινα των κατακτητών. Στην περίπτωση της Δράμας, όμως, η συκοφαντία συναντήθηκε με τη λάσπη.

Ο Ελληνας Γενικός Επιθεωρητής Νομαρχιών Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας το 1941, Αθανάσιος Χρυσοχόου, ο συνεργαζόμενος δηλαδή με τους Γερμανούς και τους Βουλγάρους κατακτητές της Μακεδονίας διοικητής της, σε έκδοση βιβλίου το 1949, εμφανίζεται να ρίχνει λάσπη στην εξέγερση, ισχυριζόμενος ότι οι βουλγαρικές κατοχικές αρχές συνεργάστηκαν με τους Ελληνες κομμουνιστές της Δράμας για να ξεσπάσει εξέγερση και να δικαιολογήσουν σφαγές κατά του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής με σκοπό να αλλοιωθεί η εθνολογική της σύσταση. Αλλοι, επίσης, όπως κάποιος Κωνσταντίνος Σνωκ, έφτασαν στο σημείο να δηλώνουν πως «όλα όσα γράφονται για το κομμουνιστικό κίνημα και τη συνεργασία των Ελλήνων κομμουνιστών με τους Βουλγάρους, είναι παρμένα από επίσημα έγγραφα και εκθέσεις που βρίσκονται στα αρχεία των αρχών της Δράμας». Αυτά τα στοιχεία ποτέ δεν παρουσιάστηκαν.

Αντίθετα, αποδείχτηκε με δραματικό τρόπο ότι το κίνημα της Δράμας ήταν μια αυθεντική λαϊκή – ηρωική εξέγερση. Πέρα από το γεγονός ότι ο εισηγητής της άποψης περί προβοκάτσιας ήταν ο Ελληνας Γενικός Επιθεωρητής Νομαρχιών Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας το 1941 Αθανάσιος Χρυσοχόου, ο συνεργαζόμενος δηλαδή με τους Γερμανούς και τους Βούλγαρους κατακτητές της Μακεδονίας διοικητής της και ιδεολογικός αντίπαλος του ΚΚΕ, γεγονός είναι επίσης ότι οι ηγέτες της εξέγερσης συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν από τους Βουλγάρους ή σκοτώθηκαν σε μάχες. Τα μέλη του Μακεδονικού Γραφείου Παρασκευάς Δράκος (Μπάρμπας), Απόστολος Τζανής (Κωστάκης), Μωυσής Πασχαλίδης (Γρηγόρης) και Λάμπρος Μαζαράκης σκοτώθηκαν έξω από την Παλαιοκώμη στις 6 του Οκτώβρη 1941, κατευθυνόμενοι προς τον Στρυμόνα. Ο Παντελής Χαμαλίδης (Αλέκος) με τρεις συντρόφους του σκοτώθηκε στις 20 του Μάη 1942 στο Παραλίμνιο Σερρών.

Πρόσθετα, στην εξέγερση της Δράμας συμμετείχαν και πολέμησαν και μη κομμουνιστές, οπλαρχηγοί του Πόντου (Κωνσταντίνος Βασιλειάδης από την Ψηλή Ράχη, Στάθης Λεοντιάδης από τον Αίγειρο, Θεόδωρος Μικρόπουλος από το Μικρολίβαδο, Ιορδάνης Χασιαρής από την Καλλίφυτο), οι οποίοι αργότερα στράφηκαν κατά του ΕΛΑΣ (ο Κωνσταντίνος Βασιλειάδης ήταν υπαρχηγός του Αντών Τσαούς στο Τσαλ Νταγ). Γι’ αυτούς ποτέ δεν εκτοξεύτηκε κατηγορία για προβοκάτσια και συνεργασία με τους Βουλγάρους. Η εκδοχή της προβοκάτσιας εξυπηρέτησε μόνο πολιτικούς λόγους και επινοήθηκε για να συκοφαντηθεί η τοπική κομμουνιστική Οργάνωση της Δράμας και γενικότερα το ΚΚΕ.

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια του ΚΚΕ και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: