“Είναι σαν να κόβεις χόρτα…” – Η σφαγή στο Κομμένο Άρτας 1943

Οι χιτλερικοί μακελάρηδες δε δίστασαν ούτε μπροστά σε βρέφη και αγέννητα μωρά με τις μανάδες τους.

Συμπληρώνονται σήμερα 75 χρόνια από τότε που οι δυνάμεις του ναζισμού στη χώρα μας πρόσθεσαν άλλη μια κηλίδα αίματος στο χάρτη της κατεχόμενης Ελλάδας. Δεν είχε ακόμα χαράξει όταν το μοιραίο εκείνο πρωινό της 16ης Αυγούστου 1943 οι κάτοικοι στο Κομμένο Άρτας ξύπνησαν από τα βουτά των αυτοκινητών. Γρήγορα θα συνειδηστοποιήσουν ότι 400 Γερμανοί κι Αυστριακοί της επίλεκτης μεραρχίας “Εντελβάις”  (από το λουλούδι που είχαν ως διακριτικό στους σκούφους και τα μανίκια τους τα μέλη της) είχαν καταλάβει το χωριό με αυτόματα, χειροβομβίδες και πυρομαχικά. Το Κομμένο θεωρούνταν “άντρο συμμοριτών” για τους ναζί, με πιο πρόσφατο επεισόδιο τον πυροβολισμό ενός Γερμανού στο χωριό που είχε κατορθώσει να διαφύγει. Όπως διηγούνταν αργότερα ένας νεαρός τότε στρατιώτης που συμμετείχε στα γεγονότα, ένας αξιωματικός της μονάδας του πριν ξεκινήσει την επιχείρηση του διέταξε “Να θερίσουμε τους πάντες”. Υπεύθυνος για την αρχική εντολής ή στρατιωτικός διοικητής Ιωαννίνων Χούμπερ Λαντς, ενώ το τάγμα θανάτου είχε κατασκηνώσει στη Φιλιππιάδα.

Αφού έκλεισαν όλες τις προσβάσεις και πιθανές διεξόδους του Κομμένου επιδόθηκαν σε ένα επτάωρο μακελειό στη διάρκεια του οποίο διαδραματίστηκαν σκηνικά φρίκης που δεν χωράει ο ανθρώπινος νους. Οι ανατριχιαστικές λεπτομέρεις μας είναι γνωστές τόσο χάρη στο βιβλίο του αυτόπτη Στέφανου Παππά, που είχε καταθέσει και στη δίκη της Νυρεμβέργης, όσο και στις μαρτυρίες στρατιωτών των κατοχικών δυνάμεων που συμμετείχαν ή είδαν τα γεγονότα, στα πλαίσια έρευνας του Χέρμαν Φρανκ Μάγιερ, που αναζητούσε στοιχεία για το δικό του εκτελεσμένο από τους αντάρτες πατέρα που υπηρετούσε στη Βέρμαχτ.

Ένα από τα πιο κτηνώδη περιστατικά ήταν η δολοφονία των επτάμηνων δίδυμων μωρών τους Χρήστου και της Ευσταθίας Κολιοκώτση. Αφού οι Γερμανοί δολοφόνησαν τους γονείς, μπούκωσαν τα μωρά με βαμβάκι λουσμένο στη βενζίνη και έβαλαν φωτιά στα αθώα θύματά τους, διασκεδάζοντας με τα αυτοσχέδια ανθρώπινα πυροτεχνήματά τους. Αργότερα ένας από τους συμμετέχοντες δήλωσε πως είδε μωρά με φρικτά εγκαύματα, ισχυριζόμενες πως δεν γνώριζε αν είχαν καεί πριν ή μετά το θάνατό τους. Μωρά καρφωμένα σε αχυρώνες δήλωσε πως είδες από την πλευρά του Ιταλός αξιωματικός που βρέθηκε στο χωριό μια μέρα μετά τα γεγονότα. Ακόμα και αγέννητα παιδιά με τις μανάδες τους έπεσαν θύματα της θηριωδίας, καθώς η ετοιμόγενη γυναίκα του Λεωνίδα Τσιμούκη, βρέθηκε νεκρή με ανοιγμένη κοιλιά και το έμβρυο  απέξω. Ένας δεκανέας αργότερα, ο Καρλ Ντεφρέγκερ προσπαθούσε να εξιλεωθεί λέγοντας πως “έσωσε” τέσσερα παιδιά κρύβοντάς τα κάτω από μια κουβέρτα, χωρίς όμως να είναι σίγουρος ότι δεν εκτελέστηκαν αργότερα. Μαρτυρίες Γερμανών κάνουν λόγω για ασέλγεια σε πτώματα, όπως με την τοποθέτηση μπουκαλιών μπύρας σε αιδοία νεκρών γυναικών, ενώ πολλά πτώματα έφεραν βγαλμένα μάτια.

Στο αίμα βάφτηκε το γαμήλιο γλέντι της Αλεξάνδρας Μάλλιου στο σπίτι του πατέρα της Θόδωρου, όταν μετά από εισβολή οι ναζί εκτέλεσαν τους νιόπαντρους και 26 καλεσμένους, ανάμεσά τους τρία παιδιά με πολυβόλο. Όσοι κάτοικοι προσπάθησαν να διαφύγουν εκτελέστηκαν επιτόπου, ενώ όσοι κλειδώθηκαν στα σπίτια τους δέχτηκαν πρώτα επίθεση με χειροβομβίδες και μετά πυροβολισμούς με καραμπίνες και αυτόματα μέσα από τις κλειστές πόρτες.

Συνολικά έχασαν τη ζωής του 97 παιδιά κάτω των 15, 14 ηλικιωμένοι ως 75 ετών, 119 γυναίκες 16 ως 65 ετών και 87 άνδρες της ίδιας ηλικίας. 20 οικογένειες ξεκληρίστηκαν ολοκληρωτικά. 350 κάτοικοι κατορθώνουν να γλιτώσουν μέσα από ένα άγνωστο στους Γερμανούς μονοπάτι που έβγαζε στον Άραχθο ποταμό, απ’όπου πέρασαν στο απέναντι Νεοχώρι, ταξίδι στο οποίοι άλλοι 30 πνίγηκαν στο ποτάμι. Επιστρέφοντας μια μέρα μετά βρήκαν ένα σκηνικό απόλυτης καταστροφής και θανάτου. Την αποκτήνωση των εκτελεστών εκφράζει ανάγλυφα η μαρτυρία του υποδεκανέα Άντον Τσίγκλερ στην ερώτηση για το πώς αισθανόταν μετά τη σφαγή:

« Είναι σαν να κόβεις χόρτα. Γίνεται πολύ γρήγορα. Μετά ησυχία. Καμία κραυγή, καμία αναστάτωση. Μετά ησυχάζεις (…) Βλέπω ακόμη και σήμερα τις γυναίκες και τα παιδιά που στήθηκαν μπροστά στον τοίχο, πως άρχισαν να ουρλιάζουν προσπαθώντας να κρυφτούν πίσω από τα τελάρα. Ήμουν τόσο ταραγμένος που θα αναγκαζόμουν να πυροβολήσω γυναικόπαιδα».

Στο τέλος της σφαγής ακολούθησε κανονικό γλέντι με λαφυραγωγημένα τρόφιμα και κρασί από το χωριό. Φεύγοντας οι αξιωματικοί φόρτωσαν χαλιά κι ό,τι πολύτιμο μπορούσαν να βρουν στα φορτηγά, ολοκληρώντας τη σφαγή με τη λεηλασία των περιουσιών των θυμάτων τους.

Μεταπολεμικά οι δράστες όχι μόνο δε λογοδότησαν στο σύνολό τους για τα φρικτά τους εγκλήματα, αλλά το σώμα στο οποίο ανήκαν δηλαδή η “Εντελβάις”, ανασυστάθηκε το 1956 στα πλαίσια του δυτικογερμανικού επανεξοπλισμού με το ίδιο όνομα και διακριτικό, στο οποίο μάλιστα αναδείχθηκε σε αντιστράτηγο και αναπληρωτή επιθεωρητή της Bundeswehr (του στρατού της ΟΔΓ) ένας από τους δράστες της σφαγής, ως εισηγητής και οργανωτής της, ο Καρλ Βίλχελμ Τίλο, που κατηγορήθηκε και για άλλα εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα και το Μαυροβούνιο.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: