Έγκλημα χωρίς τιμωρία: Η δολοφονία της “κόκκινης” Ρόζας και του Καρλ Λίμπκνεχτ

Παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις για την ορθότητα της εξέγερσης στη συγκεκριμένη συγκυρία, η Ρόζα δε διαχωρίζει τη μοίρα της από εκείνη των υπολοίπων επαναστατών. Ο κλοιός θανάτου γύρω από το Λίμπκνεχτ και τη Λούξεμπουργκ σφίγγει κι η αλλαγή σπιτιών και συνοικιών δε στέκεται ικανή για να αποτρέψει τη σύλληψή τους, σε μια περίοδο που είχαν επικυρηχθεί και το Βερολίνο είχε γεμίσει χαφιέδες και φράικορπς.

Στις 29 Δεκεμβρίου 1918, οι σοσιαλδημοκράτες κυκλοφόρησαν προκήρυξη στην οποία έγραφαν τα εξής: “Οι σκανδαλώδεις μηχανορραφίες του Λήμπκνεχτ και της Λούξεμπουργκ ρυπαίνουν την επανάσταση (σ.σ.: τη λεγόμενη επανάσταση του Νοεμβρίου, που οδήγησε στη δημιουργία της δημοκρατίας της Βαϊμάρης) και θέτουν σε κίνδυνο όλες τις κατακτήσεις της. Οί μάζες δεν μπορούν ούτε για μια στιγμή πλέον να παρατηρούν ήρεμα αυτούς τους ταραχοποιούς και τους οπαδούς τους να παραλύουν τη δραστηριότητα των δημοκρατικών αρχών, να παροτρύνουν κάθε μέρα και περισσότερο το λαό στον εμφύλιο πόλεμο, να στραγγαλίζουν με τα βρώμικα χέρια τους το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης γνώμης. Με το ψέμα, τη συκοφαντία και τη βία, θέλουν να χτυπήσουν καθετί που τολμάει να αντιδρά σε αυτούς. Με μια αυθάδεια δίχως όρια, προβάλλουν τους εαυτούς τους για κύριους του Βερολίνου.” Σε άλλη προκήρυξη των ημερών αναφέρουν ακόμα πιο ξεκάθαρα τις προθέσεις τους: “Τα πραξικοπήματα των σπαρτακιστών τα Χριστούγεννα οδηγούν κατευθείαν στην άβυσσο…Στην κτηνώδη βία αυτής της ληστρικής συμμορίας δεν υπάρχει άλλη απάντηση από τη βία…θέλετε την ειρήνη; Ξεσηκωθείτε και δώστε ένα τέλος στη δικτατορία των σπαρτακιστών. Θέλετε την ελευθερία; Κάνετε τους οπλισμένους ληστές του Λήμπκνεχτ σε κατάσταση που να μην μπορούν να βλάψουν…”

Οι προκλήσεις της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης Έμπερτ κλιμακώθηκαν με την αντικατάσταση του εγνωσμένης εντιμότητας αστυνομικού διευθυντή του Βερολίνου Έμιλ Άιχορν, μέλος του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (USPD). Οι τεράστιες διαδηλώσεις που ξεσπούν προς συμπαράσταση του Άιχορν, με τη συμμετοχή του νεοσύστατου ΚΚΓ, οδηγούν το τελευταίο σε σύσταση επαναστατικής επιτροπής, μέλος της οποίας ήταν και ο Καρλ Λίμπκνεχτ και την απόφαση ένοπλης εξέγερσης για την ανατροπή της κυβέρνησης και την εγκαθίδρυση δημοκρατίας των συμβουλίων. Παρά τις σοβαρές τις επιφυλάξεις για την ορθότητα της εξέγερσης στη συγκεκριμένη συγκυρία, η Ρόζα δε διαχωρίζει τη μοίρα της από εκείνη των υπολοίπων επαναστατών. Ο κλοιός θανάτου γύρω από το Λίμπκνεχτ και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ σφίγγει ολοένα, κι η αλλαγή σπιτιών και συνοικιών δε στέκεται ικανή για να αποτρέψει τη σύλληψή τους, σε μια περίοδο που είχαν εξάλλου επικυρηχθεί και το Βερολίνο είχε γεμίσει χαφιέδες και φράικορπς.

Η 15η Γενάρη 1919 βρίσκει τους δυο ηγέτες του ΚΚΓ, μαζί με τον Βίλχελμ Πίκ, μετέπειτα ηγέτη της ΓΛΔ, σε ένα διαμέρισμα στη συνοικία Βίλμερσντορφ. Κατά τις 9 το βράδυ γίνεται εισβολή στο διαμέρισμα, ενώ οι πλαστές ταυτότητες δεν επαρκούν για να παραπλανήσουν τους στρατιώτες με επικεφαλής τον υπολοχαγό Λίντερ και τον ξενοδόχο Μέρινγκ, καθώς ένας χαφιές αποκάλυψε τα ονόματά τους. Πρώτα παίρνουν τον Λήμπκνεχτ και το μεταφέρουν στο ξενοδοχείο “Έντεν” του Βερολίνουν ,αρχηγείου των Φράικορπς της πρωτεύουσας. Εκεί αρχίζουν αμέσως να τον χτυπούν με υποκόπανο. Στο μεταξύ η Ρόζα, θεωρώντας πως την περίμενε και πάλι το κελί, όπου είχε περάσει πάνω από δυο χρόνια στη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου λόγω της εναντίωσης της σε αυτόν, ετοίμασε μια βαλίτσα με βιβλία και λιγοστά υπάρχοντα. Ο Πικ και η Ρόζα φτάνουν στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου κατά τις 22.00, όπου γίνονται δεκτοί με βρισιές παριστάμενων αξιωματικών, όπως “Ρόζα γρια πουτάνα” και “Απόψε θα σας βουλώσουμε και των δυο τα στόματα”. Οι δυο τους μεταφέρονται στον πρώτο όροφο του κτιρίου, όπου ενώ ο Πικ περιμένει φρουρούμενος στο διάδρομο, η Ρόζα μεταφέρεται για “ανάκριση” στον 38χρονο λοχαγό Βάλντεμαρ Πάμπστ. “Είστε η κυρία Ρόζα Λούξεμπουργκ;” τη ρωτάει. “Αποφασίστε μόνος σας παρακαλώ” απαντά κι εκείνος λέει “Βάσει της φωτογραφίας [στην επικήρυξη] πρέπει να είστε εσείς”. Η ανάκριση τελειώνει εκεί κι η Ρόζα αρχίζει να διαβάζει το δεύτερο μέρος του Φάουστ του Γκαίτε.

Λίγο αργότερα βγάζουν τον Καρλ από το κτίριο, όπου ένας ναύτης τον ρίχνει στο έδαφος χτυπώντας τον με υποκόπανο. Τον σέρνουν σε ένα αμάξι και το μεταφέρουν στην περιοχή Τίργκαρτεν, όπου, προφασιζόμενοι βλάβη του αυτοκινητού, βγάζουν από το όχημα και  δολοφονούν πισώπλατα τον ήδη μισολιπόθυμο Καρλ κι έπειτα παραδίδουν το πτώμα του σε σταθμό πρώτων βοηθειών, δηλώνοντας πως βρήκαν το πτώμα ενός αγνώστου.

Στις 23. 40 ο Παμπστ διατάζει ενώπιον μαρτύρων τον υπολοχαγό Κουρτ Φόγκελ, υπεύθυνο μεταγωγών, να μεταφέρει τη Λούξεμπουργκ στις φυλακές του Μοαμπίτ. Ωστόσο, σε πιο στενό κύκλο είχε δώσει προηγουμένως στο Φόγκελ και τους άνδρες του -όλοι εθελοντές, όπως υποστήριξε αργότερα ο Παμπστ- μια άλλη εντολή: Εξολόθρευση της μισητής επαναστάτριας.

“Εγώ έβαλα να εκτελέσουν τη Ρόζα Λούξεμπουργκ” καμαρώνει χρόνια αργότερα σε συνέντευξη στο περιοδικό Σπήγκελ το 1962. Ο Παμπστ θεωρεί πως η δολοφονία της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ, την οποία επίσης διέταξε, έσωσε τη Γερμανία από τον κομμουνισμό. Στην ερώτηση, γιατί δεν τους παρέδωσε σε στρατοδικείο, ανταπαντά λακωνικά: “Και τι να έκανα με τον άνθρωπο; Αφού η επκήρυξη έγραφε καθαρά για ποιο πράγμα κατηγορούνται”. Εκείνη τη νύχτα της 15ης προς 16η Γενάρη ο Παμπστ είναι ο μόνος δικαστής. Εξάλλου δεν δρούσε αυτόβουλα. Όπως σημειώνει στα αδημοσίευτα απομνημονεύματά του : “Ότι έπρεπε να γίνει [η εκτέλεση], γι’αυτό δεν είχαμε την παραμικρή αμφιβολία εγώ και ο Νόσκε”. Ο Γκούσταβ Νόσκε δεν ήταν φυσικά κάποιο τυχαίο πρόσωπο, αλλά ο υπουργός άμυνας της κυβέρνησης, που στα απομνημονεύματά του δήλωνε ευθαρσώς πως είχε αναλάβει σε ό,τι αφορά την καταστολή της εξέγερσης των σπαρτακιστών , το ρόλο του “χασαπόσκυλου” (Bluthund). Η τύχη των ηγετών της εξεγέρσης είχε επισφραγιστεί ακόμα και αλληγορικά, όπως φαίνεται από ποίημα του Άρθουρ  Ζίκλερ που δημοσιεύτηκε στο όργανο του SPD “Vorwärts” δυο μέρες πριν τη δολοφονία:

Εκατοντάδες νεκροί σε μια μόνη σειρά -Προλετάριοι!
Ο Καρλ, ο Ράντεκ, η Ρόζα και Συντροφία -Κανείς απ’αυτούς δεν είναι εδώ! -Προλετάριοι

Τη διαταγή εκτέλεσης της Ρόζας έλαβε από τους υπολοχαγούς Φόγκελ και Πφλουγκ-Χάρτουνγκ ο επίσης υπολοχαγός Ρούγκε, ο οποίος της έσπασε το κρανίο με υποκόπανο έξω από το ξενοδοχείο και κατόπιν την έριξαν μισοπεθαμένη στο αυτοκίνητο μαζί με κάποιους αξιωματικούς που επιβιβάστηκαν. Εκεί ένας τη χτύπησε με τη λαβή του περιστρόφου του. Τη χαριστική βολή έδωσε ο υπολοχαγός Φόγκελ, πυροβολώντας την στον αριστερό κρόταφο. Στη συνέχεια την πετούν από τη γέφυρα Λίχτενσταιν στο κανάλι Λάντβερ. Ένας από τους παριστάμενους δίνει αναφορά σε συνάδελφο του που έκανε περιπολία στην περιοχή: “„ Μόλις πετάξαμε τη Ρόζα Λούξεμπουργκ στο νερό, ακόμα φαίνεται να επιπλέει” . Την επομένη τόσο το Vorwärts, όσο και το σύνολο του αστικού τύπου υιοθετούν και αναπαράγουν την επίσημη ανακοίνωση των Φράικορπς, δηλαδή πως ο Λίμπκνεχτ πυροβολήθηκε προσπαθώντας να διαφύγει, ενώ η Ρόζα αρπάχτηκε και λυντσαρίστηκε από εξοργισμένο πλήθος έξω από το ξενοδοχείο Έντεν. Μάλιστα, η εφημερίδα των σοσιαλδημοκρατών δε δίσταζε να προσθέσει ότι “και οι δύο έγιναν θύματα της ίδιας τους της αιματηρής τρομοκρατικής πρακτικής…Η καταστολή της εξέγερσης των Σπαρτακιστών σημαίνει για όλο το λαό μας, ιδιαίτερα και για την εργατική τάξη, μια πράξη σωτηρίας, την οποία υποχρεωθήκαμε ενώπιον της ιστορίας να φέρουμε σε πέρας”.

Δεν προκαλεί έκπληξη ότι η κυβέρνηση δεν επέδειξε σπουδή για την τιμωρία των δραστών, παρεμπόδισε μάλιστα τη σύγκληση έκτακτου δικαστηρίου, με το πρόσχημα της μη ανάμειξης στη στρατιωτική δικαιοσύνη. Αυτό οδήγησε στο να δικαστούν ουσιαστικά από δικαστήριο του δικού τους τάγματος, μέλη του οποίου είχαν διαπράξει τη δολοφονία. Το στρατοδικείο συνεδριάζει τελικά στις 8 Μάη 1919, με πρόεδρο τον Πάουλ Γιορνς, μετέπειτα εισαγγελέα επί Χίτλερ, με κατηγορούμενος 9 στρατιωτικούς για την κακοποίηση και τη δολοφονία των Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ. Ο Παμπστ δεν ανήκε σε αυτούς, αφού κλήθηκε απλά ως μάρτυρας.

Ο -κατά την επικρατέστερη εκδοχή-δολοφόνος της Λούξεμπουργκ Φόγκελ καταδικάζεται για ήσσονος σημασίας αδικήματα σε συνολικά δύο έτη και τέσσερις μήνες, ποινή που δε θα εκτίσει ποτέ, καθώς συνάδελφοι του τον φυγαδεύουν στην Ολλανδία. Ο λοχαγός Λίπμαν, παρότι ομολογεί το φόνο του Λίμπκνεχτ, καταδικάζεται σε έξι βδομάδες περιορισμό κατ’οίκον για υπηρεσιακές παραβάσεις. Οι υπόλοιποι απαλλάσονται οποιαδήποτε κατηγορίας, εκτός από τον υπολοχαγό Ρούγκε, τα χτυπήματα του οποίου στη Ρόζα δεν εντάσσονταν στο “καθαρό” σχέδιο δολοφονίας του Παμπστ, τελικά καταδικάζεται σε δύο έτη φυλάκισης για απόπειρα δολοφονίας και προξένηση επικίνδυνης σωματικής βλάβης με όπλο.

 

Το πτώμα της Λούξεμπουργκ βρίσκει στις 31 Μάη ο ξυλουργός και σοσιαλδημοκράτης πολιτικός Όττο Φριτς, ο οποίος ενημερώνει αμέσως τη διεύθυνση του “Vorwärts”, η οποία με τη σειρά της κατά πάσα πιθανότητα ενημέρωσε κατευθείαν την κυβέρνηση, η οποία ωστόσο αρχικά προκρίνει την αποσιώπηση της είδησης, που δημοσιεύεται μόλις στην απογευματινή έκδοση του φύλλου της επομένης. Οι φόβοι για την αντίδραση των εργατών , με τους οποίους μόλις τον περασμένο Μάρτη είχαν συγκρουστεί εκ νέου οι αστυνομικές δυνάμεις στα ανατολικά του Βερολίνου, οδήγησαν σε αυτή την καθυστέρηση, ώστε να έχει προλάβει να απομακρυνθεί το πτώμα από την πόλη. Ο Νόσκε είχε δώσει εντολή για μια κηδεία μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, 50 χλμ νότια του Βερολίνου. Ωστόσο, ενδοκαθεστωτικές τριβές είχαν ως αποτέλεσμα ο στρατός να παραδώσει το πτώμα σε φίλους της νεκρής. Η κηδεία πραγματοποιείται τελικά λίγο έξω από την πόλη στο Φρίντριχσφέλντε στις 13 Ιούνη 1919 και μετατράπηκε, όπως είχε γίνει και με την κηδεία του Λίμπκνεχτ στις 25 Γενάρη, σε διαδήλωση με την παρουσία χιλιάδων λαού.

Στο σημείο ανεγέρθηκε με απόφαση του ΚΚΓ μνημείο του αρχιτέκτονα Άρνολντ φον Μις προς τιμήν των θυμάτων, το οποίο καταστράφηκε μαζί με τα φέρετρα από τους ναζί, κι ανεγέρθηκε εκ νέου το 1951 επί ΓΛΔ, αποτελώντας μέχρι σήμερα ετήσιο χώρο προσκυνήματος στη μνήμη των δυο σημαντικότερων Γερμανών επαναστατών του 20ου αιώνα.

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: