Από την Κομιντέρν στην Κομινφόρμ! Από την Κομινφόρμ στην Κομιντέρν; – Β’ Μέρος: Τα ΚΚ την περίοδο του πολέμου (Ελλάδα)

Η στάση της ΕΣΣΔ απέναντι στην κατάσταση της Ελλάδας ήταν θετική εφ’ όλης της ύλης. Μεμονωμένοι αρνητικοί χειρισμοί σαφώς υπήρξαν, όμως δεν ήταν απόρροια της αντίληψής της, αλλά απόρροια της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί στη χώρα εκ των προτέρων, χωρίς την δική της παρέμβαση.

Δείτε εδώ το Α’ Μέρος

Τα κομμουνιστικά κόμματα την περίοδο του πολέμου

Μέχρι στιγμής από τα στοιχεία που παρατέθηκαν παραπάνω, φαίνεται ότι την περίοδο του πολέμου η Κομιντέρν διαμόρφωσε μία στρατηγική και τακτική που ανταποκρίνονταν στο ύψος των περιστάσεων. Ωστόσο το ζήτημα σε σχέση με ανάπτυξη του οπορτουνισμού στα τμήματα της και της συμμετοχής των κομμουνιστικών κομμάτων σε αστικές κυβερνήσεις, παραμένει αναπάντητο. Προκειμένου λοιπόν να απαντηθεί, χρειάζεται να μελετηθεί η στρατηγική και τακτική των μεμονωμένων κομμάτων.

Αυτό σημαίνει την μελέτη της πορείας διαμόρφωσης της στρατηγικής και τακτικής των μεμονωμένων κομμάτων την περίοδο του πολέμου και της σχέση της, με τις αποφάσεις του διεθνούς τους οργάνου την περίοδο εκείνη. Παρακάτω λοιπόν παρατίθενται αναλυτικά τα παραδείγματα της Ελλάδας και της Ιταλίας και συνοπτικά της Γαλλίας και της Κίνας, ενώ στην πορεία του κειμένου θα παρατεθούν και αναφορές σε κάποια ακόμη παραδείγματα, όπως αυτές που έγιναν παραπάνω (κομμουνιστικά κόμματα: ΗΠΑ, Ηνωμένου Βασιλείου, Κίνας, Γερμανίας).

Ελλάδα: Η είσοδος της Ελλάδας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο την 28η Οκτώβρη 1940, συνοδεύτηκε από τον ηρωικό αγώνα του Ελληνικού λαού απέναντι στον Ιταλικό φασισμό. Παρά τον ηρωισμό του Ελληνικού λαού στον Ιταλό-Ελληνικό πόλεμο, που επίσημα έληξε την 23η Απρίλη 1941, μετά την Γερμανική εισβολή της 18ης Απρίλη 1943, η χώρα παραδόθηκε στις δυνάμεις του άξονα και διαιρέθηκε σε τρεις ζώνες κατοχής (Γερμανική, Ιταλική, Βουλγαρική).

Παρόλο που ο πόλεμος είχε βρει το ΚΚΕ λαβωμένο από τις διώξεις της κυβέρνησης Μεταξά, που είχε οδηγήσει τα μέλη του κόμματος στις εξορίες και τις φυλακές, από την πρώτη στιγμή κάλεσε το λαό στην πάλη εναντίον των κατακτητών. Τα ελάχιστα μέλη του που ήταν ελεύθερα, από την πρώτη ημέρα της κατοχής, άρχισαν να δουλεύουν για την προετοιμασία της αντίστασης, με αποτέλεσμα τον Σεπτέμβρη του 1941 να ιδρυθεί το ΕΑΜ. Τον Φλεβάρη του 1942 ιδρύθηκε ο ΕΛΑΣ ως ένοπλο τμήμα του ΕΑΜ, αλλά και η ΕΠΟΝ για την οργάνωση της νεολαίας, ενώ στα 1943 ξεκίνησε την δράση της και η ΟΠΛΑ, με επίκεντρο την προστασία του αντιστασιακού αγώνα. Το επόμενο διάστημα οι οργανώσεις αυτές συγκέντρωσαν στις γραμμές τους την πλειοψηφία του Ελληνικού λαού και το ΚΚΕ μετατράπηκε σε μαζικό κόμμα της εργατικής τάξης.

Όμως δεν είχε διαμορφώσει στρατηγική και τακτική για την διαχείριση αυτής της κατάστασης, καθώς δεν είχε επικοινωνία με την Κομιντέρν μέχρι το 1943, προκειμένου να καθοδηγηθεί. Απόρροια αυτών των συνθηκών ήταν μία σειρά λάθος συμβιβασμοί, από τους οποίους ξεχώριζε η συμφωνία του Λιβάνου το 1944. Τον Μάρτη του 1944 είχε συγκροτηθεί με πρωτοβουλία του κόμματος η ΠΕΕΑ, που έμεινε γνωστή ως “κυβέρνηση του βουνού”. Παρακολουθώντας αυτές τις εξελίξεις η Ελληνική αστική τάξη κάλεσε και συναντήθηκε το Μάη του 1944 με εκπροσώπους του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ στο Λίβανο, προκειμένου να συγκροτηθεί μία κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Οι οδηγίες τους ωστόσο δεν ήταν οδηγίες που θα εξέθεταν τον ρόλο της εξόριστης κυβέρνησης και θα υπεράσπιζαν τον ρόλο της εθνικής αντίστασης, αλλά οδηγίες που θα καθόριζαν την σύνθεση της νέας κυβέρνησης1. Υπήρχε δηλαδή εκ των προτέρων μία λάθος αντίληψη για το ζήτημα της συμμετοχής σε μία κυβέρνηση εθνικής ενότητας, καθώς όχι μόνο δεν καταδικάζονταν η πιθανότητα συμμετοχής, αλλά αντιθέτως έμπαιναν όροι ως προς αυτή. Βέβαια οι εκπρόσωποι της εθνικής αντίστασης όχι μόνο δεν ακολούθησαν τις οδηγίες που τους δόθηκαν, αλλά αντιθέτως έκαναν απαράδεκτους συμβιβασμούς και ανακλήθηκαν στην Ελλάδα. Στις συζητήσεις που ακολούθησαν προκειμένου να γίνει κατανοητό, τι συνέβη στο Λίβανο και οι εκπρόσωποι δέχτηκαν την συμμετοχή υπό αυτούς του όρους, ακούστηκαν διάφορα. Ο Πορφυρογένης υποστήριξε ότι η συμφωνία δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, ενώ Αλέξανδρος Σβώλος υποστήριξε το αντίθετο και τόνισε ότι προέκυψε με την σύμφωνη γνώμη των Πρεσβευτών των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΣΣΔ2. Ωστόσο ο Πέτρος Ρούσος διευκρίνισε ότι η απάντηση σε σχέση με το ζήτημα της συμμετοχής στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, δεν ήταν της Σοβιετικής κυβέρνησης, αλλά η προσωπική γνώμη του Σοβιετικού πρέσβη3. Αν και ακολούθησε έντονη εσωκομματική συζήτηση ως προς την συμφωνία, η οποία εγκρίθηκε τον Αύγουστο του 1944, λέγεται ότι η έγκριση έγινε κατόπιν υποδείξεων από Σοβιετική στρατιωτική αποστολή.

Πράγματι τον Ιούλη του 1944 είχε φτάσει στην Ελλάδα Σοβιετική στρατιωτική αποστολή αποτελούμενη από οκτώ αξιωματικούς, που μεταξύ άλλων ήρθε σε επαφή με το ΚΚΕ. Αργότερα ο Γιάννης Ιωαννίδης υποστήριξε πως στη συνομιλία που είχε με το Σοβιετικό αξιωματικό Τσερνίτσεφ, ο τελευταίος δεν τάχθηκε ανοικτά υπέρ της συμμετοχής στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, αλλά την υπονόησε με ένα μορφασμό στη διάρκεια της συζήτησης σχετικά με το ενδεχόμενο σύγκρουσης με τους Βρετανούς. Ο Ρούσος που ήταν παρών στην συζήτηση ως μεταφραστής, υποστήριξε αργότερα πως στη συνάντηση με τους Σοβιετικούς, πράγματι ειπώθηκε ότι οι δυνάμεις τις εθνικής αντίστασης θα είχαν σοβαρές δυσκολίες στην αντιμετώπιση του ιμπεριαλισμού του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ, συμπληρώνοντας όμως, ότι οι μετέπειτα εξελίξεις επιβεβαίωσαν αυτή την εκτίμηση. Αρχικά για την παρατήρηση του Ρούσου πρέπει να ειπωθεί αυτό που λέει και ο ίδιος, ότι δηλαδή η εκτίμηση των Σοβιετικών επιβεβαιώθηκε, ενώ πρέπει να τονιστεί πως στην παρατήρηση του, οι Σοβιετικοί έκαναν μία εκτίμηση χωρίς να παίρνουν ξεκάθαρη θέση ως προς την αντιμετώπιση της. Όσο για την παρατήρηση του Ιωαννίδη, ακόμα και αν υπήρξε κάποιος μορφασμός στη συζήτηση, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούσε να ερμηνευτεί, όπως τον ερμήνευσε ο ίδιος, τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος λέει ότι οι Σοβιετικοί δεν μίλησαν ξεκάθαρα σε σχέση με το ζήτημα της συμμετοχής στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Σε σχέση με το γεγονός, αξία έχουν και άλλες δύο αναφορές. Από τη μία ο Βάσος Γεωργίου υποστήριξε ότι προς μεγάλη απογοήτευση των δυνάμεων της εθνικής αντίστασης, οι Σοβιετικοί δεν βρίσκονταν εκεί για να έρθουν σε επαφή με την ΠΕΕΑ, αλλά για έρθουν σε επαφή με τον ΕΛΑΣ. Από την άλλη ο Στέφανος Σαράφης που επίσης ήρθε σε επαφή με τους Σοβιετικούς υποστήριξε τα ίδια, μαρτυρώντας πως οι ίδιοι τον ενημέρωσαν για τον χαρακτήρα της αποστολή τους, που ήταν στρατιωτικός και όχι πολιτικός4. Άλλωστε είναι γεγονός πως το βασικό καθήκον της Σοβιετικής αποστολής, ήταν να έρθει σε επαφή με τις στρατιωτικές δυνάμεις του Τίτο και αντίστοιχα με του ΕΛΑΣ. Επίσης να σημειωθεί ότι Ιωαννίδης πέρα από αυτά που υποστήριξε παραπάνω, υποστήριξε επίσης πως η συμφωνία του Λιβάνου εγκρίθηκε και για εσωτερικούς λόγους5. Τέλος ο Σοβιετικός πρέσβης Νοβικόφ που γνώριζε ότι η Σοβιετική αποστολή είχε καθήκον να έρθει σε επαφή με τον Τίτο, υποστήριξε πως η υπόθεση σε σχέση με την συμμετοχή στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, είχε λήξει στο Λίβανο τον Μάη του 19446.

Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν, η Σοβιετική αποστολή βρίσκονταν εκεί για στρατιωτικούς λόγους και όχι για πολιτικούς. Πιθανότατα να ρωτήθηκε και να απάντησε σχετικά με το ζήτημα της συμμετοχής στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ωστόσο η απάντηση αυτή θα ήταν προσωπική, όπως αυτή του Σοβιετικού πρέσβη. Άλλωστε σύμφωνα με τα παραπάνω, αυτή λογικά δεν θα ήταν ξεκάθαρη και θα βασίζονταν στην ερμηνεία των Ελλήνων κομμουνιστών. Πάντως είναι χαρακτηριστικό ότι πριν την έγκριση της συμφωνίας του Λιβάνου, σε ερώτηση που έθεσε το κόμμα σε σχέση με τον καθορισμό των καθηκόντων του, έλαβε απάντηση από τον από τον Μολότοφ που έλεγε ότι οι Σοβιετικοί δεν θα έκαναν υποδείξεις7, ενώ μετά την έγκριση της, ο Δημητρόφ είπε πως “πρέπει μόνοι τους οι Έλληνες να λύσουν τα ζητήματα που μόνοι τους δημιούργησαν”8.

Το επόμενο διάστημα, το κόμμα προχώρησε σε μία σειρά αντιφατικές ενέργειες. Από τη μία μετά την έγκριση της συμφωνίας του Λιβάνου, προχώρησε στην υπογραφή μίας σειράς λάθος συμφωνιών. Από την άλλη, την ίδια στιγμή σχεδίαζε πλάνα για την κατάληψη της εξουσίας. Ο συνδυασμός αυτών των ενεργειών είχε σημαντικές επιπτώσεις στην διαμόρφωση της στρατηγικής και της τακτικής του κόμματος, που αποτυπώθηκαν στην ηρωική μάχη του Δεκέμβρη του 1944 στην Αθήνα, αλλά και στα επακόλουθα της. Σε αυτό το σημείο λοιπόν πρέπει να παρατεθούν ορισμένα στοιχεία γύρω από την στάση της ΕΣΣΔ τον Δεκέμβρη, καθώς έχουν ειπωθεί πολλά γύρω από το ρόλο της εκείνη την κρίσιμη περίοδο:

  • -Με το ξέσπασμα των συγκρούσεων στην Αθήνα στις 8-9 Δεκέμβρη, το κόμμα σε ερώτησή του ως προς την αποστολή βοήθειας ενάντια στους Βρετανούς έλαβε μέσω του Δημητρόφ αρνητική απάντηση.

  • -Στις 15-16 Δεκέμβρη το κόμμα ήρθε σε επικοινωνία με τον Δημητρόφ, που συμβούλεψε τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα. Παρόμοια θέση εξέφρασε και ο Ποπόφ στις παραμονές του Δεκέμβρη, καθώς σύστησε την ενεργητική στάση και όχι τη συνθηκολόγηση. Μάλιστα ο Μολότοφ στις 31 Δεκέμβρη είχε δηλώσει πως μπορεί η ΕΣΣΔ να σώπαινε, αλλά στήριζε την πάλη του ΚΚΕ.

  • -Στις 20 Δεκέμβρη ο Δημητρόφ έστειλε τηλεγράφημα που εξηγούσε ότι λόγω της διεθνούς κατάστασης, ήταν ανέφικτη η αποστολή βοήθειας9, το οποίο σύμφωνα με τον Ιωαννίδη έφτασε στο κόμμα στις 15 Γενάρη. Ωστόσο το 1950 σε συζήτηση που είχε με τον Χότζα και μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ, ο Στάλιν είπε ότι το κόμμα δεν έπρεπε να παραδώσει τα όπλα και πως έπρεπε να πολεμήσει έξω από την Αθήνα10.

  • -Στις 5 Γενάρη ο ΕΛΑΣ εγκατέλειψε την Αθήνα και στις 9 Γενάρη ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με του Βρετανούς, οι οποίες στις 11 Γενάρη οδήγησαν σε ανακωχή και έπειτα από περαιτέρω διαπραγματεύσεις στην συμφωνία της Βάρκιζας στις 12 Φλεβάρη και τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. Στο μεταξύ στις 10 Γενάρη 1945 σε συνάντηση του με τον Δημητρόφ, ο Στάλιν είπε: “Συμβούλεψα να μην ξεκινήσουν αυτόν τον αγώνα στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι του ΕΛΑΣ δεν έπρεπε να παραιτηθούν από την Κυβέρνηση Παπανδρέου. Ανέλαβαν περισσότερα από αυτά που μπορούν να διαχειριστούν. Προφανώς υπολόγιζαν ότι ο Κόκκινος Στρατός θα κατεβεί μέχρι το Αιγαίο. Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Επίσης δεν μπορούμε να στείλουμε στην Ελλάδα τα στρατεύματά μας. Οι Έλληνες έκαναν μία ανοησία”11. Μία μέρα πριν ο Στάλιν είχε πει στο Χέμπρανγκ, ότι οι χειρισμοί του ΕΑΜ ήταν λανθασμένοι12.

  • -Επίσης το Δεκέμβρη του 1944 ο αντισυνταγματάρχης Τσερνισόφ που αργότερα υπήρξε στέλεχος της KGB και εκείνη την περίοδο βρίσκονταν στην Σοβιετική πρεσβεία της Αθήνα με διπλωματικά καθήκοντα, σε προσωπική συνάντηση με το Μάρκο Βαφειάδη τάχθηκε υπέρ του ένοπλου αγώνα13.

  • -Τέλος είναι χαρακτηριστικό ότι η επιστολή του Μάρκου Βαφειάδη προς τον Νίκο Ζαχαριάδη και το πολιτικό γραφείο επαληθεύει τις Σοβιετικές παραινέσεις, όπως αυτές του Τσερνισόφ και ανατρέπει τις παραπάνω σχετικά με τα λεγόμενα του Στάλιν. Η Margaret Carlyle ισχυρίζεται στο “Documents on International Affairs 1947-48”, ότι η επιστολή εστάλη στις αρχές του 1948, ενώ F.A. Voigt ισχυρίζεται ότι η επιστολή ενδέχεται να εστάλη νωρίτερα, αν και στο “The Greek Sedition” ισχυρίζεται ότι εστάλη το Γενάρη του 1948 (άλλοι ισχυρίζονται ότι εστάλη την περίοδο συγκρότησης του ΔΣΕ). Εν πάση περιπτώσει σημασία δεν έχει η ακριβής ημερομηνία αποστολής, αλλά το περιεχόμενο που αφορούσε ζητήματα διεθνιστικής βοήθειας και σε σχέση με τα Δεκεμβριανά έλεγε τα εξής: “Γνωρίζεις καλά το ιστορικό μήνυμα του συντρόφου Στάλιν τον Δεκέμβρη του 1944, το οποίο μας ώθησε να ξεκινήσουμε τη λαϊκή εξέγερση που είχε τα γνωστά και τραγικά αποτελέσματα που οδήγησαν στην Βάρκιζα, αποτελέσματα που οφείλονται στο γεγονός ότι όταν απευθυνθήκαμε για βοήθεια στη Μόσχα, ο σύντροφος Στάλιν ξέχασε όλες τις υποσχέσεις του και μίλησε για τις διπλωματικές του δεσμεύσεις”14.

Τα παραπάνω δεδομένα αν μελετηθούν μεμονωμένα είναι αντιφατικά και προκαλούν σύγχυση, αλλά αν μελετηθούν συνδυαστικά μπορούν να ερμηνευτούν. Από τη μία πριν και κατά το ξέσπασμα της ένοπλης εξέγερσης το κόμμα έλαβε θετικά μηνύματα για τις ενέργειες του, τα οποία άλλωστε το οδήγησαν σε αυτές, παρόλο που του είχε γίνει γνωστό πως δεν μπορούσε να υπολογίζει σε διεθνιστική αλληλεγγύη. Από την άλλη ο Στάλιν μετά το τέλος της ένοπλης εξέγερσης μίλησε για τους λάθος χειρισμούς του κόμματος, μολονότι προηγουμένως το είχε ωθήσει σε αυτούς με το “ιστορικό μήνυμα” του και τα υπόλοιπα μηνύματα των Σοβιετικών τον Δεκέμβρη του 1944. Ο Στάλιν επομένως όταν είπε στο Χέμπρανγκ ότι το κόμμα έκανε λάθος χειρισμούς, δεν μιλούσε γενικά και αόριστα και εξηγούσε ποιοι ήταν αυτοί, προσδιορίζοντας σαν λανθασμένη την ανάληψη ενός αγώνα που δεν μπορούσε να φέρει εις πέρας χωρίς την συνδρομή του Κόκκινου Στρατού, η οποία ως γνωστόν δεν μπορούσε να δοθεί. Το ίδιο υποδεικνύουν και οι μετέπειτα εκτιμήσεις του Στάλιν, που έλεγαν ότι το κόμμα δεν έπρεπε να παραδώσει τα όπλα, αλλά αντιθέτως έπρεπε να πολεμήσει έξω από την Αθήνα. Τα παραπάνω δεδομένα δηλαδή δεν μπορούν να ερμηνευτούν ως “άσπρο-μαύρο”, αλλά κάτω από τις συνθήκες που επικρατούσαν.

Εν κατακλείδι διαφαίνεται ότι ο Στάλιν και η ΕΣΣΔ ήταν υπέρ της ένοπλης εξέγερσης, ενώ φαίνεται ξεκάθαρα πως θεωρούσαν ως προϋπόθεση, την δυνατότητα του κόμματος να τη φέρει εις πέρας βασισμένο αποκλειστικά και μόνο στις δικές του δυνάμεις. Άλλωστε το κόμμα είχε βρεθεί σε αυτή τη δύσκολη θέση με δική του ευθύνη, καθώς είχε προβεί σε μία σειρά λανθασμένους συμβιβασμούς. Απόρροια αυτών των συμβιβασμών ήταν και η έλλειψη της διεθνιστικής αλληλεγγύης, που δεν μπορούσε να παρασχεθεί. Ο Κόκκινος Στρατός θα μπορούσε να εισέλθει στη χώρα είτε εφόσον δεν υπήρχε η “νόμιμη κυβέρνηση” Παπανδρέου ή κάποια άλλη αναγνωρισμένη κυβέρνηση, καθώς η είσοδος δεν θα καθιστούσε τη χώρα κατεχόμενη, είτε εφόσον τον καλούσε η ίδια η κυβέρνηση ως σύμμαχο. Εάν αψηφούσε αυτές τις διπλωματικές αρχές, θα μπορούσε να προκαλέσει διπλωματικό επεισόδιο, το οποίο όχι μόνο θα διέλυε τον συνασπισμό των συμμάχων σε ένα κομβικό για το πόλεμο σημείο, αλλά θα έθετε σε κίνδυνο και την ίδια την ΕΣΣΔ. Άρα ήταν λογική η αντιμετώπιση του ζητήματος από πλευράς της ΕΣΣΔ, αντιμετώπιση που αργότερα ο Τσώρτσιλ, κάνοντας αντικομουνιστική προπαγάνδα ερμήνευσε ως απόρροια της “Συμφωνίας των Ποσοστών”, μία ερμηνεία για την οποία αμφιβάλλει και αμφισβητεί ακόμη και ο ίδιος ο Άντονι Ήντεν, που την περίοδο εκείνη ήταν υπουργός εξωτερικών της κυβέρνησης του15.

Πάντως το γεγονός ότι οι Σοβιετικοί ήταν υπέρ του ένοπλου δρόμου στην Ελλάδα, επιβεβαιώνεται και από τα γεγονότα που ακολούθησαν την περίοδο 1946-1949, τα οποία αποτέλεσαν παρακαταθήκη για την αποκατάσταση του επαναστατικού χαρακτήρα του κόμματος την περίοδο 1989-1991. Από το 1946 ο Στάλιν ήταν υπέρ της δουλειάς στις μάζες σε συνδυασμό με την παράνομη δράση, ενώ το 1947 σε συνάντηση με το Ζαχαριάδη συμφώνησε στην ανάπτυξη του αντάρτικου. Μάλιστα το 1947 σε συνάντηση που είχε με το Χότζα, έθιξε το ζήτημα της ηθικής και υλικοτεχνικής βοήθεια προς το ΔΣΕ. Το 1948 ο Στάλιν είχε συνάντηση με τους ηγέτες των Βαλκανικών Λαϊκών Δημοκρατιών, στην οποία σύμφωνα με τους Βούλγαρους και το ίδιο το κόμμα τάχθηκε υπέρ της αναδίπλωσης της πάλης (Σβαρνούτ), και όχι υπέρ του τερματισμού του αγώνα, όπως ισχυρίστηκαν συκοφαντικά αργότερα, οι Γιουγκοσλάβοι αποστάτες, μετά τη ρήξη του Στάλιν με τον Τίτο και το θάνατο του πρώτου το 1953. Άλλωστε το Μάρτη του 1949 σε μία ακόμη συνάντηση με το Χότζα, υπερασπίστηκε την στρατηγική και την τακτική του κόμματος, ενώ μετά την υποχώρηση του ΔΣΕ, σε συνάντηση που είχε με τον Ζαχαριάδη, σε γενικές γραμμές συμφώνησε με τις εκτιμήσεις του κόμματος, σε σχέση με τον αγώνα που είχε διεξάγει.

Εν κατακλείδι σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, η στάση της ΕΣΣΔ απέναντι στην κατάσταση της Ελλάδας ήταν θετική εφ’ όλης της ύλης. Μεμονωμένοι αρνητικοί χειρισμοί σαφώς υπήρξαν, όμως δεν ήταν απόρροια της αντίληψής της, αλλά απόρροια της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί στη χώρα εκ των προτέρων, χωρίς την δική της παρέμβαση.

Στάθης Παπαδόπουλος

1 Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ, τόμος Α’ 1918-1949 (σ. 466), εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

2 Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ, τόμος Α’ 1918-1949 (σ. 468-469), εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

3 Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ, τόμος Α’ 1918-1949 (σ. 469), εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

4 Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ, τόμος Α’ 1918-1949 (σ. 477), εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

5 Γιάννης Ιωαννίδης: Αναμνήσεις (σ. 248-259), εκδ. Θεμέλιο.

6 Ambassador MacVeagh Reports: Greece 1933-1947 (σ. 572-573), εκδ. Princeton University Press.

7 Νίκος Παπαδάτος: Άκρως Απόρρητο – Σχέσεις ΕΣΣΔ-ΚΚΕ 1944-52 (σ. 187), εκδόσεις ΚΨΜ.

8 Παναγιώτης Δ. Οικονομόπουλος: Δεκέμβρης του 1944 (σ. 87), εκδ. Άρδην.

9 Haris Vlavianos: Greece 1941-49 From Resistance to Civil War (σ. 64), εκδ. Palgrave Macmillan.

10 Γιάννης Ιωαννίδης: Αναμνήσεις (σ. 537), εκδ. Θεμέλιο.

11 The Diary of Georgi Dimitrov 1933-1949 (σ. 532-533), εκδ. Yale University Press.

12 Νίκος Παπαδάτος: Άκρως Απόρρητο – Σχέσεις ΕΣΣΔ-ΚΚΕ 1944-52 (σ. 80), εκδόσεις ΚΨΜ.

13 Φοίβος Οικονομίδης: Ο Δεκέμβρης το ‘44 και η Διεθνής σημασία του (σ. 31), εκδόσεις ΚΨΜ.

14 F.A. Voigt: The Greek Sedition (σ. 254), εκδ. Hollis & Carter.

15 Gabriel Kolko: The Politics of War: the World and United States Foreign Policy 1943-1945 (Σ. 144-145) εκδ. Pantheon Books.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: