Αντόνιου Σαλαζάρ-Ο τσιγγούνης δικτάτορας

Άφησε μια χώρα καθημαγμένη από οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική οπισθοδρόμηση, βυθίζοντάς την παράλληλα σε έναν αποικιακό πόλεμο που έμελε τελικά να σημάνει και την ταφόπλακα του δικατορικού καθεστώτος.

Ο Σαλαζάρ αρεσκόταν να βλέπει τον εαυτό του ως ηθικό θεματοφύλακα της Πορτογαλίας, που έπραττε για το καλό της χώρας του, και ανταποκρινόταν πλήρως στο πρότυπο του λιτοδίαιτου δικτάτορα το οποίο προτάσσουν οι εν Ελλάδι νοσταλγοί της χούντας για τα δικά τους ινδάλματα, λιγότερο δικαιολογημένα ωστόσο στη δεύτερη περίπτωση. Στην πραγματικότητα, η πολυετής δικτατορία του Σαλαζάρ, που αποτέλεσε το μεγαλύτερο μέρος μιας περιόδου που εγκαινιάστηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα το 1926 και τερματίστηκε μόλις το 1974 με την επανάσταση των Γαρυφάλλων, άφησε μια χώρα καθημαγμένη από οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική οπισθοδρόμηση, βυθίζοντάς την παράλληλα σε έναν αποικιακό πόλεμο που έμελε τελικά να σημάνει και την ταφόπλακα του δικατορικού καθεστώτος.

Ο Αντόνιου ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ γεννήθηκε τον Απρίλη του 1889 στο Βιμέιρου της Πορτογαλίας. Ο πατέρας του ήταν εργάτης γης που αργότερα άνοιξε πανδοχείο. Η φτωχή οικογένεια δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στα έξοδα της μόρφωσης του γιου κι έτσι σε νεαρή ηλικία γράφτηκε σε καθολικό σεμινάριο για να γίνει ιερέας. Οι καθηγητές του ανακάλυψαν την έφεσή του στην οικονομία κι έτσι τον στήριξαν οικονομικά για να σπουδάσει Οικονομικά στο παλιότερο πανεπιστήμιο της χώρας στην Κοΐμπρα. Ο Σαλαζάρ διέπρεπψε ακαδημαϊκά και αναδείχτηκε σε καθηγητή Οικονομικών.  Οι πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ήταν πολιτικά ιδιαίτερα ασταθής στην Πορτογαλία, καθώς με την κατάργηση της μοναρχίας και την ανακήρυξη της δημοκρατίας το 1910 υπήρχαν συνεχείς κυβερνητικές αλλαγές, απόπειρες πραξικοπημάτων και κομματικές διασπάσεις, ενώ οι τέως μονάρχες είχαν επισυσσωρεύσει ένα τεράστιο χρέος στη χώρα.

Το 1921 εκλέχθηκε βουλευτής στο Κορτές, την πορτογαλική βουλή, για λογαριασμό ενός καθολικού κόμματος του οποίου υπήρξε συνιδρυτής. Μετά την πρώτη συνεδρίαση ωστόσο παραιτήθηκε, χαρακτηρίζοντας τη βουλή “άνδρο ασήμαντης φλυαρίας”. Το πραξικόπημα της 28ης Μάη 1926 έφερε στην εξουσία τον στρατιωτικό Όσκαρ Καρμόνα, ο οποίος του πρότεινε να γίνει υπουργός οικονομικών στη νέα κυβέρνηση. Μετά από μια περίοδο δισταγμών, αποδέχτηκε το αξίωμα το 1928, και με δημοσιονομική πολιτική σκληρής λιτότητας περιόρισε το χρέος και δημιούργησε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Προώθησε επίσης τις λεγόμενες “κοοπερατίβες”, με τις οποίες ο έλεγχος της οικονομίας περνούσε και τυπικά στα χέρια μεγαλογαιοκτημόνων και ισχυρών επιχειρηματικών οικογενειών. Βρίσκοντας μεγάλη στήριξη μες στο στρατό, αλλά και καταφέρνοντας να συμβιβάσει τα διάφορα ρεύματα της πορτογαλικής δεξιάς, ο Σαλαζάρ συγκέντρωνε ολοένα και περισσότερες εξουσίες στο πρόσωπό του, μέχρι το διορισμό του ως πρωθυπουργού το 1932. Ο Σαλαζάρ ονόμασε το καθεστώς του “Estado novo” (Νέο Κράτος) και το 1933 του έδωσε νέο σύνταγμα. Ο λαός παρέμενε σε βαθειά φτώχεια και αμάθεια, ενώ οποιαδήποτε κριτική στο καθεστώς διωκόταν αμείλικτα, μέσω και της μυστικής αστυνομίας, που στόχευε ιδιαίτερα τους κομμουνιστές. Η οικονομία παρέμενε κυρίως αγροτική, με τη γη συγκεντρωμένη σε λίγα χέρια, και τους εργάτες γης να αμείβονται με ψίχουλα για τους γαιοκτήμονες.

Στη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου υποστήριξε τον ομοϊδεάτη του Φρανθίσκο Φράνκο, ευθυγραμμιζόμενος μαζί του και στην πολιτική ευμενούς ουδετερότητας προς τους ναζί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η στάση αυτή οδήγησε και τις δύο χώρες χωρίς κανένα τριγμό στην αγκαλιά των δυτικών συμμάχων, η Πορτογαλία μάλιστα ανήκε στις 12 ιδρύτριες χώρες της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας το 1949. Μετά τον πόλεμο, το βιοτικό επίπεδο αυξήθηκε κάπως μέσω της ανηλεούς εκμετάλλευσης των πορτογαλικών αποικιών.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 ωστόσο το αντιαποικιακό κίνημα επηρέασε και τις πορτογαλικές κτήσεις, αρχής γενομένης από την εξέγερση στην Ανγκόλα, όπου ο Σαλαζάρ έστειλε στρατεύματα, ενώ ακολούθησε ανταρτοπόλεμος στη Γουινέα-Μπισάου το 1963 και το 1964 στη Μοζαμβίκη. Οι απώλειες του πολέμου ήταν τεράστιες σε όλα τα επίπεδα, βαθαίνοντας το μίσος προς το καθεστώς, αλλά και προκαλώντας τριγμούς στο μέχρι πρότινος βασικό του στήριγμα, το στρατό, τμήματα του οποίου θα πρωτοστατούσαν αργότερα στην ανατροπή της δικτατορίας.

Ο ίδιος όμως δεν έμελε να δει αυτή την εξέλιξη, καθώς το 1968 έπεσε από μια καρέκλα, που λέγεται πως αρνούνταν να αντικαταστήσει λόγω τσιγγουνιάς, όταν αυτή έσπασε, και τραυματίστηκε στο κεφάλι, παθαίνοντας εγκεφαλικό. Η εξουσία πρακτικά πέρασε στα χέρια του διαδόχου του, Μαρσέλου Καετάνου, παρότι τυπικά παρέμεινε στην ηγεσία της χώρας μέχρι το θανατό του, στις 27 Ιούλη 1970. Άφηνε πίσω του μια βαθιά τραυματισμένη Πορτογαλία, στο κατώφλι ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων, που λίγα χρόνια μετά θα έφερναν πολιτειακή αλλαγή στο εσωτερικό της, αλλά και την κατάρρευση της παλαιότερης αποικιακής αυτοκρατορίας του κόσμου.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: