Είμαι εργάτης της πόλης, τεχνίτης που λέμε σε τούτη τη χώρα, όμως το ιδανικό μου βλασταίνει σε έναν πλατύ διεθνιστικό ορίζοντα, στο δικαίωμα του να είσαι ελεύθερος και να απαιτείς δικαιοσύνη, αν και για να αγγίξεις αυτή την τελειότητα είναι απαραίτητο να χυθεί το δικό σου και το ξένο αίμα. (Από το Πρώτο Μανιφέστο του Σαντίνο, 1 Ιουλ. 1927)
“Πέτρα όσο πιάνει το μάτι και πιο πέρα Πέτρα που ολοένα και πυρώνει…”
“«Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!»/ Δεν έχετε ούτε τη δύναμη/ να φωνάξτε, παρών;/ Σήκω απάνω κατηγορούμενε!/ Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!/ Δεν κρίνεσαι. Κρίθηκες…”
“Απόψε, Φεντερίκο, σαν μελαμψός νοτιάς φτάνει πάνω στη σάρκα μου η ζεστή ανάσα σου…”
Η τέχνη και ο έρωτας αποτελούν τον ιδανικό συνδυασμό. Και αυτά τα καλλιτεχνικά αριστουργήματα το αποδεικνύουν.
“Δεν ημπορώ να φαντασθώ την ώρα που τα παπούτσια του θε’ να κρεμάσει, θα φύγει από τα γήπεδα, θα σταδιοδρομήσει ως επιχειρηματίας ή χωροφύλαξ έστω και θα βρεθεί υπό μετάθεσιν στην Αταλάντη…”
“Τα καταστήματα ήταν ερμητικά κλεισμένα Και τα μπαλκόνια σταχτερά και μελαγχολικά Φτώχεια, ανεργία, στόματα πεινασμένα Και στην καρδιά μου σύννεφα πολλά…”
“Μετά το έγκλημα έχουν οι δολοφόνοι τα πιο αθώα μάτια…”
Πες μου, πες μου —ρωτάω έναν φίλο— Πώς ήτανε, πες μου, ο Καμίλο;
Στο βούρκο της ζωής, πες μου τι φταίει, τους ρόλους μας τους παίξαμε σωστά, μας κλέβουν τα φρικιά κι οι τελευταίοι, στερνοί εμείς, κι αυτοί πάντα μπροστά!