Πρέπει να θυμηθείς ότι είχαμε μαζί μας και 33 Σοβιετικούς στρατιώτες που τους απελευθερώσαμε απ’ το χιτλερικό στρατόπεδο της Στυλίδας. Γιορτάσαμε μαζί Πρωτοχρονιά. Θυμάσαι το πρωτοχρονιάτικο δέντρο τους;…Πρέπει να θυμάσαι τη νίλα των χιτλερικών στην Καμπιά…
Για μας στο χωριό η γέννηση ήταν πιο μεγάλη γιορτή από τη σταύρωση και την ανάσταση του Χριστού. Τη γέννηση την ήθελαν και την έκαναν οι άνθρωποι, το θάνατο τον ήθελε και τον έφερνε μοναχά ο Θεός. Κι εμείς πιστεύαμε ότι οι άνθρωποι ήταν πιο δίκαιοι απ’ το Θεό.
― Έννοια σου μπάρμπα, του είπε ο Άρης τότε, κι αυτά τα παιχνίδια που σου μείνανε δώστα σε μένα να τα μοιράσω στα λεβεντόπαιδα τ’ Αετόπουλά μας. Και του χρόνου σου υπόσχομαι νάχει ξεκαθαρίσει ο δρόμος απ’ τους Γερμανούς και τους προδότες και νάρθεις μ’ όλα σου τα δώρα στην πατρίδα μας.
Δεν ξέρω γιατί κάθε Πρωτοχρονιά ζωηρά, έντονα, έρχεται στη θύμησή μου η παρακάτω ιστορία. Θα σας τη διηγηθώ ήσυχα και απλά, όπως ήσυχα και απλά μου τη διηγήθηκε κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ εδώ και πολλά χρόνια, ένας παληός κατάδικος στις φυλακές της Άμφισσας.
– Φοβάσαι μη λυγίσω; Άκου, φίλε μου, να κάνω δήλωση γιατί; Να κερδίσω τι: δυο μήνες ζωή κι ύστερα; πάλι θα πεθάνω. Κι αν ζήσω χίλια χρόνια μήπως θα χορτάσω; Θα πω νυσάφι; όχι! Δεν έχει σημασία πόσο θα ζήσει κανένας, μα πώς θα ζήσει. Η ποσότητα δε βαραίνει, αλλά η ποιότητα. Αξία έχει το πώς θα πεθάνεις. Με το κεφάλι ψηλά, περήφανα ή μίζερα, κακομοίρικα. Ο χάρος τι θα πάρει: πτώμα ή αγωνιστή;
Ο Αλέχο Καρπεντιέρ θεωρείται ο σημαντικότερος πεζογράφος της Κούβας και ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς που έγραψαν στην ισπανική γλώσσα, κατά τον 20ο αιώνα. Tα έργα του έχουν μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις γλώσσες, ενώ οι συνεχείς επανεκδόσεις του συνόλου του έργου του, επιβεβαιώνουν ότι ανήκει στους κλασικούς συγγραφείς.
– Εάν τις αστός σε ραπίσει επί την δεξιάν στρέψον αυτώ και την ετέραν. Εάν όμως οι εργάτες ζητήσουνε ψωμί δόστε τους σφαίρες.
Στην Ομόνοια, στου Χατζηγιάννη και Κυριακού φαντάζουν στις βιτρίνες τα χοιρομέρια και τα φρέσκα βούτυρα, τα σαλάμια, τα χαβιάρια και οι μουρταδέλες. Στου Λαμπρόπουλου και στου Χρυσικόπουλου μπαινοβγαίνει ο Χριστός με τις γούνες…ο Χριστός που έφαγε και θα φάει πάλι…ο Χριστός με τα διαμαντικά και τα μπιζού…ο Χριστός των πλουσίων.
Στη δεκαετία του ’50, όταν πήγε στη Γερμανία να δουλέψει, μετά από λίγο καιρό ο προϊστάμενος στο εργοστάσιο του είπε: «Ή τη δουλειά ή το μουστάκι. Διάλεξε ποιο από τα δύο θες να χάσεις». Την εποχή εκείνη υπήρχαν πολύ λίγοι ξένοι κι ακόμα λιγότεροι ξένοι με μουστάκι. Όταν θέλησε να μάθει το λόγο, του είπαν ότι οι Γερμανοί συνάδελφοι τον βλέπουν και τρομάζουν.
Κάμποσα χρόνια τώρα περίμενε τον Άη Βασίλη να περάσει απ’ το φτωχικό του πατέρα του και να του φέρει δώρα. Μα ο άγιος δεν φαινόντανε πουθενά. Κρατούσε γι’ αυτόν και για τάλλα φτωχόπαιδα του χωριού μια κακία περίεργη. Μια κακία που δεν μπορούσε να τη φαντασθεί πως ταίριαζε σ’ έναν άγιο, σαν τον Άη Βασίλη…