– Αν ερχόταν ο μπαμπάς μας από την εξορία, είπε ο Πέτρος, θα μας τον είχε αγοράσει. Κανένας όμως μπαμπάς δεν ήρθε από την εξορία. Δεν τους άφησαν οι κακοί άνθρωποι…
Είναι γνωστό ότι οι ΗΠΑ, επί 50 σχεδόν χρόνια, επιτίθενται και σαμποτάρουν τις προσπάθειες της Κούβας να βγει από την υπανάπτυξη και έχουν εισαχθεί πολλά μικρόβια στη χώρα, όπως το Thrips Palmi (παράσιτο του πεπονιού) που προκαλεί τον αιμορραγικό δάγκειο πυρετό.
Γέμισες πάλι τη βαλίτσα. Κι έφυγες ξανά… Όχι για μεροκάματο αυτή τη φορά… Κύθηρα, Λήμνος, Μακρονήσι. Σ’ έναν πόλεμο που ο νικητής τα ’παιρνε όλα έπρεπε ο χαμένος να ποδοπατηθεί… Στάθηκες όρθιος, δε λύγισες. Κάποτε τα «ταξίδια» τέλειωσαν. Γύρισες πίσω και πάλι απ’ την αρχή…
Πήγα κατευθείαν στο κέντρο να προλάβω το συλλαλητήριο. Ούτε καν άπλυτα δεν πήρα μαζί μου να πάω στη μάνα μου. Είχα σκοπό. Τη δόλια τη μάνα μου θα την έβλεπα μετά.
Στη βάρκα του Λίνου τέσσερις λαβωμένοι κι ανάμεσά τους η Βάσω, πιο βαριά. Η Βάσω!… Ψηλή, ξανθιά, όμορφη κι όλο γελούσε. Για να δεις πράγματα: γελούσε! Φλερτάριζε κιόλας κι ας είχε ανάπηρο σύντροφο. Φλερτάριζε, που γελούσε, δηλαδή… Αυτή ήταν όλη κι όλη η αμαρτία της…
Ο μικρός ράφτης της Σούρπης ονειρευότανε. Τον κόσμο – τον εαυτό του μέσα στον κόσμο. Ονειρευόταν. Αυτό που βρίσκεις εσύ να λείπει στο καφενείο, να λείπει στα κόμματα τα σημερινά. Ο μεγάλος μύθος. Ο ακέριος…
Τώρα όμως έχουν περάσει δυόμιση μήνες από τότε που διοργάνωσε για πρώτη φορά το τραπέζωμα αυτό της γειτονιάς – δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να το αποκαλέσει συσσίτιο, γιατί έβρισκε τη λέξη αυτή στεγνή και δεν μπορούσε να την καταπιεί
Είμαι κι εγώ ένα παιδί ταλαιπωρημένων αριστερών αγωνιστών. Τα επισκεπτήρια στις φυλακές και στα τμήματα μεταγωγών αποτελούσαν μέρος της καθημερινής μας ζωής όταν ήμαστε παιδιά. Ο πατέρας μου ήταν από τους τελευταίους αντάρτες της Πελοποννήσου που πιάστηκαν μετά το τέλος του Εμφυλίου. Προσπάθησε να περάσει τον Ισθμό κολυμπώντας κι έπεσε σ’ ένα περίπολο της χωροφυλακής…
Κατανόηση ζητάμε απ’ τις επόμενες γενιές κι όχι συγχωροχάρτι. Να μάθουν, πως πολεμήσαμε για τη λευτεριά του τόπου. Κι όχι μόνο «όσοι χόρεψαν σε μαρμαρένια αλώνια…». Όλοι μας και την ψυχή μας, και τη ζωή μας θα δίναμε, αν απ’ αυτό και μόνο θα εξαρτιόταν η ευτυχία του λαού… όμως χάσαμε τον αγώνα! Γιατί;
«Τι περιμένεις;» ρωτούσε η φωνή. «Αυτός είναι ένας φασίστας, ένας φονιάς. Γιατί δεν το σκοτώνεις;» «Δεν είναι όλοι φονιάδες», έλεγε η άλλη φωνή. «Για σκέψου το Γερμανό αντάρτη που οι δικοί μας τον φωνάζουν Μανώλη…Αυτός δεν είναι φίλος του πατέρα σου;»…