«Χριστός ανέστη εκ νεκρών!»… Έξη φορές ήρθε η Λαμπρή τα τελευταία χρόνια. Μα έξη φορές ως σήμερα οι Έλληνες δεν αναστήθηκαν. Αλλ’ ακόμα πεθαίνουν…
“Πρέπει να ξέρης, Ιησού μου, ότι η θρησκεία την οποίαν εδίδαξες εις τον Κόσμο, δεν υπάρχει πλέον εκεί κάτου· επειδή από καιρό σε καιρό, και από λίγο σε λίγο, την αλλάξαν· όλην· ώστε τώρα δεν έμεινε παρά τ’ όνομά σου απάνου σε μια σωρεία θρησκευτικών εθίμων, οπού τα λένε θρησκεία σου…”
Ο Γιάννης κοιτάζει τον παπά με περιέργεια· τόνε μετράει από την κορφή ως τα νύχια, του ξετάζει ένα-ένα μέλος χωριστά. Ποιος είναι αυτός που θα κάνη καλά την άρρωστη;
Ο γέρος με τα ανυπάκουα πια δάχτυλά του, ξεκούμπωσε τη χλαίνη, κι έβγαλε ένα παλιό, δεμένο με κορδέλα, πορτοφόλι. Έλυσε την κορδέλα κι έβγαλε από το πορτοφόλι, ένα πολύ τριμμένο πορτραίτο του Λένιν, κομμένο από εφημερίδα. “Από τότε, κοντά στη καρδιά τη φέρνω μαζί μου όλη μου τη ζωή”, είπε με μια υπόκωφη διακοπτόμενη φωνή!
Το διήγημα «Οι επαναστάτες» είναι εμπνευσμένο από την ελληνική επανάσταση του 1821 και ο Ένγκελς το έγραψε όταν ήταν μαθητής, στην τελευταία τάξη του γυμνασίου.
Εκεί στην ταράτσα είχανε στήσει το αντιαεροπορικό τους, ένα όπλο περίφημο που, άμα έλειπε ο αξιωματικός τους, πιο νέος απ’ ολουνούς τους (ένα σκυλί με χοντρά γυαλιά, αιμοβόρο πράμα που λεγόταν Ερβινγκ) τον ανέβαζαν το Μανωλάκη, του το δείχνανε, του το ξηγούσανε, τον αφήνανε να το ψηλαφά.
Στάθηκε πάνω στην ορειχάλκινη θύρα, κάτω απ’ το τόξο του υπέρθυρου και δε σάλευε μήτε έλεγε κουβέντα, αλλά έμενε εκεί, ακίνητη. Και η θύρα όπου είχε σταθεί η σκιά, αν θυμάμαι καλά, ήταν πάνω απ’ τα πόδια του νεαρού σαβανωμένου Ζωίλου.
“Σαν να ‘χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.”
Όλοι είναι εδώ, σε μιαν ατμόσφαιρα ξέχειλη από ευχές, από παρακλήσεις και από ευλογίες, μα εμένα μου έρχονται δάκρυα καυτά στα μάτια γιατί εσύ λείπεις σύντροφε κι αυτή η μακρόχρονη απουσία σου με πονά!
Πέρσι ακόμα έπαιζα στα γενέθλιά μου με τα Σαμπανοβάκια τα κουτά παιχνίδια της Τσιτσίλχεν και φέτος… παράνομη διάλεξη με αφορμή τα γενέθλια. Εμπρός Σάσα Βελιτσάνσκαγια, τι στέκεις σαν ξύλο, είσαι μεγάλο κορίτσι πιά, μπήκες στα δώδεκα…