Είναι κακό πράμα η ανηθικότητα. Γι’ αυτό, πρέπει να είμαστε ηθικοί. Το ότι η ηθική είναι προτέρημα, φαίνεται κι από το ότι διδάσκεται και στα σχολεία. Έτσι δεν είναι; Αν ήτανε κάτι κακό, θα διδάσκονταν;
“Το ξέρω, αλλά υπάρχουν και χειρότερα, φαντάσου να ‘σουν ΜΑΤατζής”
Είχε πολλά να διηγηθεί, μα πιο πολύ περηφανευόταν για μια γοργόνα μπλε και κόκκινη, που ένας μάστορης των τατουάζ του είχε σταμπάρει στα μαλακά του μπράτσου του. Όταν τέντωνε το χέρι κι ανοιγόκλεινε την παλάμη, αυτή χόρευε ένα υποβλητικό χορό της κοιλιάς. Με πολλή σοβαρότητα μου έλεγε, πως όταν το πλοίο του περνούσε από το Κολόμπο της Κεϋλάνης…
Λένε το λοιπόν πως στο Μαντζιλάρι έχει φανεί… λέει, έχει φανεί ένα άσπρο χελιδόνι. Ολόασπρο σαν το χιόνι. — Ε, και; — Μα δεν ξέρεις, λοιπόν, που άμα ένας άρρωστος το δει γιατρεύεται μεμιάς ό,τι αρρώστια να ’χει; Ένα άσπρο χελιδόνι, μια φορά στα ’κατό χρόνια φαίνεται…
Μια μέρα, στα καλά καθούμενα (αλήθεια, πώς τους ήρθε;) τα δέντρα αποφάσισαν ότι τους χρειαζόταν κάποια ανώτερη αρχή. Τίποτε δεν είχαν να χωρίσουν μεταξύ τους· τίποτε δεν διεκδικούσαν το ένα από τ’ άλλο· συναλλαγές, που ήσαν πάντα καθαρές και τίμιες, είχανε μόνο με το χώμα, τη βροχή και τον ήλιο· τι στην ευχή τη θέλανε, λοιπόν, αυτή την ανώτερη αρχή, αυτήν την εξουσία πάνω απ’ τα κεφάλια τους;
Σήμερα είναι η γιορτή μου, αλλά δε γιορτάζω. Ξέρω πώς με λένε, αλλά δε θυμάμαι πια το όνομά μου.
Δεν ξέρω, αν έφθασε τίποτε απ’ όλα αυτά στ’ αυτιά του Παπαδιαμάντη. Πάντως εγώ από εκείνη την ημέρα αισθανόμουν σαν ένοχος απέναντί του και ποτέ δεν τόλμησα να του δώσω τα διηγήματά μου για να μου πει τη γνώμη του…
«Μπορεί να είναι όπως το λέτε, κύριε Στράτο, και μπολσεβίκοι και άθεοι, αλλά το σωστό και η αλήθεια να λέγονται…»
Εδώ καθόταν μόνο και μόνο για να μην κάθεται στην άθλια τρύπα της. Δεν καταλάβαινε τίποτα από Κόμμα και συνδικάτο. Ήξερε μονάχα πως αυτά τα πράγματα τα έβριζαν οι άνθρωποι όπου δούλευε, τόσο χοντρά όσο έβριζαν και την ίδια…
«Χαίρομαι που καταλάβατε γιατί σας δώσαμε τα όπλα. Για να σκοτώνετε. Να σκοτώνετε τους εχθρούς της πατρίδος και όποιον σάς πειράξει την αδελφή. Δε φαντάζομαι να είναι κανείς που να μην πήρε ακόμα όπλο»