Πάνω από τα κεφάλια τους κυμάτιζε η κόκκινη σημαία που με στραβά χρυσά γράμματα ήταν γραμμένες οι λέξεις: «Ειρήνη! Γη!». Ήταν όλοι τους πολύ νεαροί. Στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένη η έκφραση ανθρώπων που τραβούσαν συνειδητά στο θάνατο…
Λοιπόν πατέρα, δεν ξέρεις τι όμορφη πούναι τούτη η κυψέλη. Δεν έχει βασίλισσα, δεν έχει κηφήνες –μονάχα εργάτες. Κι έχει κάτι εργάτες πατέρα, μουντζούρικους, μα με τη λάμψη στα μάτια, ιδρωμένους, μα με το γέλιο στα χείλη.
«Δεν ακούει, παιδί μου, ο πατέρας σου! Είναι βλέπεις αριστερός παλαιάς κοπής. Ο κόσμος προχωράει, αλλά αυτός αμετακίνητος!…»
Τα παιδιά χυμούσαν μέσ’ στις φλόγες, και τις πηδούσαν με ξεφωνητά, και τα κορίτσια μάζευαν και κείνα, τα φουστάνια τους, κι έπαιρναν φόρα, και τις δρασκελούσαν, -κι ένας γενικός αλαλαγμός,- μια «πρόγκα», σα διπλή κραυγή, τρόμου και θριάμβου, υποδεχόταν χαρωπά το κάθε πήδημά τους…
Παναγίτσα μου, βάλε το χέρι σου να μη βρεθούν ποτέ πετρέλαια στην πατρίδα. Τότε είναι που δε θα ξανασηκώσουμε κεφάλι…
Την πείραζε που κανείς από δαύτους δεν ήταν ικανός να αναγνωρίσει την αξία της, που εκεί μέσα κανείς δεν εντυπωσιαζόταν ούτε απ’ τα πτυχία της, ούτε απ’ τα λεφτά της, ούτε απ’ τις υψηλές γνωριμίες της. Την πείραζε που στο σπίτι εκείνο ήταν μια κομπάρσα…
Ο Μουζαφέρ Ιζγκού (Muzaffer İzgü) θεωρείται σαν ένας από τους καλύτερους ευθυμογράφους της Τουρκίας. Το ευθυμογράφημα «Φώτο Τορπίλ» είναι από τη συλλογή του “Donumdaki para”.
Το επίσημο κράτος κρυβόταν σαν το λωποδύτη για να κόψει μια κλήση, έτσι σαν τον κοινό κλέφτη που παραμονεύει κρυμμένος για να σου αρπάξει το πορτοφόλι. Βγήκαν απ’ την κρυψώνα και του έκαναν σήμα, σταμάτησε και ακολούθησαν τα γνωστά…
“…η ξαδέρφη μου έλεγε πως άκουσε πως εσύ είσαι κακός άνθρωπος, να με συμπαθάς, δεν τα ξέρω και καλά πώς τα λένε – κομμουνιστής θαρρώ πως είπε – και πως θέλεις να μας χαλάσεις τη θρησκεία και τι σου φταίει η θρησκεία και να μην πηγαίνουμε πια στην εκκλησία, να μην κάνουμε σαρακοστή – σάματις κάνουνε σαρακοστή οι πλούσιοι, οι κλεφταράδες – και να σου χαλάσει ο Θεός το κεφάλι, παρά να μας χαλάσεις τη θρησκεία.”
Ολόκληρος ο ηλεκτρισμός ανήκει στους αστούς κι αυτοί τρώνε με τα σπαρματσέτα. Η αστική τάξη δίχως να το καταλαβαίνει φοβάται τον ηλεκτρισμό που είναι γέννημα δικό της. Μοιάζει με κείνον το μάγο που κάλεσε τα πνεύματα, αλλά δεν ξέρει πώς να τα κουμαντάρει. Ανάλογη είναι η στάση των περισσότερων αστών κι απέναντι στις άλλες επιτεύξεις της τεχνικής.