“Έτσι είναι… Κάθε πράγμα έχει τέλος… Κάποτε φτάνει ο κόμπος στο χτένι…” – Άγνωστο διήγημα της Γαλάτειας Καζαντζάκη
Η Λευκή Πανούκλα δεν περιορίζεται πια στους δυστυχισμένους του κόσμου αυτού. Κάνει ό,τι έκανε και πριν από εκατό χρόνια. Αιωρείται σαν μολυσμένο σύννεφο πάνω από τον ορίζοντα της Δύσης, έστω κι αν ακόμα τα θύματά της είναι μόνο οι φτωχοί.
Καμαρώστε τους, πιο κτήνη τώρα απ’ ό,τι τα σκυλιά και οι μύγες, να χάνονται, κρύβοντας προσεκτικά, για να μην τους δουν οι άλλοι, τη μοναχική τους απόλαυση, κι ίσως να λένε με το νου τους πως η ευτυχία είναι έγκλημα και η ηδονή ντροπή!
Είσαι μάνα κι έχεις δίκιο να με ρωτήσεις…δεν είμαστε μείς που θελήσαμε τον πόλεμο, δεν τον αρχίσαμε εμείς…πρέπει να δώσουμε το αίμα μας, τη ζωή μας, για να συντρίψουμε, για να εξοντώσουμε αυτό το τέρας. Αν δεν το κάνουμε αυτό, τότε δεν θα είμαστε άξιοι να φέρουμε το όνομα Άνθρωπος…
– Όχι πυρ, γυνή και θάλασσα… αλλά ζέστη, εργάτες και κομμουνισμός, να οι μεγάλοι εχθροί αυτών των… αδυνάτων πλασμάτων…
Αφήσαμε πίσω μας το ζεστό κουφάρι, που το κλοτσοκυλούσαν ακόμα, και τραβήξαμε για τον Κασαμπά. Εκεί ήταν όλα στάχτη. Σε μια μάντρα μάς βάλανε. Από κει βλέπαμε να περνούν άλλους αιχμαλώτους, κι ακούοντας από μακριά τα μαρτύριά τους, δοξάζαμε το Θεό.
Θυμήθηκε πως μικρός μιλούσε στο ρέμα, μιλούσε στα βατράχια και φανταζότανε ότι του απαντούσαν αυτά. Είχε κει φίλους, που με το νου του έκανε να υπάρχουν και τους φώναζε, τους φύλαγε να τους δώσει πολλά πράγματα ασήμαντα, τώρα, που εύρισκε στο δρόμο, σημαντικά τότε όμως.
Ελάχιστα πρακτικός άνθρωπος. Τίμιος, ιδεολόγος. Μ’ όλη τη φτωχική του εμφάνιση, είχε αξιώσεις ευπατρίδου…
Η Μαρία ήτανε δεκαοχτώ χρονώ, φίλη της αδερφής μου και γραμματέας της ΕΠΟΝ του χωριού μας. Όταν ερχότανε στο σπίτι μας αισθανόμουνα πως ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι μου, κοκκίνιζα, τραβιόμουνα σε μια γωνιά κι έκανα πως δεν την έβλεπα. Όταν όμως νόμιζα πως δε με πρόσεχε κανείς…
Μπαίνει στην εκκλησία, στέκεται στην ουρά, και βλέπει. Ηλεκτρικά καντήλια, μεγάφωνα στους τοίχους, βιομηχανικοί πολυέλαιοι. Οι αγιογραφίες, οι τοιχογραφίες με χρώματα χαρωπά-καθόλου ευσέβεια και δέος δεν του εμπνέουν…