– Τι λέτε, καλέ! Μα εγώ πάντα το ’λεγα πως η κυρία Κανιβαλοπούλου έχει ευγενή αισθήματα!
Σίγουρα, κανένας άνθρωπος δεν είχε αλλάξει ποτέ τόσο πολύ, σε τόσο μικρό διάστημα, όσο ο Ρόντρικ Άσερ! Μόλις και μετά βίας κατάφερνα να πείσω τον εαυτό μου ότι εκείνη η κάτωχρη σκιά που αντίκριζα ήταν ο σύντροφος των παιδικών μου χρόνων.
«Δε θα σε κλάψουμε…Με τα δόντια σφιγμένα καταπίνουμε το φαρμάκι που ανεβαίνει στα χείλια μας. Δε σε κλαίμε. Στον αγώνα για την Αλήθεια και τη Δικαιοσύνη το ξέρουμε πως χρειάζουνται θύματα, πολλά θύματα…»
O σπουδαίος μυθιστοριογράφος, συγγραφέας θεατρικών έργων και κριτικός, Γρηγόριος Ξενόπουλος, αν και δεν ακολούθησε με συνέπεια τη σοσιαλιστική ιδεολογία, ωστόσο δεν πέρασε ποτέ με τις δυνάμεις της αντίδρασης. Στάθηκε πάντα με συμπάθεια απέναντι στο λαό.
Να ’ναι για μιαν αργοπορημένη ανατροπή; Για κείνη την ξεχασμένη βεβαιότητα; Ή να ’ναι γιατί… «ην εγγύς έλθει θάνατος, ουδείς βούλεται θνήσκειν»;
Ξέρετε τι θα πει φόβος; Όχι ο συνηθισμένος φόβος της επίθεσης, του ατυχήματος ή του θανάτου, αλλά ο αποτρόπαιος τρόμος που σου στεγνώνει το στόμα και σου σφίγγει το λαρύγγι… Ο φόβος που κάνει τις παλάμες σου να ιδρώνουν και καταπίνεις το σάλιο σου για να μην πνιγείς…
Ο Τσιώλης ενήλικας, καλείται να μιλήσει για τον Τσιώλη παιδί. Αλήθεια μήπως αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος δεν ήταν για πάντα ένα μικρό παιδί; Το βιβλίο δεν είναι μεγάλο σε έκταση, μα γεμάτο. Καθώς διάβαζα, ήταν σαν να ακούω τον ίδιο να μου αφηγείται τα γεγονότα, η φωνή του μέσα στο μυαλό μου.
Μαζί με σένα, παιδί μου, εκφραζόταν, μεγάλωνε και φώλιαζε μέσα μου η μητρότητα. Αυτό το πρωτόγνωρο για μένα δομικό στοιχείο της ύπαρξής μου. Γεννούσε νέας ποιότητας συναισθήματα, αντιλήψεις και δυνάμεις…
“Φοβάσαι μη λυγίσω; Άκου, φίλε μου, να κάνω δήλωση γιατί; Να κερδίσω τι: δυο μήνες ζωή κι ύστερα; πάλι θα πεθάνω. Κι αν ζήσω χίλια χρόνια μήπως θα χορτάσω; Θα πω νισάφι; όχι! Δεν έχει σημασία πόσο θα ζήσει κανένας, μα πώς θα ζήσει…”
Κάποιος είπε πως στο δρόμο τούτο κατοικούν «πόρνες, ρουφιάνοι, χαρτοπαίχτες, μπάσταρδοι» -εννοούσε, δηλαδή, πως κατοικούν άνθρωποι λογής λογής. Αν τους κοίταζε όμως από μιαν άλλη χαραμάδα, ίσως τότε να ’χε πει πως κατοικούν «άγγελοι, άγιοι και οσιομάρτυρες» -και πάλι θα εννοούσε το ίδιο.