“Πέντε οργιές της θάλασσας το κύμα και εγώ δεμένος στο κατάρτι με σχοινιά, δεν με κιοτεύει της καρδιάς το μαύρο κρίμα, μήτε κι ο άνεμος που κόβει τα πανιά…”
Ζήτω τα παπούτσια με τα σημάδια του καπνού και της ανταρσίας, με τη βουή του δρόμου και της σειρήνας που καλεί μα ποτέ δε σχολάει, τα παπούτσια των χαλυβουργείων, της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, των τενεκετζίδικων, των λαστιχάδικων, αυτής της χαϊδεμένης, της ακατάδεχτης εργατικής τάξης των ονείρων μας.
Ακατανόητα συναισθήματα και σκέψεις που επιβάλλονται σε ένα αδύναμο Εγώ.
Κι όσοι βγουν στο δρόμο/ από οργάνωση, ένστικτο ή οργή/ εισπράττουν του βούρδουλα το νόμο/ και του σκήπτρου την επιβολή
“Δούλεβε δωδεκάωρο με χαρά του για να γίνει κι αυτός με τη σειρά του συνάρχοντας, μεγάλη κεφαλή και γι’ αφτόν να δουλέβουνε πολλοί…”
“Εμείς άραγε μπορούμε να γυρίσουμε τα μέσα μας έξω, όπως μας ζήταγε συχνά ο ποιητής της επανάστασης; “
“Πρωθυπουργός και αρχηγοί του Γ.Ε.Σ. στην περηφάνια μου ανοίξανε πληγές Μεγάλους λόγους εκφωνούν με παρρησία Σπάνιο είδος η εθνική ανεξαρτησία…”
Ήτανε τον Αύγουστο πριν από δύο χρόνια που µεµιάς γεράσαµε. Το πρωί στις εφτά η ώρα κοιταχτήκαµε στον καθρέφτη, και ξαφνικά βγήκανε ζάρες στα µέτωπά µας, στο δέρµα δίπλα στα µάτια µας χαραχτήκανε ρυτίδες, τα στόµατά µας ξεραθήκανε και γίνανε πλισέ στεφάνια. Καθίσαµε σε καρέκλες, που δεν στηρίζανε αρκετά τις ράχες µας. Φάγαµε ψωµί, που τα δόντια µας δεν µπορούσανε να το κοµµατιάσουνε…
Η Μ είχε ακούσει να λένε πως έχουμε έλλειμμα παιδείας. Αυτή είχε βγάλει κουτσά-στραβά το γυμνάσιο, αλλά τα πιο πολλά σκουπίδια τα μάζευε σε φοιτητικά γλέντια στο Ψυρρή. Ή μάλλον όχι, στο Κολωνάκι, στα πάρτι της καλής κοινωνίας.
Σαν σήμερα, στις 23 του Ιούνη 2005, έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος μας ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης, από τους σημαντικότερους της μεταπολεμικής γενιάς.