…”Πώς να μιλήσω περιττά Την ώρα που η σιωπή γύρω μας Τα καταγράφει όλα Με τόση σύνεση…”
Στόχος του εργαστηρίου είναι να φέρει σε επαφή τους συμμετέχοντες με κάποιες βασικές αρχές και κανόνες της γραφής, που θα δημιουργήσουν εκείνες τις προϋποθέσεις για τη συγγραφή ενός λογοτεχνικού έργου.
Θα το πουλήσει το περίπτερο. Κουράστηκε. Θ’ αλλάξει δουλειά. Θέλει να ‘χει καιρό, ένα στα τόσα καλοκαίρια, να γυρίζει στο νησί. Να πιάνει το πλοίο στο παλιό λιμάνι, στο Κάστρο, κι από εκεί, περνώντας από την Παναγιά, να φτάνει στο Σχοινούδι. Κι ας είναι το σπίτι ρημαγμένο απ’ τους ανατολίτες, τους αραβόφωνους και τους ποινικούς, που κουβάλησαν εκεί οι Τούρκοι. Αυτό θέλει ο Στέλιος. Ο άπατρις.
Ο Καμίλο δεν λογάριαζε τον κίνδυνο, έπαιζε μαζί του, τον προκαλούσε, τον έλκυε και τον χειριζόταν. Για την αντάρτικη νοοτροπία του δεν μπορούσε ένα σύννεφο ν’ αλλάξει πορεία σε μια χαραγμένη γραμμή. (Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, Ο Ανταρτοπόλεμος)
Ποίημα του Αντώνη Μπουντούρη
Δυο ποιήματα του Γιώργου Κουτούβελα.
Ο ίδιος ο Νικολάς Γκιγιέν εμπιστεύτηκε στον Γιάννη Ρίτσο την ανέκδοτη ακόμη γαλλική μετάφραση του «Μεγάλου ζωολογικού κήπου» που έγινε απ’ τον Αϊτινό ποιητή Ρενέ Ντεπέστρ. Σ’ αυτήν στηρίχτηκε η ελληνική απόδοση. Στη συλλογή αυτή ο Γκιγιέν ασκεί μια οξύτατη σάτιρα για τα λογής λογής ανθρωποφάγα «ζώα» που γεννά η καπιταλιστική κοινωνία…
Ενθουσιώδης υποστηρικτής της επανάστασης αρχικά, στη συνέχεια αποστασιοποιήθηκε από το όραμά της και στη συνέχεια χρησιμοποίησε την πένα του για πολεμική εναντίον του, προτιμώντας όμως τελικά ένα “συναινετικό” διαζύγιο με τη σοβιετική εξουσία, παρά την ανοιχτή ρήξη.
μια μηχανή είναι απλώς μια μηχανή αλλά ο εργάτης που πέφτει είναι ο ίδιος με τον εργάτη που την επόμενη μέρα θα αναλάβει το κενό πόστο τα σημάδια από το αίμα είναι σημάδια κι απ’ το δικό του αίμα
Χρειάζουνται λεφτά, λεφτά. Πού θα βρεθούνε; ο κόσμος δεν αγοράζει βιβλία. Όλοι με κοροϊδεύουνε, όλοι με παίρνουνε για τρελό με τη δουλειά αυτή που καταπιάστηκα. Μα σαν το βλέπανε τελειωμένο και μαθαίνανε το μεγάλο σκοπό μου, θα με λέγανε τότε τρελό; μουρμούριζε ένα δειλινό καθισμένος πάνω σε μια πέτρα με τα μάτια γυρισμένα προς τη θάλασσα, μακρυά…