Έλεγε συχνά: «Γνωρίζω καλά, πως είμαι πολύ γριά για ν’ αλλάξω». Κι έπειτα σφίγγοντας τα μικρά κοκάλινα γυαλάκια της: «Είμαι και πολύ μόνη μου».
Ένας ακούραστος εργάτης στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος (Μέλος στο Συνδικάτο Μετάλλου), που ύψωσε ανάστημα απέναντι στον φασισμό. Ο Killah P που δεν δίστασε να σκοτώσει το παρελθόν για να μην αφήσει το χθες να τον ξοδέψει και να ξεκινήσουν όλα από την αρχή.
“«Δεν λες στον Ζαχαριάδη να σου νοικιάσει ένα δωμάτιο, αφού σου έχει αναθέσει να γράψεις τον Μπελογιάννη; Πώς να δουλέψεις σε αυτές τις συνθήκες;». Ντράπηκα πολύ, εγώ σπούδαζα με υποτροφία στη Μόσχα, όταν οι παράνομοι στην Αθήνα δεν είχαν υπόγειο να κοιμηθούν και πηγαίνανε στο απόσπασμα, και να ζητάω και σπίτι από το κόμμα… «Δεν το κάνω», του λέω…”
“…Λένε πως πέθανε απ’ το κρύο. Εγώ ξέρω πως πέθανε από έρωτα…”
Μία σκεπτόμενη σιωπή με τριβελίζει και σε διαρκή αγρυπνία βρίσκομαι. Εκνευριστικός στους τυπολάτρες Αφού η αλήθεια υπάρχει χύμα στο ατίθασο.
Λίγα λόγια για τον Φρέντυ Γερμανό από μια αναγνώστριά του, που θα ‘θελε πολύ να τον είχε γνωρίσει από κοντά.
Κι εγώ θα τής έλεγα τη στερεότυπη φράση τού Baudelaire ότι “τα θέλγητρα τής φρίκης δε μεθάνε παρά τούς δυνατούς” κι ότι αν μπορούσα θα γέμιζα το παλιό μου κείνο κελί με πίνακες του Βίρστ για να ζω σε μια ατμόσφαιρα φρίκης. Κι ότι αν δεν το ’κανα είναι γιατί δεν ήθελα να στερηθώ τη συντροφιά της…
Ένα συγκλονιστικό έργο της παγκόσμιας ποίησης· ένα αριστούργημα της ποίησης διαμαρτυρίας (Μπριτάνικα)· από τα πιο δυνατά και αποτελεσματικά που έχει δώσει η πολιτική ποίηση στη Λατινική Αμερική (Μ. Μπενεδέτι). «Κοπιάστε λοιπόν εσείς, βρομερή γλίτσα των μορφινομανών· και το αίμα σας θα βάψει τον τρούλο του περίφημου Λευκού Οίκου σας, αυτού του άντρου όπου σχεδιάζετε τα εγκλήματά σας». (Το Πρώτο Μανιφέστο του Σαντίνο, 1 Ιουλίου 1927)
“Φίλε… αν χάθηκε τ’ όνειρό μου μην τρομάζεις, μα ν’ αντιστέκεσαι, να τρέχεις, να φωνάζεις…”
“…Εσείς μοχθείτε να θεμελιώσετε τον πλούτο και τη χλιδή πάνω σε τούτη την αμμώδη ακτή κι εγώ λιμπίζομαι να ζήσω την αιωνιότητα της εύθραυστης στιγμής, τη ριπή του χρόνου που διαβαίνει γοργά και χάνεται μαζί με τον αγέρα…”