Τόνι Κούκοτς – Το 7άρι το καλό

Ο Τόνι Κούκοτς ήταν ένας περιφερειακός σε κορμί ψηλού, κερδίζοντας προσωνύμια όπως “Ροζ Πάνθηρας” και η “Αράχνη του Σπλιτ” για την πλαστικότητα των κινήσεών του.

Πολλές γιουγκοσλαβικές ομάδες μπάσκετ είχαν μπροστά απ’το όνομά τους τα αρχικά ΚΚ (πχ ΚΚ Σπλιτ, τα οποία δεν είχαν πάντως καμία σχέση με το Κομμουνιστικό Κίνημα. Αλλά αν κάποιος έβαζε μπρος τη φαντασία του, θα μπορούσε να δει ως ένα κομμουνιστικό κόμμα την παλιά χρυσή φανταστική φουρνιά της Γιουγκοσλαβίας -τη μεγάλη των Πλάβι σχολή -που είχε μεγάλες προσωπικότητα και έναν ηγέτη (Ντράζεν) που ήταν πρώτος μεταξύ ίσων, αλλά και μια μεγάλη “διάσπαση”, όταν διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία. Κι αν ψάχναμε οπωσδήποτε για κάποιον αριστερό, πιθανότατα δε θα βρίσκαμε κανέναν (άντε το πολύ-πολύ κανέναν τιτοϊκό), θα μπορούσαμε να σταθούμε όμως στο φοβερό αριστερό χέρι του Τόνι Κούκοτς. Ήταν τέτοια η επίδρασή του ως ίνδαλμα στα παιδιά εκείνης της γενιάς, που ακόμα και ο Έλληνας Χρήστος Ταπούτος για παράδειγμα, που είχε προλάβει τον Άρη και το Γκάλη στα ντουζένια του – διάλεξε το 7 πλάτη, λόγω της λατρείας στον Κροάτη.

Ο Τόνι Κούκοτς ήταν ένας περιφερειακός σε κορμί ψηλού, κοντά στα 2.10, με εκτελεστικές και οργανωτικές ικανότητες, ο ορισμός του all-around παίκτη, που μπορούσε να παίξει παντού, ξεκινώντας συνήθως από το 3, και κερδίζοντας προσωνύμια όπως “Ροζ Πάνθηρας” και η “Αράχνη του Σπλιτ” για την πλαστικότητα των κινήσεών του.

 

Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1968, ήταν ηγέτης της μεγάλης ομάδας της Γιουγκοπλάστικα (ΠΟΠ ’84)   και των τρομερών μωρών του Μπόζινταρ Μάλκοβιτς, που κατέπληξε την μπασκετική Ευρωπη κι έφτασε 3 συνεχόμενες φορές στην κορυφή της, με τον Κούκοτς να βγαίνει στις δύο τελευταίες MVP και να κουβαλά την ομάδα του ’91 χωρίς τον αρχιτέκτονα Μάλκοβιτς και το διόσκουρό  του Ράτζα, που είχαν εξαργυρώσει με χρυσά συμβόλαια στο εξωτερικό το όνομα που είχαν φτιάξει.

Το ’91 που διαλύεται ο μισός κόσμος κι η χώρα του, ο Κούκοτς πήγε στην Ιταλία – που είχε το πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα της εποχής- και την Μπένετον Τρεβίζο. Της έδωσε το 1ο πρωτάθλημα της ιστορίας της και την επόμενη χρονιά την οδήγησε στο Φάιναλ Φορ της Αθήνας στο ΣΕΦ, όπου απέκλεισε τον ΠΑΟΚ (στη μεγάλη χαμένη ευκαιρία του δικέφαλου. Στον τελικό βρέθηκε αντίπαλος  με το μέντορά του, τον Μπόζα Μάλκοβιτς, που έπαιζε ένα τελείως διαφορετικό μπάσκετ στη Λιμόζ. Η Μπένετον έπεσε στις αμυντικές δαγκάνες των Γάλλων κι έχασε τον τελικό με παιδικό σκορ.Ο  Κούκοτς όμως πήρε το 3ο βραβείο του MVP- κάτι που αργότερα μόνο ο Σπανούλης κατάφερε να πετύχει κι έφυγε από το γήπεδο κλαίγοντας αφήνοντας αυτό ως τελευταία ανάμνηση στο ευρωπαϊκό κοινό.

Την ίδια περίοδο είχε πάρει σχεδόν τα πάντα με την εθνική Γιουγκοσλαβίας, πριν αυτή διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη. Ήταν συμπληρωματικό μέλος στην ομάδα που πήρε το χάλκινο το ’87 στην Αθήνα (την ίδια χρονιά με την ομάδα νέων διέλυσε τις ΗΠΑ με 11 στα 12 τρίποντα) και το αργυρό του ’88 στη Σεούλ, βασικός και MVP των Πλάβι στο χρυσό του Ζάγκρεμπ το ’89 και το παγκόσμιο της Αργεντινής το ’90 και παρών στο τελευταίο ταγκό της Ρώμης που η Γιουγκοσλαβία άρχισε να διαλύεται μεσούσης της διοργάνωσης.

Το ’92 με την Κροατία έφτασε στον τελικό εναντίον της dream-team όπου οι μετέπειτα συμπαίκτες του, Τζόρνταν και Πίπεν  αποφάσισαν να παίξουν σκληρή άμυνα πάνω του και να του δώσουν ένα μάθημα για το τι εστί ΝΒΑ και πόσο υψηλό θα ήταν το επίπεδο του ανταγωνισμού. Το ’93 κι αφού απέτυχε να πάρει το χρυσό με την Κροατία για να το αφιερώσουν στη μνήμη του αδικοχαμένου Ντράζεν, (κι έμεινε τρεις φορές με την παρηγοριά του χάλκινου, νικώντας ισάριθμες την Ελλάδα στο μικρό τελικό) ήταν έτοιμος για το άλμα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Πήγε στους Chigago Bulls που προσπαθούσαν να συνέλθουν από την πρώτη σοκαριστική αποχώρηση του Τζόρνταν από την ενεργό δράση, παραμένοντας ωστόσο ανταγωνιστικοί.  Ο Τζόρνταν επανήρθε 1,5 χρόνο αργότερα και οδήγησε το Σικάγο σε δεύτερο threepeat από το ’96 ως το ’98, με τον  Κούκοτς  πρωταγωνιστή, σταθερά τρίτο σκόρερ πίσω απ’το δίδυμο Τζόρνταν – Πίπεν και καλύτερο έκτο παίκτη του πρωταθλήματος, αφού ξεκινούσε συνήθως από τον πάγκο, παίζοντας στην ίδια θέση με τον Πίπεν. Έμεινε στην ομάδα ως το 2000, είχε σύντομα περάσματα απ’τη Φιλαδέλφεια και την Ατλάντα για να κλείσει την καριέρα του με μια τετραετία στους Μιλγουόκι Μπακς.

Κρέμασε τα παπούτσια του, έχοντας πετύχει κάτι μοναδικό: να κατακτήσει την κορυφή του κόσμου και της Ευρώπης, τόσο σε επίπεδο συλλόγων, όσο και εθνικών ομάδων (με τη Γιουγκοσλαβία και τους Bulls). Και το μόνο που του ξέφυγε ήταν έν χρυσό Ολυμπιακό Μετάλλιο, το οποίο δε μείωσε στο πραγματικό την καριέρα του.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: