Σακίλ Ο’ Νιλ: Ένας οδοστρωτήρας μεταμφιεσμένος σε παίκτη

Λίγοι σέντερ στην ιστορία του ΝΒΑ ήταν τόσο κυριαρχικοί, όσο ο Σακίλ. Και αν κάποιος ψάχνει την απάντηση στο ερώτημα πώς θα μπορούσε να γίνει ακόμα καλύτερη η πρώτη κι αυθεντική Dream Team, θα είχε πολύ συγκεκριμένες επιλογές: το Σακίλ στη θέση του άσημου Λέτνερ, από τα κολεγιόπαιδα.

Αν έψαχνε κανείς να βρει την απάντηση στο ιντριγκαδόρικο ερώτημα: πώς θα μπορούσε να γίνει ακόμα καλύτερη η Dream Team, η καλύτερη και πληρέστερη ομάδα που πάτησε ποτέ στο παρκέ, θα είχε πολύ συγκεκριμένες επιλογές: τον Αιζέια Τόμας, που δε χώρεσε, γιατί δεν τον συμπαθούσαν οι υπόλοιποι αστέρες. Τον Ντομινίκ, ίσως στη θέση του Κρις Μάλιν, που ενίσχυε το λευκό στοιχείο της ομάδας (μαζί με τους Μπερντ, Στόκτον και Λέτνερ). Και βασικά το Σακίλ Ο’ Νιλ στη θέση του Κρις Λέτνερ (του ποιου;) από τα κολεγιόπαιδα, κι ας μην ήταν ακόμα τόσος καλός, όσο θα γινόταν στη συνέχεια. Ήταν όμως ήδη το Νο 1 του ντραφτ, θα έπαιρνε εύκολα τον τίτλο του ρούκι της χρονιάς για το 1992-93 και δε θα σταματούσε να εξελίσσεται για την επόμενη δεκαετία τουλάχιστον.

Ο Σακίλ δεν είχε τις κινήσεις και την ποιότητα του Χακίμ, το γυμνασμένο -χωρίς λίπος- σώμα του ναύαρχου Ντέιβιντ Ρόμπινσον, το γλυκό σουτάκι του Πάτρικ Γιούινγκ, το μπασκετικό μυαλό του Σαμπόνις ή ακόμα και του Ντίβατς. Ήταν όμως ένα “κτήνος” με υπερφυσική δύναμη, που τους έπαιρνε όλους παραμάζωμα στο διάβα του, και λύγιζε ή έσπαγε μπασκέτες για πλάκα -ενώ σήμερα συνεχίζει να σπάει πλάκα εκτός παρκέ ως σχολιαστής.

Λίγοι σέντερ στην ιστορία του ΝΒΑ ήταν τόσο κυριαρχικοί, όπως ο Σακίλ. Και ήταν φορές που ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούσαν να τον σταματήσουν οι αντίπαλοί, ήταν με φάουλ. Όχι μόνο για να μη βάλει ένα εύκολο καλάθι, αλλά σκόπιμα, για να τον στείλουν στις βολές, που ήταν η αχίλλειος πτέρνα του, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που έκανε για να βελτιώσει αυτήν την αδυναμία του. Αν και κάποιες φορές, χαλάρωνε κι απλώς αυτοσαρκαζόταν…

Ήδη στην εφηβεία του ήταν ένα μικρό “τέρας της φύσης”, με δύο μέτρα ύψος και 120 κιλά βάρος, στα 13 του χρόνια. Έμεινε τρία χρόνια στο κολέγιο και έγινε νούμερο 1 στα ντραφτ για τους Ορλάντο Μάτζικ, όπου έκανε μαγικά πράγματα μαζί με τον Πένι Χαρνταγουέι (και κομπάρσο το Σκοτ Σκάιλς, πριν έρθει στον ΠΑΟΚ και γίνει παίκτης-προπονητής), ακόμα και να νικήσει τους Μπουλς του Τζόρνταν σε σειρά πλέι-οφ. Εκείνη τη χρονιά (1995) έφτασε με φόρα στους τελικούς του ΝΒΑ, αλλά σκόνταψε στην εμπειρία του Χακίμ Ολάζουγιον και των πρωταθλητών Χιούστον Ρόκετς, και δεν πήρε ούτε μία νίκη -παρά μόνο ένα καλό μάθημα- στη σειρά των τελικών.

Το περίφημο Shaq Attack (η επίθεση του… όγκου, όπως μεταφράζεται κατά λέξη) είχε γίνει διάσημο διαφημιστικό σλόγκαν, αλλά χρειαζόταν άλλο περιβάλλον και συνθήκες για να γίνει πράξη. Αυτό έγινε το καλοκαίρι του 96′, όταν η μεταγραφή του ελεύθερου πια Ο’ Νιλ έγινε το γεγονός του καλοκαιριού, για να καταλήξει τελικά στο Λος Άντζελες και τους αγαπημένους του Λέικερς. Εκεί έκανε ένα σπουδαίο δίδυμο με τον Κόμπε Μπράιαντ και αποτελούσαν μαζί το καλύτερο αντίδοτο στην κατάθλιψη της “μετά-Τζόρνταν” εποχής για το ΝΒΑ, φέρνοντας ξανά, μετά από μια δεκαετία, τους λιμνάνθρωπους στη λεωφόρο των επιτυχιών.

Ο Σακίλ γιόρτασε το three-peat (τρεις τίτλους σερί, από το 00′ ως το 02) κι έναν τίτλο MVP στην κανονική διάρκεια και στους τελικούς, στο Λος Άντζελες. Αλλά το γυαλί στη σχέση του με τον Κόμπε ράγισε, μετά από την ήττα στους τελικούς με τους Ντιτρόιτ Πίστονς το 04′, και τα αρνητικά σχόλια του συμπαίκτη του για τη φυσική του κατάσταση. Οι Λέικερς επέλεξαν να επενδύσουν στον Κόμπε Μπράιαντ και η φυγή ήταν μονόδρομος για το Σακίλ που κατέληξε στους Μαϊάμι Χιτς και πήρε ένα ακόμα δαχτυλίδι μαζί τους, το 06′. Ήταν ήδη 34 χρονών, γεμάτος πείρα και τίτλους, αλλά συνέχισε για μια πενταετία ακόμα, ψάχνοντας ένα ακόμα δαχτυλίδι με τους Σανς (του Στιβ Νας), τους Σέλτικς και τους Καβαλίερς του Λεμπρόν, αλλά χωρίς επιτυχία, έχοντας δευτερεύοντα ρόλο και προβλήματα τραυματισμών.

Δεν έγινε μέλος της Dream-Team, ήταν όμως βασικό στέλεχος της δεύτερης εκδοχής της και MVP στο Μουντομπάσκετ του Τορόντο, όπου αντιμετώπισε την Εθνική μας (την πρώτη ομάδα που κράτησε τους επαγγελματίες του ΝΒΑ κάτω από τους 100 πόντους) και πρόσθεσε ένα ολυμπιακό μετάλλιο στη συλλογή του με την τρίτη ομάδα-όνειρο, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα, το 1996.

Είχε 15 συμμετοχές σε All Star Game, είναι στην πρώτη δεκάδα των σκόρερ όλων των εποχών στο ΝΒΑ και μεταξύ των 50 καλύτερων παικτών στην ιστορία του πρωταθλήματος, ενώ ψηφίστηκε ως ο καλύτερος παίκτης στην ιστορία των Ορλάντο Μάτζικ. Επίσης έπαιρνε κατά καιρούς εύστοχες πρωτοβουλίες, όπως όταν έσπασε το συμβόλαιό του με τη Reebok, γιατί θεωρούσε πως τα παπούτσια που έφεραν το όνομά του, ήταν πανάκριβα και απλησίαστα για την πλειοψηφία των παιδιών που θέλουν να παίξουν μπάσκετ στα ανοιχτά γηπεδάκια των γκέτο.

Πάνω από όλα όμως παρέμεινε ένας πλακατζής στα όρια του “τρολ” και συνεχίζει να το αποδεικνύει στο στούντιο, ως σχολιαστής, μαζί με τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ, όπου ισχύει στο ακέραιο η παροιμία για τον τέντζερη που κύλησε και βρήκε το καπάκι, αν και είναι ζήτημα ποιος θα κάνει το καπάκι και πού βρίσκεται το καπάκι που θα κλείσει το απύλωτο στόμα τους. Ακόμα και η αγαπημένη τηλεοπτική στήλη του Ο’ Νιλ, το Shaqtin’ A Fool, σατιρίζει γκάφες και άτυχες στιγμές των παικτών στον αγώνα, και κολλάει γάντι στο χαρακτήρα του.

Ο Σακίλ ήθελε να είναι σταρ, έκανε ραπ δίσκους κι αρκετούς ρόλους στο σινεμά. Κάποιες φορές είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του -πχ όταν την είδε… φιλόσοφος κι ήθελε να τον φωνάζουν Big Aristoteles- αλλά κατά βάθος έμεινε ένα μεγάλο παιδί -λίγο μεγαλύτερο από τα άλλα για την ακρίβεια.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: