Φκαριστούμε Ατίνα, φκαριστούμε Ελλάντα

Λίγοι μπορούσαν να φανταστούν τότε πόσο γρήγορα θα ξεφούσκωνε το παραμύθι της ισχυρής Ελλάδας, που έφτασε στο απόγειό του τη χρόνια των Αγώνων.

Σαν χτες, στις 29 Αυγούστου του 2004 έσβηναν τα φώτα των προβολέων στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Ο Ζαγκ Ρογκ μας φκαριστούσε σε σπασμένα ελληνικά, όπως κάθε καλός μουσαφίρης που έφαγε το καταπέτασμα. Η πίστα της τελετής λήξης γεμιζε τσιφτετέλι και “αισθητική”, η Γιάννα χόρευε μόνη της σε μια κερκίδα και αργότερα θα έβαζε φωτιά στο παρακείμενο δασάκι με τα πυροτεχνήματα από το πάρτι της. Τα φώτα θα έσβηναν, τα φορεμένα χαμόγελα θα έβγαιναν, όπως μετά τις γιορτες, και η Αθήνα/Ελλάδα θα επέστρεφε στην καθημερινότητα και τα προβλήματα που είχαν μπει κάτω από το κόκκινο χαλάκι των επίσημων.

Λίγοι μπορούσαν να φανταστούν τότε πόσο γρήγορα θα ξεφούσκωνε το παραμύθι της ισχυρής Ελλάδας, που έφτασε στο απόγειό του τη χρόνια των Αγώνων. Λίγοι γνώριζαν το λογαριασμό και το τελικό ποσό που θα καλούμασταν να πληρώσουμε από την τσέπη μας και θα ήταν πολλαπλάσιο από τον αρχικό προϋπολογισμό εκτοξεύοντας το δημόσιο χρέος. Κανείς δεν μπορούσε όμως να επικαλεστεί άγνοια.

Δεν υπήρχε άγνοια για τα εργατικά δυστυχήματα που στέριωναν σε χρόνο ρεκόρ τα ολυμπιακά έργα, σαν το γεφύρι της Άρτας που απαιτούσε ανθρώπινες ζωές. Δεν υπήρχε άγνοια για το πώς κατασκευάζονταν μαζικά πρωταθλητές προς άγρα μεταλλίων και εθνικής περηφάνιας που έδεσε με τη “Μεγάλη Ιδέα” των ΟΑ. Για την απουσία σχεδίου αξιοποίησης των αθλητικών εγκαταστάσεων που έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους γιατί έχουν υψηλό κόστος συντήρησης. Για τις υπερτιμήσεις έργων, για τα λεφτά που έπεσαν, για τις τσέπες στις οποίες κατέληξαν, για το παραμύθι του εθελοντισμού ενώ παραδίπλα είχε στηθεί χορός εκατομμυρίων.

Υπήρχαν όμως πολλά στόματα βουλωμένα από τη μάσα και πολλοί μισθοφόροι δημοσιογράφοι -με λιγοστές τιμητικές εξαιρέσεις- που βολεύονταν σε ζεστές θέσεις για να μην κάνουν κριτική και ενοχλητικά σχόλια που θα χαλούσαν το κλίμα ενθουσιασμού και εθνικής ομοψυχίας. Αντιθέτως, έπαιζαν σε όλους τους τόνους το τροπάρι του… “μεγάλου καλοκαιριού” της Ελλάδας που ήταν διαρκείας και είχε συνέχεια.

Σήμερα κάποιοι θυμούνται με νοσταλγία εκείνα τα “ανέμελα” χρόνια και τις χρυσές προοπτικές που ναυάγησαν, ενώ άλλοι αποδίδουν όλα τα στραβά στα χαρακτηριστικά του Νεοέλληνα, την τσαπατσουλιά, την προχειρότητα και τον αρπακολλατζίδικο μοντέλο της ελληνικής οικονομίας. Ενώ η Βαρκελώνη που είχε οργάνωση και σχέδιο, μεταμορφώθηκε προς το καλύτερο. Το μόνο που δε φταίει και δεν μπαίνει ποτέ στο στόχαστρο είναι το κυνήγι του κέρδους…

Οι αφηγήσεις ανακατεύονται στο μίξερ και διαμορφώνουν μια μπερδεμένη κοινή γνώμη που ταλαντεύεται μεταξύ της νοσταλγίας της παλιάς καλής εποχής και της καταδίκης του παρελθόντος που μας έφερε εδώ που είμαστε γιατί ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας, έπρεπε να αποδείξουμε όμως ότι οι Ολυμπιακοί ήταν μέσα σε αυτές. Ταλαντεύεται επίσης ανάμεσα στην ισχυρή Ελλάδα και τη λογική της Ψωροκώσταινας, στις κατάρες για τα λαμόγια και τη διαφθορά, αλλά και τη θέση υπέρ μίας κυβέρνησης τεχνοκρατών – που κατά κανόνα ταυτίζεται με το πρώτο σκέλος αν σκεφτούμε πχ τον “εκσυγχρονισμό” του “αρχιερέα της διαφθοράς” Σημίτη και αρκετές χαρακτηριστικές περιπτώσεις σκανδάλων της Μεταπολίτευσης. Και τελευταία μεταξύ ενός θολού πολιτικού λόγου ενάντια στα μνημόνια αλλά και της ένοχης αποδοχής τους γιατί περιείχαν και ώριμα μέτρα που έπρεπε να έχουν ληφθεί πολλά χρόνια πριν. Και δυστυχώς, στο βαθμό που επηρεάζεται από όλα αυτά χωρίς να αποκτά πολιτικό κριτήριο και ταξική συνείδηση, είναι πάντα πρόθυμη να ταχθεί υπέρ της επόμενης Μεγάλης Ιδέας που θα την συσπειρώσει σε νέες αναπτυξιακές χίμαιρες.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: