Φερνάντο Σάντος – Ο καρπουζάς από το Εστορίλ με τη λαϊκή ψυχή

Αν δεν υπήρχε ο Σάντος, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε, σαν ένα είδος συλλογικού ήρωα, που συγκεντρώνει με τον καλύτερο τρόπο τα χαρακτηριστικά της ποδοσφαιρικής μας φυλής και των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου.

Στο μυαλό του μέσου καφενόβιου, που μπορεί ενίοτε να γίνει αρθρογράφος και να βιοπορίζεται από την δημοσιογραφία, δύο φυσιογνωμίες προπονητών είναι καταχωρισμένες με άλλη επαγγελματική ιδιότητα από αυτή που έχουν. Ο ταβερνιάρης-κάπελας Βιθέντε Ντελ Μπόσκε και ο καρπουζάς από το Εστορίλ, Φερνάντο Σάντος.

Μα ο πρώτος έχει πάρει Τσάμπιονς Λιγκ, Μουντιάλ, EURO και πρωταθλήματα. Ναι αλλά δεν έχει καμία σημασία.

Μα το Εστορίλ είναι προάστιο της Λισαβόνας και δεν παράγει καρπούζια. Κι ο Σάντος είχε πτυχίο μηχανικού και έτοιμη, στρωμένη καριέρα σε ξενοδοχείο. Και ανέβασε την Εστορίλ από τη Γ’ Κατηγορία στα σαλόνια. Και πήρε πρωτάθλημα με την Πόρτο. Και Κύπελλο με την ΑΕΚ. Και έφτασε τον ΠΑΟΚ στα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ. Κι έφτασε με την Εθνική Ελλάδας στους «8» του EURO και σε νοκ-άουτ φάση Μουντιάλ, που δεν είχε πάει ποτέ. Κι έδωσε στην Πορτογαλία τον πρώτο της τίτλο, με το Ευρωπαϊκό μες στη Γαλλία.

Ναι, αλλά δεν έχει καμία σημασία. Έλα μωρέ τώρα με τον καρπουζά, που παίζει ταμπούρι και τσούκου-τσούκου μπολ, για να κλέψει αποτελέσματα. Κι άπαξ καταγραφεί στο θυμικό ως τέτοιος, η προκατάληψη είναι ανεξίτηλη και δεν ξεγράφει.

Ευτυχώς, ήταν ακριβώς σε αυτό το επίπεδο, που ο Σάντος κέρδισε το θυμικό του μέσου φίλαθλου, ανεξάρτητα από οπαδικές προτιμήσεις και πολιτογραφήθηκε στη συνείδησή μας ως “δικός μας άνθρωπος”, ως “ένας από εμάς” και η Ελλάδα έγινε το δεύτερό του σπίτι. Ήρθε σε αυτήν πολλές φορές για να δουλέψει, βρήκε φιλόξενο περιβάλλον, έδεσε με τα γνωρίσματα, τις αρετές και τα αρνητικά της “ποδοσφαιρικής φυλής” μας, βρήκε τη συνταγή για να βγάλει προς τα έξω τα καλύτερα στοιχεία της. Έμαθε να τρώει μουσακά και χωριάτικη σαλάτα, διάβασε Σωκράτη, γνώρισε την ελληνική κουλτούρα και νοοτροπία, την υπερασπίστηκε δημόσια στο EURO του 12′ και την θυμήθηκε τέσσερα χρόνια μετά, όταν κατακτούσε την κορυφή της Ευρώπης με την Πορτογαλία.

Έγινε μια κινηματογραφική σχεδόν φιγούρα, πάντοτε με το ίδιο καστόρινο μπουφάν, που έγινε φετίχ, σαν το κοντομάνικο του Αλέφαντου. Πάντα αγέλαστος, λες και βίωνε το δράμα των λαών της Νότιας Ευρώπης, ενσαρκώνοντας το παράπονο και τις δύσκολες καταστάσεις που περνάνε, το ντέρτι και τον καημό τους. Πάντα με ένα τσιγάρο στο στόμα, που ήταν η ζωή του όλη, αλλά το γούσταρε και δεν κατάφερε ποτέ να το κόψει, όπως είχε υποσχεθεί στους δικούς του. Κι όσοι έχουν δει παλιές φωτογραφίες του με μούσι και μουστάκι, έχουν την αίσθηση πως σκοντάφτουν σε γνωστές φυσιογνωμίες, πχ από τη Μεταπολίτευση ή έστω την Επανάσταση των Γαριφάλων.

Κατά βάση όμως είναι ένας αντι-ήρωας. Βρίσκεται πολλά χρόνια στο κορυφαίο επίπεδο, αλλά έχει κερδίσει ελάχιστους τίτλους, συγκριτικά με την αξία του, σαν τους κλασικούς αντι-ήρωες που κερδίζουν τη συμπάθειά μας, γιατί σπανίως επιβραβεύονται με κάτι άλλο πέραν αυτής. Και το EURO του 16′, μέσα από αναποδιές, ένα κάρο ισοπαλίες, προκρίσεις με την ψυχή (κι ένα τσιγάρο) στο στόμα, ήταν το δικό του colpo grosso, ως η εξαίρεση στον κανόνα της σκληρής καθημερινότητας.

Ένας αντι-ήρωας, που ήταν “πρωταθλητής” της δεύτερης θέσης, αλλά με ομάδες που έκαναν την υπέρβαση μαζί του, ενώ συνήθως ήταν για πιο κάτω -πχ ο ΠΑΟΚ του 2010 που έφτασε να διεκδικεί τον τίτλο. Κι έχει και μια σχεδόν κινηματογραφική ατάκα που έγραψε ιστορία, για το υλικό του δικέφαλου και πώς το βλέπει ο κόσμος της ομάδας: είναι σα να έχουμε μπροστά μας μια μερίδα σαρδέλες και εμείς να λέμε πως έχουμε αστακούς. Γεμάτος λαϊκή θυμοσοφία… Και να το λέει πριν από το ματς με τον Ολυμπιακό, που έχει συνδεθεί με άλλο λαϊκό ψάρι από το λιμάνι του Πειραιά.

Για κάποιους, η αντιτουριστική του μορφή πάει μαζί με το αντιτουριστικό του ποδόσφαιρο, που δίνει έμφαση στην άμυνα, τη συλλογική προσπάθεια και δεν έχει θέση για αλέγκρες στιγμές και τις πριμαντόνες της επίθεσης. Αλλά κατά βάθος ήταν μια μορφή “αντάρτικου”, με τακτική πονηριά, ένα “εργατικό ποδόσφαιρο”, με παίκτες-εργάτες, που βγάζουν τον καλύτερο δυνατό εαυτό τους, πειθαρχώντας στο σχέδιο. Έτσι έχτισε το θρίαμβο της Πορτογαλίας το 16′, με το Ρονάλντο στον πάγκο, στο μεγαλύτερο μέρος του τελικού, γιατί στο ποδόσφαιρο του Σάντος έχει σημασία η άμυνα, ο μόχθος κι η συνολική προσπάθεια.

Αν δεν υπήρχε ο Σάντος, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε, σαν ένα είδος συλλογικού ήρωα, που συγκεντρώνει με τον καλύτερο τρόπο τα δικά μας χαρακτηριστικά. Κι αν τα προχτεσινά, 64α γενέθλιά του, τον βρήκαν μακριά από την Ελλάδα, όλοι ξέρουν κατά βάθος πως κάποια μέρα θα γυρίσει ξανά.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: