Άρη θυμήσου….

Αναδρομή στην ιστορία του Άρη Θεσσαλονίκης, δια χειρός Σφυροδρέπανου.

Οι συνειρμοί της λέξης “Άρης” είναι πολλοί, για μια μερίδα συμπολιτών μας κυρίως από τη συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη ωστόσο, ένας από τους πρώτους αν όχι ο πρώτος απ’όλους, είναι εκείνος με το ομώνυμο ιστορικό αθλητικό σωματείο της πόλης που σήμερα γιορτάζει τα 104α γενέθλιά του. Μπορεί η σημερινή εικόνα της ομάδας να μη θυμίζει πολλά από το ένδοξο παρελθόν, όπου ιδίως στο μπάσκετ η ομάδα είχε σωρεύσει πλήθος εγχώριων και ευρωπαϊκών τίτλων, και να θεωρείται πλέον επίτευγμα η παραμονή του μεν μπασκετικού Άρη στην Α1, του δε ποδοσφαιρικού η διαφαινόμενη άνοδος στη Σουπερλίγκ μετά από έναν ακριβώς χρόνο αήττητης πορείας στη Φούτμπολ Λίγκ, ωστόσο αν τα δαχτυλίδια έπεσαν, τα δάχτυλα μένουν. Προς τιμήν της επετείου, αναδημοσιεύουμε σήμερα ένα κείμενο από το μπλογκ του σεσημασμένου Αρειανού συνεργάτη μας Σφυροδρέπανου, που είχε γραφτεί με αφορμή τα 100χρονα της ομάδας. Πέρα όμως από κάποια σημεία που ξεπέρασε η επικαιρότητα, (π.χ για την πορεία του Γιαννάκη, που τελικά όντως ξαναγύρισε ως προπονητής, για να φύγει ένεκα κακών αποτελεσμάτων λίγες μέρες πριν), τα υπόλοιπα διατηρούν αναλλοίωτο το χαρακτήρα της ωδής στην κιτρινόμαυρη χαρά. Ή χαρμολύπη, όπως το πάρει κανείς.

Δηλαδή είσαι από την Τούμπα και είσαι Αρειανός;

Μα ναι ρε φίλε, γιατί όχι. Τι με κοιτάς λες και είμαι, ξέρω εγώ, Αφροαμερικάνος στην εθνική Ρωσίας; Για στάσου όμως, κι αυτό έχει γίνει στο μπάσκετ, με τον Χόλντεν. Είδες η παλινόρθωση; Και ο παοκ στην τελική το 60’ πήγε εκεί, που του έδωσαν το οικόπεδο να φτιάξει γήπεδο. Ως τότε έπαιζε κάπου μες στην πανεπιστημιούπολη, στην πλατεία χημείου νομίζω, και όταν έφευγε έξω η μπάλα, πήγαινε στα μνήματα απέναντι, στο α’ νεκροταφείο, στην αρχή της Ευαγγελίστριας –η οποία είναι ένα μαγικό μέρος, κέντρο – απόκεντρο, σαν χωριουδάκι στη μέση της πόλης.

 

Και ξέρεις πως από εκεί έχει μείνει η φράση που προτρέπει τον αμυντικό να πετάξει την μπάλα στα μνήματα, για να φάει χρόνο; Όπως στην επαρχία –και την Ευαγγελίστρια- που το γήπεδο είναι λίγο έξω από το χωριό, μαζί με το νεκροταφείο. Κι όπως ερημώνει τις τελευταίες δεκαετίες η επαρχία, θα την κλείσουν μια μέρα όλη μαζί σε ένα μνήμα και θα μείνουμε πίσω εμείς, ζωντανοί-νεκροί μες στις πόλεις και τα αστικά κλουβιά –αστικά με την έννοια της πόλης και της αστυφιλίας, και με την έννοια των αστών, που εδώ να δεις ‘αστυφιλία’ από διάφορους ψωνισμένους μικροαστούς.

Άρης πρωταθλητής ποδοσφαίρου 1928

 

Αλλά κι η Τούμπα τότε, σαν χωριουδάκι ήταν, με χαμηλά προσφυγικά σπίτια. Η πραγματική (αετο)φωλιά για τον Παοκ όμως είναι η δυτική θεσσαλονίκη, με τις δυτικές συνοικίες -ή με τα λούμπεν κωλόμπαρα και τους κάγκουρες, εξαρτάται από ποια σκοπιά το βλέπεις. Και όσο πας ανατολικά, σπάει λίγο η μαυρίλα κι αρχίζει κάπως να κιτρινίζει. Οπότε η διελκυστίνδα της υπερβολής μεταξύ των οπαδών, κάτι σα διαγωνισμός γραφικότητας, όπου τραβάς το σκοινί προς την πλευρά σου μέχρι να σπάσει, επιτάσσει να λένε οι παοκτζήδες πως ο άρης είναι ‘παπαναστασιακός’, που αφορά μόνο μια μικρή ζώνη γύρω από τον κεντρικό δρόμο του χαριλάου, και οι αρειανοί να παίρνουν τηλέφωνο στα αθλητικά ραδιόφωνα και τον Ραπτόπουλο –που και ο ραπ αρειανός από την τούμπα ήταν, αλλά το κρύβει, όπως έκρυβε παλιά, στα φιλότριχα και προοδευτικά χρόνια του ογδόντα, με περουκίνι το εξωτερικό κενό στο κεφάλι του (για το εσωτερικό κενό δεν ξέρω να σου πω, αλλά μια χαρά ξύπνιος μου φαίνεται), ενώ τώρα που είναι της μόδας η χρυσαυγίτικη καράφλα, κυκλοφορεί γουλί ακομπλεξάριστος…- να παίρνουν λοιπόν τηλέφωνο στα ραδιόφωνα οι αρειανοί και να λένε: καλησπέρα από την κιτρινόμαυρη τούμπα ή από την κιτρινόμαυρη Επτάλοφο, την κιτρινόμαυρη Κρήτη (όχι από τους ντάλτον του εργοτέλη), τον κιτρινόμαυρο Πειραιά, την κιτρινόμαυρη Αφρική, τον κιτρινόμαυρο πλανήτη Άρη, που βασικά κοκκινωπός είναι, αλλά έτσι και αλλιώς κι η γη θα γίνει κόκκινη, ή κόκκινη από ζωή ή κόκκινη από θάνατο και νιόγαβρους θαυμαστές του Μαρινάκη (που πήρε λέει και τον 902), εκτός βέβαια από την Τούμπα και την Επτάλοφο, που θα παραμείνουν κιτρινόμαυρες, αν και λένε πως και εμείς στο άρμα του μαρινάκη είμαστε. Και τότε, αν είναι, γιατί πέφτουμε ρε συ και μας έχουν πηδήξει διαιτητικά;

 

Ναι, αλλά γιατί αναφέρεις την τούμπα σε ένα επετειακό κείμενο για τα εκατό χρόνια του Άρη; Για να σου εξηγήσω τη δική μου βιωματική σχέση με την ομάδα. Και ότι στη δική μου γενιά, δεν ήταν περίεργο να είσαι Τουμπιώτης κι Αρειανός, αν είχες προλάβει, στα τελειώματα έστω, τη μεγάλη ομάδα του Γκάλη και του Γιαννάκη –άλλο αν κάποιοι αλλαξοπίστησαν στην πορεία. Κι έπρεπε να έχεις παοκτζή πατέρα και γερή κατήχηση από το σπίτι, για να πας κόντρα στο αυθόρμητο ρεύμα της εποχής· ή αντιστρόφως να έχεις δεθεί με την ομάδα –και όχι μόνο με τους τίτλους της και τη λογική να είσαι πάντα με τον καλύτερο- για να μη σε παρασύρει μετά η άμπωτη της αντεπανάστασης και να παραμείνεις Αρειανός στα πέτρινα χρόνια.

Και τη Λαμπράκη –ή Κονίτσης, όπως τη λένε ακόμα κάποιοι παλιοί δεξιοί- την έχουν συνδέσει όλοι με τη διαδρομή του 14, κατά μήκος της άνω τούμπας, που ανεβάζει τα καραβάνια των ταλιμπάν ως την Αγία βαρβάρα, για να πάνε γήπεδο, ή τους αφήνει μια στάση πιο πέρα, στα γυράδικα, για να φάνε ωμό κρέας –πού να προλάβει να ψηθεί ο γύρος σε μέρα αγώνα- πίνοντας τούμπα λίμπρε: μαλαματίνα με κόκα κόλα ή σουρωτή για τους «εναλλακτικούς». Αλλά το μόνο γήπεδο που υπάρχει επί της Λαμπράκη στην πραγματικότητα, είναι το Αλεξάνδρειο, όπου παίζει ο μπασκετικός άρης, στην αρχή του δρόμου, κάτω από την Εγνατία –αν και οι περισσότεροι αγνοούν αυτό το κομμάτι. Είδες σφε, κι ο Λαμπράκης δικός μας είναι…

 

Κι ίσως είναι σκάνδαλο να έχει ο Παοκ δικό του γήπεδο μπάσκετ και να το γεμίζει (;) δύο φορές τον χρόνο, με Άρη κι Ολυμπιακό, ενώ ο Άρης όχι, αλλά καλύτερα έτσι από μια άποψη, που μας άδειασαν τη γωνιά, γιατί το αλεξάνδρειο είναι το πιο μπασκετικό γήπεδο, γεμάτο αύρα, θρύλους και φαντάσματα, που πλανώνται πάνω από την ευρώπη. Κι ήταν αυτονόητο η κεντρική σάλα να πάρει το όνομα του Γκάλη, που άφησε εποχή σε αυτό το γήπεδο. Θα το φανταζόσουν ποτέ δηλ με όνομα «Μπάνε Πρέλεβιτς» ή κάτι άλλο παρόμοιο; (πχ Πέτζα στογιάκοβιτς, ή Χρήστος Τσέκος, ακόμα καλύτερα).

 

Έτσι κι αλλιώς όμως, δεν έχει νόημα να μιλήσεις για τον Άρη χωρίς το διαλεκτικό του αντίθετο, για το γιν χωρίς το γιαν (και για το δίδυμο γκα-γιαν) –κι ας μην το καταλαβαίνουν αυτό όσοι χαίρονται τώρα με την παρακμή και τον υποβιβασμό του ποδοσφαιρικού τμήματος. Όπως δε γίνεται να μη μιλήσεις και για τον Ηρακλή, που ιδρύθηκε επί τουρκοκρατίας, αρχικά ως σύλλογος φίλων της μουσικής, και ο Άρης προέκυψε από τις τάξεις του με διάσπαση –την ίδια χρονιά που τα έσπαγαν κι οι μπολσεβίκοι με τη δεύτερη διεθνή.

Κι όσοι θυμούνται τον παλιό rso στα ερτζιανά της πόλης, που έκανε ξανά μόδα τα 80’ς στη θεσσαλονίκη, ήδη από τα τέλη του 90’, κι αναρωτιόντουσαν τι να σημαίνουν αυτά τα αρχικά, έχουν καθαρά ελληνική προέλευση και βγαίνουν από το «ραδιοφωνικός σταθμός των οπαδών του Ηρακλή», γιατί ως τέτοιος είχε ξεκινήσει –τιμής ένεκεν ίσως και για την αρχική ιδιότητα του συλλόγου. Και πώς να μην έχουν νοσταλγία για τα 80’ς και το Βάσια, που ποτέ δεν ξεπέρασαν, οι ηρακλειδείς –ή γριές κατά το κοινώς λεγόμενο, λόγω της παλαιότητας του συλλόγου;

 

Κι ούτω πως προέκυψε από τα σπλάχνα του ημίθεου ηρακλή ένας θεός. Δηλ τι θεός…; Ημίθεος και βάλε, που θα ‘λεγε κι ο Χάρρυ Κλυνν. Ο οποίος όμως είναι με τον Απόλλωνα Καλαμαριάς κι είχε γίνει και πρόεδρος της επαε για ένα διάστημα στα μυθικά 80’ς. Να τα βλέπει αυτά τώρα ο άλλος πόντιος, ο Σαββίδης, που τα ‘χει βρει μπαστούνια με τον Σαρρή στην Επαε, και… διηγώντας τα να κλαις.

 

Κι αν ψάχνουμε το συνδετικό (μ)νήμα των συλλόγων της Θεσσαλονίκης, δεν είναι γιατί τις θεωρούμε «μια πόλη, μια ομάδα, μια τζατζίκι, μια πατάτες». Που το ‘χε πει, με άλλα λόγια κάποτε κι ο Μπουτάρης, όταν πρότεινε να υπάρχει μόνο μία ομάδα ανά άθλημα: ο Άρης στο μπάσκετ, ο Παοκ στο ποδόσφαιρο και ο Ηρακλής στο βόλεϊ. Και ναι μεν ο Μπουτάρης είναι Αρειανός θεωρητικά, μα πάνω απ’ όλα είναι επιχειρηματίας χωρίς ιδεολογίες και συναισθήματα, που σκέφτεται πάντα με κριτήρια κέρδους και όρους αγοράς –που δύσκολα θα χωρέσει στη Θεσσαλονίκη παραπάνω από έναν «επενδυτή», με σταθερά έσοδα και κερδοφορία.

 

Γιατί δηλ, οι ομάδες εκφράζουν κάποια ιδεολογία –θα μου πεις; Δεν είναι ανώνυμες επιχειρήσεις (αε); Σωστή παρατήρηση. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι εμείς τις θέλουμε έτσι, να συγχωνεύονται σαν τις ελληνικές τράπεζες, για να επιβιώσουν, διαγράφοντας μονοκονδυλιά την ιστορία τους.

 

Και σαν τι διαφορετικό εκφράζει δηλ ιστορικά και ιδεολογικά ο Αρης; Έλα ντε. Ο Άρης είναι πολύ αντιφατική κι ιδιαίτερη ομάδα. Κάποτε είχε αριστοκρατική κοινωνική βάση, αλλά άκμασε μαζί με τους μικροαστούς και την πασοκάρα του 80’, ενώ σήμερα έχει επιφανειακά αρκετές εξωτερικές ομοιότητες με το κομμουνιστικό κίνημα (ίσως τις αναλύσουμε σε κάποια επόμενη ανάρτηση, αν υπάρξει ανταπόκριση από τη βάση του μπλοκ) και μπορείς να δεις στο γήπεδο πανό με τον τσε και τη σημαία της αργεντινής –λόγω μπομπονέρα περισσότερο, παρά λόγω του αργεντινάσο. Άσε που οι Αρειανοί έχουν βγάλει και το σύνθημα-κατατεθέν της κρίσης κι εκστασιάζονται όταν φωνάζουν όλοι μαζί «δεν έχω σπίτι, δεν έχω δουλειά, δεν έχω γκόμενα, δεν έχω λεφτά».

Ο Άρης είναι επίσης αδελφοποιημένος με το (εναπομείναν) εβραϊκό στοιχείο της πόλης και την τοπική Μακάμπι, παράλληλα όμως ήταν από τους ευνοούμενους της κατοχής, σύμφωνα με την κυρίαρχη ασπρόμαυρη προπαγάνδα –κι ας τον αποκαλούν ‘εβραίο’ κι αυτοί σε κάποιο σύνθημά τους (στη μελωδία του «σαρά περκέ τι άμο»).

Κατάφερε να ενώσει στην ακμή του όλους σχεδόν τους έλληνες –κάτι σαν το εαμ της δεκαετίας με τις βάτες- και να κλείνει τα θέατρα τα βράδια της πέμπτης, αλλά να ενώσει στην παρακμή του όλους τους αντίπαλους οπαδούς, που κάνουν καζούρα με το διαφαινόμενο ποδοσφαιρικό υποβιβασμό του.

Έχτισε μια αυτοκρατορία στο μπάσκετ –που οι παοκτζήδες τη θυμούνται σαν την επταετία- αλλά σήμερα έχει μείνει αλώβητο από την «τουρκιά» μόνο το Σούλι και ο Σούλης παπαδόπουλος, όπως στην τελευταία περίοδο των Παλαιολόγων.

Αν θέλεις όμως σφε αναγνώστη μια βασική ιδιαιτερότητα του άρη, εγώ θα ξεχώριζα την εξής. Έβλεπα προχτές τη συγκινητική υποδοχή που είχε ο Ομπράντοβιτς στο ΟΑΚΑ, στην επιστροφή του ως αντίπαλος και τη βράβευσή του από τον επίσημο Παναθηναϊκό στο ημίχρονο. Και σκεφτόμουν ότι ο Άρης δεν είχε ούτε ένα ομαλό διαζύγιο με τους δικούς του μπασκετικούς θρύλους.

Η ομάδα μπάσκετ του Άρη που το 1997 κατέκτησε το κύπελλο Κόρατς στην Προύσα

 

Ο Ιωαννίδης ήρθε με τον Ολυμπιακό για να χάσει και να ακούσει να βρίζουν εν χορώ τη γυναίκα του. Ο Γκάλης την επόμενη χρονιά με τον παναθηναϊκό, δε γλίτωσε την ένταση και τα υβριστικά. Για το Γιαννάκη, ένα χρόνο αργότερα, είχε βγει και ειδικό τραγούδι που υπάρχει και στο γιου-τιουμπ. Μία από τα ίδια με το Σούμποτιτς (ως προπονητής) και με το Λιαδέλη –που ήταν μια σκάλα κάτω βέβαια ως μπασκετική αξία από τους άλλους. Όλους σχεδόν –άντε να εξαιρείται εν μέρει ο Γκάλης- το κοινό τους υποδέχτηκε σαν ιούδες, όπως υποδέχτηκε το Καμπ νου το Φίγκο, την πρώτη χρονιά που πήρε μεταγραφή στη ρεάλ. Κι αν γινόταν τότε καμιά απόπειρα να τους βραβεύσουν στο ημίχρονο για την προσφορά τους στην ομάδα, πχ το Γιαννάκη, θα τον πετροβολούσαν οι οπαδοί με όσα αντικείμενα δεν είχαν πετάξει στον πρέλεβιτς (τότε που εκτελούσε βολές σε νεκρό χρόνο και ο Γιαννάκης κάθισε μπροστά, ασπίδα προστασίας από την εξέδρα των Αρειανών). Άλλο αν σήμερα έχει παραγραφεί για κάποιους το αδίκημα και τον θέλουν προπονητή στην ομάδα.

Κι η πλάκα είναι πως οι πιο πολλοί από αυτούς είναι όντως Αρειανοί κι ο κόσμος σε γενικές γραμμές τους αγαπάει –με βασική εξαίρεση τον Ιωαννίδη, που έγινε υπουργός με τη νδ και συνεχίζει από άλλο πόστο την επίδειξη των αρετών του χαρακτήρα του. Αλλά (ο κόσμος) δε συγχωρεί ποτέ και κανέναν. Γιατί όπως λέει και το σύνθημα της Αρειανής κερκίδας.

 

Και πες μου τι ψυχή θα παραδώσεις

Τα χρώματα του Άρη αν προδώσεις.

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: