Τραγική ειρωνεία

Αρκετές ειδήσεις αποκαλύπτουν την τραγική ειρωνεία που κρύβουν οι αντιφάσεις του καπιταλισμού. Εξάλλου, είναι τέτοιες αυτές οι αντιφάσεις που είναι δυσκολότερο να κρυφτούν κι από τον βήχα.

Αρκετές ειδήσεις αποκαλύπτουν την τραγική ειρωνεία που κρύβουν οι αντιφάσεις του καπιταλισμού. Εξάλλου, είναι τέτοιες αυτές οι αντιφάσεις που είναι δυσκολότερο να κρυφτούν κι από τον βήχα. Σε μια τέτοια είδηση θα αναφερθώ, γιατί η ειρωνεία της έπιασε τ’ άντερά μου και τα ‘στριψε, αφού έτυχε να την κατασκευάσω εγώ ο ίδιος σαν ένα σχήμα λόγου μερικές εβδομάδες νωρίτερα. Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Στις αρχές αυτού του μήνα το μείζον θέμα της χώρας δεν ήταν ο κορονοϊός, αλλά η υποτιθέμενη εθνική απειλή από την επίθεση στα σύνορά μας από κατατρεγμένους πρόσφυγες και μετανάστες. Ένα από τα ερωτήματα της περιόδου αφορούσε την εξής αντίφαση. Δεν υπήρχε εισβολή από την Τουρκία, για την ακρίβεια η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε τολμήσει καν να ψελλίσει δυο λέξεις για την εισβολή της Τουρκίας στη Συρία και την αμφισβήτηση της συνθήκης της Λοζάνης, ούτε είχε καλέσει τον πρέσβη της γειτονικής χώρας για να του κάνει κάποια επίπληξη. Αντίθετα, οι δύο χώρες συνυπήρχαν (κι εξακολουθούν φυσικά να συνυπάρχουν) μέσα στα πλαίσια διεθνών ιμπεριαλιστικών οργανισμών, οι ειδικές εμπορικές συμφωνίες μηδενικών δασμών με την Ευρωπαϊκή Ένωση (και άρα και την Ελλάδα) συνέχιζαν να είναι σε ισχύ, ενώ οι καπιταλιστές εκατέρωθεν συνέχισαν τις επιχειρηματικές επαφές τους με συμβολικής σημασίας αποκορύφωμα την υπογραφή μνημονίου συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας στη Θεσσαλονίκη, μόλις στις 3 Μάρτη, μεταξύ του ΣΕΒΕ και του Turkish-Greek Business Council. Μάλιστα, το μνημόνιο υπογράφτηκε παρουσία κυβερνητικού στελέχους, την ώρα που η κυβέρνηση ζωνόταν τα φυσεκλίκια για να πολεμήσει μωρομάνες και παιδιά. Για την ιστορία, και την ειρωνεία ξανά, του πράγματος, ο υφυπουργός Εσωτερικών (Μακεδονίας – Θράκης), Θεόδωρος Καράογλου αναφέρθηκε τότε στη σημασία της πρωτοβουλίας των δύο φορέων, ώστε να αποτελέσει την απαρχή μίας «νέας συνεργασίας και η αφορμή για να έρθουν πιο κοντά οι ηγεσίες των δύο χωρών» (πληροφορίες από το Ρ, 11 Μάρτη, 2020).

Ένα οξύμωρο λοιπόν ήταν το εξής. Γιατί η στάση απέναντι στους πρόσφυγες δίχασε τόσο πολύ την ελληνική κοινωνία απ’ άκρη σ’ άκρη της ελληνικής επικράτειας; Αν τέθηκαν στο δημόσιο διάλογο διλήμματα που να αφορούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αυτά δεν είχαν το διχαστικό χαρακτήρα που είχε το ερώτημα του πώς πρέπει να φερθούμε στους πρόσφυγες. Ούτε το συνταξιοδοτικό, αλλά ούτε και κανένα άλλο θέμα της επικαιρότητας δεν είχε την επίδραση ή την απήχηση, αν προτιμάτε, που είχε το προσφυγικό. Γιατί, αλήθεια, ήταν τόσο καυτό ένα ερώτημα που αντικειμενικά αφορά πολύ λιγότερους ανθρώπους από όσους είναι μακροχρόνια άνεργοι ή δεν έχουν πρόσβαση σε ηλεκτρικό ρεύμα, υγεία και παιδεία;

Από την σκοπιά της πολιτικής οικονομίας, οι μετανάστες θα έπρεπε να εξεταστούν ως οικονομικά όντα, ως εν δυνάμει εργαζόμενοι. Μόλις οι κατατρεγμένοι ιδωθούν σαν εργαζόμενοι, αμέσως παύει να υπάρχει οποιοδήποτε οξύμωρο. Η αστική τάξη της χώρας δεν τους θέλει, επειδή τα χέρια περισσεύουν και είναι ήδη φτηνά και επειδή οι μετανάστες δεν είναι άμεσα έτοιμοι να ενταχθούν στην παραγωγική διαδικασία (γλώσσα, ειδίκευση κλπ), οπότε σε πρώτη φάση είναι μάλλον φύρα για το κράτος. Τα λεφτά του ελληνικού λαού που διαχειρίζεται το κράτος κρίθηκε ότι θα είναι αποδοτικότερα στις τσέπες των εν Ελλάδι κεφαλαιοκρατών παρά σε δομές φιλοξενίας και προετοιμασίας για ένταξη μεταναστών στην παραγωγική διαδικασία. Το κλειδί εν τέλει είναι ότι η οικονομία, ήδη στομωμένη, χωρίς ανάσα, τσουλούσε ασθμαίνοντας περιμένοντας ένα θαύμα. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που κανείς μετανάστης από αυτούς που ήθελε να μπει στην Ελλάδα, δεν ήθελε να μείνει σε αυτήν.

Από τη μία, λοιπόν, η ιδεολογική ηγεμονία της αστικής τάξης με όλους τους μηχανισμούς της προσπαθούσε να μεταφέρει σε όλο το λαό το αίσθημα έχθρας απέναντι σε μη χρειαζούμενα εργατικά χέρια, σε μη αναγκαία εργατική δύναμη. Από την άλλη, ο ελληνικός λαός διαισθανόταν ότι ο πυρήνας του προβλήματος, η απαξίωση της εργατικής δύναμης, τον αφορούσε στο σύνολό του. Ως συνήθως, το μασούλημα ορφανών κονδυλίων, η αξιοποίηση του θέματος για ανάδειξη φασιστικών δυνάμεων, η συντηρητικοποίηση της κοινωνίας, η συσκότιση του πραγματικού εχθρού που δεν είναι άλλος από τον κεφαλαιοκράτη, η προσπάθεια μικροκομματικής διαχείρισης και άλλες διαδικασίες άνθισαν σαν τσουκνίδα την άνοιξη πάνω στο νωπό από τις πληγές σώμα της ελληνικής κοινωνίας.

Για να γίνουν αντιληπτά τα κίνητρα των θιασωτών του εχθρού (ξένου) λαού, χρησιμοποιήθηκε η εξής δηκτική μεταφορά:

Αν οι Μανωλάδες είχαν ανάγκη από χέρια, θα είχε στηθεί ένα ανοιχτότατο στρατόπεδο εργασίας δίπλα τους και θα τροφοδοτούνταν με εργατικά χέρια μέχρι να καλυφθεί αυτή η ανάγκη, ενώ οι φασιστομπράβοι, οι ναζίδες και εν γένει τα κατακάθια της κοινωνίας μας, δεν θα έκαναν περιπολία στα σύνορα αλλά θα έπαιζαν τους επιστάτες στις Μανωλάδες, μην τυχόν και σηκώσει κανένας ιθαγενής κεφάλι και ζητήσει να δοκιμάσει καμιά από τις σάπιες φράουλες που πετάει, σαν επιδόρπιο για το παξιμάδι που τον ταΐζουν.

Ίσως να γίνεται αντιληπτό πόσο άσχημα μπορεί να νιώσει κανείς όταν, δίπλα σε αυτό το υποθετικό σενάριο, διαβάζει την είδηση με τίτλο: «Στήνουν νέα Μανωλάδα; – “Αξιοποίηση προσφύγων” ως εργάτες γης σε Ημαθία και Πέλλα εξετάζουν οι αρχές» σύμφωνα με το οποίο:

ήρθε στην επιφάνεια με δημοσίευμα του ΑΠΕ-ΜΠΕ, […] η σύσκεψη τοπικών αρχών και παραγόντων που έβαλε επί τάπητος το ζήτημα της “αξιοποίησης προσφύγων” ως εργατών γης, για να καλύψουν την αναμενόμενη έλλειψη χεριών λόγω των μέτρων κατά της εξάπλωσης του κορονοϊού και το κλείσιμο των συνόρων με την Αλβανία.

Η ειρωνεία του ζητήματος μπορεί να εξαντληθεί στο να περιδιαβαίνουν στα κανάλια και τα Υπουργεία γονυπετείς οι περιφερειακοί τσιφλικάδες, ζητώντας να περάσουν τα σύνορα μερικά χέρια για το μάζεμα των φρούτων και παρουσιάζοντας το ζήτημα σαν εθνική ανάγκη. Θα είναι δε μεγαλύτερη η ειρωνεία αν κάποιοι από αυτούς ήταν γνωστοί τοπικοί πλειοδότες εθνικοπατριωτισμού και μισαλλοδοξίας, ενώ το δράμα θα κορυφωθεί αν κάποιοι βρεθούν να μισθώσουν φασιστοναζίδες πατριδοκάπηλους γερμανοτσολιάδες, όχι πλέον για να κυνηγήσουν μετανάστες μακριά από τα σύνορα, αλλά αντίθετα για να τους περάσουν παράνομα και να τους οδηγήσουν με ασφάλεια στα τσιφλίκια.

Ναι, η ειρωνεία μπορεί να εξαντληθεί εκεί ή κάπου εκεί. Όμως η τραγικότητα μόλις θα αρχίζει. Διότι η πίεση για να γίνει αυτή η χαριτωμένη κυβίστηση θα προέλθει από την έλλειψη χεριών, που με τη σειρά της θα είναι το αποτέλεσμα του θερισμού από το χέρι του χάρου. Αν μπουν αυτά τα σχέδια σε εφαρμογή, δεν θα είναι επειδή η παραγωγή πήρε τα πάνω της. Αν αυτοί οι άνθρωποι δεχτούν ή πιεστούν ή ακόμα συρθούν σαν σκλάβοι στα χωράφια, δε θα έχουν απέναντί τους απλά ένα σκληρό μεροκάματο, χωρίς εργασιακά δικαιώματα. Δεν θα έχουν τις συνθήκες του κολίγου, αλλά του δούλου στα χρόνια της πανούκλας. Άλλη μια σελίδα της ιστορίας θα έχει γεμίσει με τα πιο μελανά γράμματα. Ανατριχίλα…

Έχουμε πολλά να δούμε και ακόμα περισσότερα να παλέψουμε. Μου έρχονται δύο τραγούδια ταυτόχρονα, δυο στίχοι ή μάλλον ένας στίχος και μια στροφή.

Ο στίχος λέει:

…είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια,

και δεν τα βλέπεις καθώς λένε με το πρώτο.

Κι η στροφή απαντά:

Δε πα να μας χτυπάν με όλμους και κανόνια

Δεν πα να μας χαλάν τα πιο όμορφά μας χρόνια

Θα βάλουμε μπροστά τη μαύρη και την κόκκινη σημαία

Για μας, για μια ζωή πιο λεύτερη πιο νέα

[…]

Μ’ αγώνα η λευτεριά μας είναι αναγκαία

Η εικόνα αλιεύτηκε από ένα άρθρο για τον αγώνα ενάντια στο τσιφλίκι του Φρ. Ν. Μπαίκερ στην Εύβοια

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: