Η τέχνη στην εποχή της μαζικότητας και του μεταμοντέρνου

Τα δύο όρια στα οποία κινείται η τέχνη τις τελευταίες αρκετές δεκαετίες είναι από τη μία η μαζικότητα και από την άλλη η μεταμοντέρνα κατάσταση. Κατ’ αρχάς, πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα του σε ποιον απευθύνεται η τέχνη για να αναγνωριστεί και να κριθεί ως τέτοια.

Τα δύο όρια στα οποία κινείται η τέχνη τις τελευταίες αρκετές δεκαετίες είναι από τη μία η μαζικότητα και από την άλλη η μεταμοντέρνα κατάσταση. Το θέμα ασφαλώς και είναι τεράστιο, όσο τεράστιος είναι και ο κατάλογος των ορισμών, των λειτουργιών, των χαρακτηριστικών, των σκοπών, του λόγου ύπαρξης της τέχνης· όσο τεράστιες είναι και οι αποστάσεις που χωρίζουν τις διάφορες θεωρίες στη συζήτηση των παραπάνω. Θεωρώντας πως η τέχνη δεν είναι απλώς καλή (ή κακή), δεν είναι απλώς σημαντική (ή αδιάφορη), δεν είναι απλώς συγκινητική (ή διανοητική), δεν εκφράζει απλώς τον δημιουργό (ή τον καταναλωτή), στρεφόμαστε στον ρόλο που επιτελεί στην κοινωνία και την αγορά, τον πολιτικό συμπληρωματικό ρόλο που καλείται να παίξει και τις δυνατότητες αναπαραγωγής της ως προϊόν.

Κατ’ αρχάς, πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα του σε ποιον απευθύνεται η τέχνη για να αναγνωριστεί και να κριθεί ως τέτοια. Εδώ έχουμε ιστορικά την εξής κίνηση. Από την υψηλή τέχνη μόνο για τις ελίτ περνάμε σταδιακά στην τέχνη που προορίζεται για όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας έως ότου το συμπεριλάβει σχεδόν όλο. Ή τουλάχιστον το ευρύτερο όριο όσου πληθυσμού μπορεί να την αγοράσει. Η κίνηση αυτή συναρθρώνεται με τον αυξημένο πολιτικό ρόλο και την επιρροή που αποκτά πάνω στις μάζες κατά την διάρκεια όλης αυτής της διαδικασίας. Δηλαδή, από την εποχή του «ατομικού αγαθού» η τέχνη έπειτα ανοίγεται στις μάζες, γίνεται «πλατύτερο εμπόρευμα» και αποκτά αυξημένη επιρροή πάνω τους.

Η τεχνολογία συμβάλλει σ’ αυτό το άνοιγμα αφού γεννά νέες μορφές, νέα είδη τέχνης που κατά κανόνα επιτρέπουν την μαζική παραγωγή και κατανάλωσή της. Πέρα από τα σε κοινή θέα έργα τέχνης· αν έναν πίνακα ή ένα χειρόγραφο μπορούσε αρχικά να τα απολαύσει μόνο ο κάτοχός τους ή ένας στενός κύκλος γύρω απ’ αυτόν, ακολουθεί μια σταδιακή συνεχής μετάβαση που καταλήγει στο γεγονός πως την κινηματογραφική ταινία ή το μουσικό κομμάτι μπορούν να τα απολαύσουν σχεδόν όλοι. Αντίστοιχα κινείται κι η αγορά της τέχνης, ώστε και ο καλλιτέχνης να γίνεται ολοένα και πιο επαγγελματίας και ο καταναλωτής της να μπορεί να την αγοράζει ολοένα και συχνότερα για να συντηρείται η παραγωγή.

Η παραπάνω μετάβαση προκαλεί κάποιες αλλαγές. Ορίζει τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση της βιομηχανοποιημένης τέχνης που λειτουργεί στα πλαίσια του καπιταλιστικού ανταγωνισμού και της διάπλατης ιδεολογικής επιρροής. Με τη σειρά της, αυτή η τέχνη συμπεριλαμβάνει μόνο τα είδη που ταιριάζουν στη βιομηχανοποιημένη φύση της, ενώ αντίστοιχα προσπερνά τα είδη που πρωταγωνίστησαν σε άλλες εποχές, αλλά που πια δεν της ταιριάζουν. Κι αυτά είναι κατ’ εξοχήν τα είδη που δεν μπορούν να αναπαραχθούν και να καταναλωθούν τόσο μαζικά όσο τα υπόλοιπα, που δεν είναι ανταγωνιστικά τόσο ώστε να αναπαραχθούν από μόνα τους, που δεν είναι «χρήσιμα» αφού δεν μπορούν μαζικά να επηρεάσουν. Δεν είναι στα πλαίσια αυτής της προβληματικής να μπω στη μακριά συζήτηση που αρχίζει με το επιχείρημα «όσο υπάρχει ακόμα και ένας που συντηρεί ένα είδος τέχνης, είτε ως καλλιτέχνης είτε ως φιλότεχνος, αυτό εξακολουθεί να υπάρχει, άρα βρίσκεται σε ισότιμη θέση με τα άλλα είδη». Σε ισότιμη από πλευράς ποιότητας μπορεί να βρίσκεται· ο καθείς μπορεί αισθητικά να το κρίνει. Αλλά δεν μπορεί να υπερβεί το γεγονός πως δεν βρίσκεται σε ισότιμη θέση με όρους αγοράς, με τους βασικούς καθοριστικούς όρους αναπαραγωγής και επιβίωσής της. Άρα, αντικειμενικά καθίσταται βαθμιαία μη λειτουργική και συρρικνώνεται.

Παράλληλα με την συρρίκνωση και αφού δεν εξαφανίζονται, αυτά τα είδη τέχνης επιστρέφουν πάλι στον στενό τους κύκλο και μετατρέπονται σε «υψηλά», αφού λειτουργούν είτε, πρώτον, από δημιουργούς για δημιουργούς ή (με ή χωρίς εισαγωγικά) διανοούμενους (π.χ. ποίηση ή μη εμπορική λογοτεχνία ή θέατρο τέχνης)· είτε, δεύτερον, από δημιουργούς για συγκεκριμένους υψηλής αγοραστικής δύναμης καταναλωτές (π.χ. εικαστικά). Στην πρώτη περίπτωση το είδος τέχνης στηρίζεται είτε στην κοινή προσπάθεια διατήρησής του μεταξύ των δημιουργών, είτε στις «ενέσεις» κύρους (και πότε πότε οικονομικής στήριξης) που δέχεται από την εκπαίδευση και κρατικούς/ιδιωτικούς θεσμούς. Στην δεύτερη περίπτωση, στηρίζεται σε όλα τα παραπάνω συν τη πραγματική πιθανότητα που κάποιος δημιουργός έχει να ενταχθεί όντως στην αγορά, στη δυνατότητα δηλαδή να γίνει επαγγελματίας καλλιτέχνης και μάλιστα σχετικά καλοπληρωμένος. Και στις δύο περιπτώσεις εύκολα, έτσι, υιοθετείται το «η τέχνη για την τέχνη», αφού η ευρύτερη κοινωνία απλώς παρακάμπτεται.

Όντας αποσυνδεδεμένη από την κοινωνία – ευρύτερη αγορά, αλλά όχι από την δική της στενή αγορά, όντας αποσυνδεδεμένη από την ανάγκη μαζικής επιρροής, αλλά όχι από τον εσωτερικό ανταγωνισμό, όντας αποσυνδεδεμένη από την ανάγκη πρωτοπορίας, αλλά όχι από την ανάγκη ανάδειξης πνευματικής ελίτ: να πώς ακριβώς γεννιούνται οι όροι εμφάνισης και το υπέδαφος του μεταμοντέρνου. Οι όροι αυτοί διαμορφώνονται, αποκρυσταλλώνονται και αναπαράγονται τις τελευταίες δεκαετίες ηγεμονεύοντας στα εικαστικά τόσο στην παραγωγή, όσο στην εκπαίδευση και την κατανάλωση.

Δεν είναι το απλοϊκά αποκληθέν «κουλτουριάρικο» ή «θολών νοημάτων» ή το μη εύληπτο για τον «κοινό νου». Είναι το είδος τέχνης που δεν μπορεί να ακολουθήσει τη φυσική πορεία κίνησης των πραγμάτων βιομηχανοποιώντας τον εαυτό του και που επιχειρεί στροφή στο παρελθόν· μόνο που η στροφή αυτή γίνεται με τον καταναλωτή σαφώς απαλλαγμένο από παλιές συνήθειες: δεν είναι πλέον στόχος του περιεχομένου η εξύμνηση του αριστοκράτη/βασιλιά ή η ευσέβεια του κλήρου/θεού ή η προβολή των ορμητικών ιδεών της αστικής τάξης. Είναι η προβολή της ίδιας της ταυτότητας του συγκεκριμένου είδους τέχνης. Της ίδιας του της ιδιότητας που το κάνει σημαντικό να επιβιώσει. Της «υψηλότητας».

Καταλήγει, έτσι, η τέχνη είτε να αναπαράγει ως περιεχόμενο τους ίδιους τους όρους ταυτότητας που την κάνουν διακριτή ως είδος: να αναπαράγει δηλαδή καθαρή μορφή· είτε από την άλλη το περιεχόμενο – εφ’ όσον δεν το καθορίζει κάποια πρωτοπορία ή καλλιτεχνικό αίτημα – να διαχέεται αναζητώντας είτε στον υπαρξισμό, είτε στον ανορθολογισμό, είτε στην κοινωνική σιωπή την «υψηλή» της «κοινωνική» δικαίωση: να καμώνεται δηλαδή πως αντανακλά, πως συντονίζεται με τον ψυχισμό της κοινωνίας και τον εκφράζει στο δικό της «υψηλό» μη αντιληπτό από την κοινωνία επίπεδο. Η ιδεολογική της επιρροή, συνεπώς, παραμένει σε στενά πλαίσια και συνδέεται κυρίως με την ιδιότητά της να απωθεί δια της ταυτόχρονης αναγνώρισής της ως «υψηλής». Της ιδιότητας, δηλαδή – εφ’ όσον δεν έχει ανάγκη ευρέος κοινού – να εκτοπίζει από τους κόλπους της την κοινωνία λόγω χαμηλού γούστου την ώρα που την καλεί να εισέλθει λόγω υψηλών προθέσεων. Άρα, σε τελική ανάλυση, αθώα: αυτή θέλει, το κοινό δεν μπορεί, ο ευγενής αγώνας συνεχίζεται.

Στην αντίθετη, ακριβώς, πορεία κινείται η τέχνη που διεκδικεί την μαζικότητα και που η θέση της αυτή υπαγορεύει τις επιλογές περιεχομένου, καθώς εδώ διακυβεύεται πλατιά ιδεολογική επιρροή και συντήρηση κυρίαρχου λόγου. Η κλασική διελκυστίνδα αν το χαμηλό γούστο κοινού ζητάει χαμηλού γούστου μαζική τέχνη (άρα κυριαρχεί η ζήτηση) ή αν, αντιθέτως, η χαμηλού γούστου μαζική τέχνη παράγει χαμηλού γούστου κοινό (άρα κυριαρχεί η προσφορά) είναι αδιέξοδη εφ’ όσον τίθεται με κριτήρια απόλυτης αισθητικής ποιότητας: με κριτήρια προσωπικού γούστου. Γεγονός είναι πως υπάρχει, βέβαια, σύνδεση στο βαθμό που τελικό ζητούμενο είναι η πώληση (άρα, συνεχής συντονισμός προσφοράς και ζήτησης με οποιαδήποτε σειρά), αλλά το βάρος πρέπει να δοθεί στην σύνδεση της παραγωγής με την κοινωνία με σχέσεις ιδεολογικής επιρροής του περιεχομένου.

Είτε – με κριτήρια γούστου – «ευτελής», είτε «αξιόλογη», η βασική ιδιότητα της μαζικής τέχνης είναι η συνεχής προσωρινότητα και η διαρκής κατανάλωση: τελικά, η διαρκής ανάγκη για παραγωγή της. Στο μεγάλο αυτό όγκο της παραγωγής πρέπει να αναζητήσει κανείς τις γενικότερες δυναμικές και το μετασχηματισμό των περιεχομένων, ανάλογα με τα περιθώρια σχετικής «προοδευτικότητας» ή σχετικής «αντίδρασης» που διαθέτει κάθε εποχή λόγω της ιστορικής συγκυρίας. Από την άποψη αυτή μπορεί να εξηγηθεί η μετάβαση της μαζικής τέχνης μέσα στις τελευταίες δεκαετίες· μετάβαση που θεωρώ πως ποιοτικά βρήκε συντονισμένα τις δυναμικές και πιο ενδιαφέρουσες κορυφές της διαδοχικά πρώτα στη λογοτεχνία, μετά στη μουσική και ύστερα στον κινηματογράφο.

Η μαζική τέχνη εκπαιδεύει το κοινό και επιζητεί όλο και συχνότερα να διευκολύνει τον εαυτό της· να συντονίζεται μαζί του δίνοντας η ίδια τη ρότα σε βέλτιστες συνθήκες αγοράς και ανταγωνιστικότητας. Δηλαδή, συχνή ογκώδης παραγωγή, χαμηλές τιμές ή/και ποιότητα, αυτοαναφορικότητα ή/και στοχευμένο κοινό και ευρεία κατανάλωση. Η δική της κουλτούρα εξηγεί την διάδοση τηλεπαιχνιδιών «παρακολούθησης», «καλλιτεχνικών ή άλλων ταλέντων» ή «επιβίωσης» και πάντα άμεσης δημοκρατίας επιλογής του καλύτερου εξ αυτών. Κανένα πρόβλημα να οριστούν ως τέχνη, αφού ταιριάζουν άριστα στους παραπάνω βέλτιστους όρους ανταγωνιστικότητας της «κλασικής» μαζικής τέχνης.

Η βασική διαφορά της από μια μαζική κοινωνική τέχνη είναι διαφορά ουσίας, αφού η τέχνη με στόχο την πολιτιστική ανύψωση της κοινωνίας κάνει ακριβώς αυτό: προσπαθεί να εκπαιδεύει το κοινό επιδιώκοντας κάθε φορά να το βρίσκει σε υψηλότερο κι όχι στο ίδιο ή χαμηλότερο σημείο αισθητικής/νοητικής αντίληψης. Επιδιώκει να δείχνει το δρόμο, όχι με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα της παραγωγής, αλλά την πολιτιστική ανύψωση όλης της κοινωνίας, της οποίας οι ίδιοι οι καλλιτέχνες νιώθουν ότι αποτελούν το κατάλληλα επιφορτισμένο με αυτή την εργασία κομμάτι της. Σαν σε μια νοητή ζώνη επικείμενης ανάπτυξης: τέχνη από την κοινωνία για την κοινωνία. Ώστε το κοινό να μπορεί να ακολουθεί πλαισιωμένο, βέβαια, από πλήθος παραγόντων και υπέδαφος που καλλιεργούν οι υπόλοιποι θεσμοί (π.χ. η εκπαίδευση), να απολαμβάνει και να δημιουργεί τέχνη αποκομίζοντας τα οφέλη της.

Στον λόγο περί μαζικής κοινωνικής τέχνης ως πραγματικά υψηλής γόνιμης τέχνης έρχεται αντιμέτωπη είτε η ρητορική (από τη μεριά του μεταμοντέρνου) περί μαζικότητας και άρα αυτόματης υποβάθμισής της, είτε η ρητορική (από τη μεριά της μαζικής τέχνης) περί «θολής υψηλής κουλτούρας» που δεν ταιριάζει στο κοινό. Και στις δύο περιπτώσεις υπονοείται σχέση κυριαρχίας: το κοινό δεν ξέρει κι ούτε πρόκειται να μάθει, η βιομηχανία γνωρίζει και δείχνει το δρόμο κι ο δημιουργός εκπαιδεύεται αργά ή γρήγορα να την ακολουθεί εκτελώντας. Εφ’ όσον, από τη μία, η ανάγκη διατήρησης της αγοράς εξακολουθεί να υποστηρίζεται και μάλιστα με φθήνεμα των προϊόντων και, από την άλλη, η ανάδειξη πνευματικής ελίτ έχει ξεχωρίσει τον στενό της κύκλο παρέχοντας άλλοθι «υψηλότητας» και παριστάνοντας, βέβαια, την κοινωνικά ευαίσθητη, η τέχνη θα κινείται σ’ αυτό το καλά δομημένο εκκρεμές. Διδάσκοντας συναίσθημα, συμπεριφορές, τρόπους σκέψης και αισθητικής της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: