Μαγνητάκια και καρφίτσες

ΦΑΚΟΣ ΕΡΥΘΡΑΣ ΕΠΑΦΗΣ
Δεν έχω τι να κεράσω σ´ αυτό το γαμημένο τηλετραπέζι της υπόγειας ταβέρνας μου, εδώ που κάθομαι και φαντασιώνομαι πώς οι μοιραίοι θα εκβάλουν την επόμενη μέρα τους άβουλους (πώς μετατρέπεις τον Βάρναλη σε ψηφιακή γλώσσα;).  Οπότε σκέφτηκα να κεράσω λίγο χώρο εδώ στη στήλη μου την Κατιούσα. Στο κάτω κάτω της γραφής είναι πολύτιμος για μένα.

Κι εκεί που αποφάσισα να αντισταθώ στην αθλιότητα των ημερών, αναζητώντας έστω και μες την απομόνωση – με άοκνες προσευχές, να μην πέσει το ηλεκτρικό, να μην μπλοκάρει το ίντερνετ, να μην υπερφορτωθεί η τηλεφωνική δικτύωση, να μη συνεχιστεί το  βροχερό παλούκι της άνοιξης και να μην τα φτύσουν τα νεύρα αγαπημένων, αλλά κι οχτρών –  ψήγματα φαντασίας, δημιουργικότητας, χρήσιμης πρωτοτυπίας, νάτος ο πολυμήχανος, πολύτροπος Οδυσσέας μου. Το υπέροχο λαϊκό μυαλό. Αυτό που η αγαπημένη του Κίρκη, αν ζούσε σήμερα, θα έλεγε ο/η ανώνυμος/η που  λατρεύω.

Δεν έχω τι να κεράσω σ´ αυτό το γαμημένο τηλετραπέζι της υπόγειας ταβέρνας μου, εδώ που κάθομαι και φαντασιώνομαι πώς οι μοιραίοι θα εκβάλουν την επόμενη μέρα τους άβουλους (πώς μετατρέπεις τον Βάρναλη σε ψηφιακή γλώσσα;).  Οπότε σκέφτηκα να κεράσω λίγο χώρο εδώ στη στήλη μου την Κατιούσα. Στο κάτω κάτω της γραφής είναι πολύτιμος για μένα.

Βγαίνω από το καβούκι μου έμπλεος ευγνωμοσύνης. Πάω να φτιάξω το σπασμένο δόντι μου στη φίλη μου την οδοντογιατρίνα. Ρίσκο της, ρίσκο μου. Κόντεψε να απολυμάνει και το μυαλό της. Άλλαξε πενήντα φορές γάντια, πετσετάκια, αποστειρωμένα εργαλεία. Με γενναιοδωρία εκατομμυριούχου χορηγού, που θα ζήσει αν τα καταφέρει τις επόμενες σαρανταπέντε μέρες με τα όποια 800, αν ανταποκριθεί η πλατφόρμα, ευρώ. Δέχτηκε με το ζόρι το ελάχιστο μιας αμοιβής, αφού έτσι κι αλλιώς, ο πόνος κι η ανάγκη είναι για τους ανθρώπους σαν του λόγου της, μονίμως ειδικού σκοπού.

Στο τέλος μ’ αντάμοιψε κι από πάνω που πήγα. Με μια φυσικότητα αυθόρμητη, σαν τα διαμάντια του κοινού νου που ξεπετιούνται, κομμένα και στραφτερά, σαν πίδακες, χωρίς να πρέπει να βουτάς στα ορυχεία και τις στοές του εγωιστικού γονιδίου, μου λέει: πάει χαζέψαμε ντιπ για ντιπ. Εκεί στο χωριό, που φτιάχνουν όλοι τσίπουρο και κρασί δικό τους, κάθονται και κλαίνε και παρακαλάνε για ένα μπουκαλάκι αντισηπτικό. Και τον πιάνω τον μπάρμπα μου και του λεω. Πάρε τα 100 κιλά κρασί απ´ τον πατέρα μου. Πάρε και τα 50 κιλά τσίπουρο το δικό σου. Βάλτα στον αποστακτήρα σου και βγάλε κάμποσα κιλά οινόπνευμα να χεις για σένα και τους γύρω σου. Κι έπρεπε και να τον πείσω ότι τώρα θα χάσει το πολύτιμό του τσίπουρο, που όμως μπορεί να ξαναφτιάξει στον τρύγο του Σεπτέμβρη.

Ξελαμπικάρισε το κεφάλι μου κι ίσιωσαν οι ρυτίδες του μυαλού μου, να την ακούω να προτείνει την …αυτοκατάσχεση, και το σχεδιασμό της επόμενης μέρας σαν μια μικρή επανάσταση  στη δικτατορία της αγοράς.

Κι ήρθε και η έφηβη κόρη της φίλης μου, που αγαπάει το θέατρο, το σκίτσο και το σκυλάκι της, να περνάει τον εγκλεισμό ζωγραφίζοντας. Παιδί που με το ζόρι, από φυσική σεμνότητα, και την έλλειψη αυτοπεποίθησης που διακρίνει τα παιδιά με ταλέντο που κάθε μέρα ακούνε πως δεν μπορούν να ζήσουν απ’ τις καλές τέχνες, ξόδεψε τον πολύτιμο έγκλειστο χρόνο της για να μου στείλει ως δώρο γενεθλίων το πώς μετράει τ’ αστρα στην εποχή του κορονοϊού. Κι είναι αυτό το μετέωρο απ´ τα ακροδάχτυλα στις νότες που βλέπετε. Είναι ο αέρας που ανεμίζει τα πλεμένα σεντόνια. Είναι η σηκωμένη ουρά του γάτου που συμμετέχει  και δεν ακούει απλώς.

Παρά την απόσταση,  τα αισθήματα κι οι ιδέες των ανθρώπων είναι που προτείνω να λειτουργούν σαν θεραπευτικά μαγνητάκια για τις καρφίτσες της αγωνίας των κορονέικων ημερών μας.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: