Και για τα παιδιά μας το Πολυτεχνείο καταφέρνει και Ζει

ΦΑΚΟΣ ΕΡΥΘΡΑΣ ΕΠΑΦΗΣ

Είμαστε πολλοί που δε μιλήσαμε, δε μιλάμε και δε σεναριογράφουμε, ευκαιρίας δοθείσης, για κείνη τη βραδιά. Στο Πολυτεχνείο. Για άλλους έμεινε συναισθηματική και πολιτική παρακαταθήκη περασμένη ή και χαρισμένη σε δικούς και γκαρδιακούς, σε αιμάτινους δεσμούς και φιλικά φυλαχτά. Για άλλους ήταν σκαλί για ένα βήμα παραπέρα.

Είμαστε πολλοί που δε μιλήσαμε, δε μιλάμε και δε σεναριογράφουμε, ευκαιρίας δοθείσης, για κείνη τη βραδιά.

Στο Πολυτεχνείο. Για άλλους έμεινε συναισθηματική και πολιτική παρακαταθήκη περασμένη ή και χαρισμένη σε δικούς και γκαρδιακούς, σε αιμάτινους δεσμούς και φιλικά φυλαχτά. Για άλλους ήταν σκαλί για ένα βήμα παραπέρα. Καριερίστικο στην πολιτική, κεφαλοποιήθηκε αρκούντως. Αρκετοί εκείνης της βραδιάς, όταν έπεσαν κι όταν κατάφεραν να κοιμηθούν, ξύπνησαν άλλοι άνθρωποι της διπλανής μας πόρτας, στην πλειονότητά τους καλύτεροι κι ευδιάκριτοι,  μες τον πολτό των επετείων και των θολών, μεγαλόστομων περί το Πολυτεχνείο, αναμνήσεων.

Αυτές τις τελευταίες, κάθε Νοέμβρη απ’ τα 19 μου ως τα 60 φεύγα μου, με βρίσκω να τις βγάζω με το σταγονόμετρο προσαρμοσμένες στην ηλικία του παιδιού. Άλλα του λες στα δύο, κι άλλα στα 22. Τα πρώτα χρόνια έκλαιγα. Ύστερα θύμωνα. Τώρα με πιάνει το στομάχι μου, αρρωσταίνω, μπουκώνω και ψάχνω κάτι στιγμές, κυριολεκτικά αγκωνάρια, να πατήσω το νου, για να μην ευτελίσω τα σχόλια.

Εκείνη την κουβέντα, ας πούμε, με το Σβορώνο για την ιστορία και την επικοινωνία, στο σπίτι των Σαββιδαίων στην πλατεία Καβάφη. Εκείνη τη μέρα που με βρήκε ο Αστέριος, το πιτσιρίκι από το Λιτόχωρο, που ήταν ο μικρότερος από τα παιδιά που κρύφτηκαν στο σπίτι μου, Ιπποκράτους 75. Στο σπίτι όπου ο γεροπατέρας μου απ´ το άγχος, έπλενε όλη τη νύχτα την ίδια πετσέτα, πεπεισμένος ότι δε θα γυρίσω. Ο Αστέριος μετά μπάρκαρε. Ύστερα πήγε Αμερική. Έβγαλε καρκίνο. Με βρήκε χρόνια μετά, επειδή με γνώρισε από την τηλεόραση… Έφθασαν δυο ώρες κι οδυνηρά μισόλογα, για ν’ ανταλλάξουμε ζωές, από το Μέγαρο του Γκίνη και το Χημείο ως το τσουβάλιασμα εξόδου από την Τοσίτσα και τοίχο τοίχο ως το σπίτι μου… Ν´ αναρωτηθούμε τι απέγινε ο τραυματιοφορέας από την Καισαριανή και το κορίτσι με τη χτυπημένη μέση. Τον κατάλογο με τα μικρά μας ονόματα τον γράψαμε και τον εξαφανίσαμε. Η γενιά-παρέα μας γράφτηκε σ’ εκείνη την τρεχάλα , «έλα , μένω κοντά», που φώναζα. Ο Κανέλλης κόντεψε να συντριβεί, ξαναζώντας στα Εξάρχεια τη σκηνή όταν μπούκαραν οι Γερμανοί και τον πιάσανε για την Μέρλιν, το Χαϊδάρι , το…τρένο. «Μακριά από ρουφιάνους» είπε. «Κάψτε τον κατάλογο. Οι ρουφιάνοι παραμονεύουν». Δεν πιάστηκε κανένας μας. Κι είμαι σίγουρη ότι τον Αστέριο δεν τον ξέχασε κανείς, λόγω ονόματος, που ήταν το πραγματικό του αλλά έμοιαζε με παρατσούκλι κατά τον ίδιο…

Σκέφτομαι τους «γνωστούς» , που δεν μίλησαν από τότε, δημόσια. Σηκώνω το τηλέφωνο, να μιλήσω με το Θάνο Μικρούτσικο. Δε μ’ απατάει η μνήμη μου. Δεν έχει μιλήσει. Περνάει δύσκολα και τα ξεπερνάει ήδη, και όρθιος και με τη φρεσκάδα του ’73.  Μαθαίνω πως θα ξανανέβει στη σκηνή και μετά το φεστιβάλ. Σκέφτομαι πως ίσως η Κατιούσα εδώ είναι βήμα άβατο στον καιροσκοπισμό. «Γράψε μας κάτι», του λέω. «Ό,τι σου ’ρθει για τότε. Το μέσα σου. Πώς αισθάνεσαι. Είναι απαραίτητο κι είναι καιρός πια».  Ξαφνιάστηκα παρήγορα με την άμεση αντίδρασή του όταν αναρωτήθηκα γιατί μου πήρε κοντά 45 χρόνια να το ζητήσω και τόσα για το κάμει.

Μου απάντησε, ο Θάνος, που μπήκε απ’ την πρώτη στιγμή στο Πολυτεχνείο μαζί με καμιά διακοσαριά άλλους νέους, ότι  δε μίλησε για δυο λόγους. Λίγους μήνες μετά τη μεταπολίτευση βγάζει «τα πολιτικά τραγούδια» σε ποίηση Χικμέτ και Μπίρμαν και γίνεται αμέσως, με τον πρώτο του δίσκο, πολύ γνωστός. «Δεν ήθελα να θεωρηθεί ότι εκμεταλλεύομαι  το Πολυτεχνείο για να κερδίσω πόντους στη μουσική. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι στις διάφορες επετειακές εκδηλώσεις εμφανίστηκαν στα ΜΜΕ της εποχής, πρόσωπα που είχαν μικρή ή και καθόλου σχέση με τα γεγονότα, εκμεταλλευόμενοι το έπος του Πολυτεχνείου για την προσωπική τους κυρίως ανέλιξη»…

Όταν μου έστειλε να δημοσιεύσουμε το γράμμα που έγραψε για το γιο του Στέργιο, που γεννήθηκε το 2001, για να του μιλήσει για κείνες τις μέρες, έκανα κάμποσο να συνέλθω. Ξέρω ότι σε κυνικούς καιρούς η βαθιά συγκίνηση όταν ο άλλος σπάει την πολύτιμή του σιωπή, σ’ αφήνει να καταδυθείς στο προσωπικό του ορυχείο, και ν’ αγγίξεις εκείνα τα φυσικά μαργαριτάρια που δεν προορίζονται για περιδέραια σε ακριβούς λαιμούς, είναι εύκολη τροφή για τεμπέλικα θηρία.

Κάνω ένα σταυρό του νότου, μπαίνω σε μια πιρόγα, σιγοτραγουδάω τη Ρόζα και βεβαιώνομαι, Θάνο μου, ότι και για τα παιδιά μας το Πολυτεχνείο καταφέρνει και Ζει.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: