Star Wars – η εμψύχωση της λαϊκής και ατομικής δύναμης (Διαλεκτικός ψυχισμός- άρθρο 3ο)

Πρόκειται για μια σειρά ταινιών παγκόσμιας εμβέλειας που αγαπήθηκε από εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη. Ωστόσο μάλλον παραμένουν άγνωστες για πολλούς οι δυνάμεις που κρύβει μέσα της (και ευθύνονται σε ένα βαθμό και για την επιτυχία της), αν και έχουν τρυπώσει και ριζώσει αυθόρμητα μέσα στην καρδιά του κοινού, όπου και επαναπαύονται.

Πρόκειται για μια σειρά ταινιών παγκόσμιας εμβέλειας που αγαπήθηκε από εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη. Ωστόσο μάλλον παραμένουν άγνωστες για πολλούς οι δυνάμεις που κρύβει μέσα της (και ευθύνονται σε ένα βαθμό και για την επιτυχία της), αν και έχουν τρυπώσει και ριζώσει αυθόρμητα μέσα στην καρδιά του κοινού, όπου και επαναπαύονται. Το ζήτημα όμως έγκειται ακριβώς εδώ: στην αφύπνιση και στη μετατροπή αυτών των αυθόρμητων συναισθημάτων σε Πολιτική Ριζοσπαστική Δύναμη για έναν καλύτερο Κόσμο.

Αυτές τις δυνάμεις θα προσπαθήσει να αναδείξει το παρόν άρθρο, επιδιώκοντας έτσι ταυτόχρονα να υπογραμμίσει τη μεγάλη δύναμη που κρύβει μέσα της η τέχνη για ένα επαναστατικό κίνημα (και άρα και την ανάγκη για τη μελέτη και την αξιοποίησή της ως πολιτική δύναμη). Όσα πρόκειται να αναφερθούν παρακάτω αποτελούν προϊόν μιας πρώτης προσωπικής έρευνας του αντικειμένου, κάποια στοιχεία της οποίας θα επιχειρήσω να παρουσιάσω από τώρα στον αναγνώστη, αν και ακόμα σίγουρα δεν συνιστούν, ούτε και είναι προϊόν ολοκληρωμένης μελέτης. Ελπίζω αυτό το άρθρο να ανακινήσει κάπως το ενδιαφέρον για την περαιτέρω μελέτη του.

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να έχει κανείς στο νου σχετικά με αυτό το καλλιτεχνικό έργο (όπως και για κάθε έργο τέχνης γενικά) είναι ότι αποτελεί προϊόν της εποχής του, το οποίο όμως επιδιώκει (πάντα) να την οδηγήσει ακόμα πιο πέρα από όπου βρίσκεται, είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω (όπως άλλωστε θα σημειώσει και ο Δημιουργός της, κάθε σκηνοθέτης επιδιώκει μέσα από τις ταινίες του να πλάσει τον κόσμο όπως θα τον ήθελε εκείνος, σαν να ήταν η αυτοκρατορία του). Το συγκεκριμένο έργο λοιπόν πρόκειται να παραχθεί σε μια εποχή, της οποίας έχει προηγηθεί ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, έχει καθιερωθεί ένα πιο μαζικό και σχετικά δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ έχουν αναπτυχθεί το καλλιτεχνικό, το φοιτητικό, το φεμινιστικό, το οικολογικό και το αντιαποικιακό-αντιπολεμικό κίνημα, όπως και το κίνημα των μαύρων κυρίως στις χώρες της Δύσης με αποκορύφωση τα γεγονότα της δεκαετία του ’70, οπότε και θα γυριστεί η πρώτη ταινία της σειράς «Ο Πόλεμος των Άστρων». Παιδί αυτής της εποχής θα είναι και ο George Lucas, ο
κεντρικός παραγωγός της.

O Lucas ήταν ένας από τους νέους που είχαν την ευκαιρία να φοιτήσουν εκείνη την περίοδο σε κάποιο ανώτερο ίδρυμα σκηνοθεσίας της Νότιας Καλιφόρνια και έτσι να κυνηγήσουν το όνειρό τους για μια ανώτερη μορφή εργασίας, όπως η καλλιτεχνική, κάτι που παλιότερα αποτελούσε μάλλον άπιαστο όνειρο για τη μάζα της μικρομεσαίας τάξης (στην οποία φαίνεται να ανήκε και η οικογένεια Lucas- ο πατέρας του George διατηρούσε κατάστημα με χαρτικά είδη, όπου ήθελε να απασχολήσει και το γιο του, κάτι που ο ίδιος απέρριψε). Παράλληλα εκείνη την περίοδο άρχιζε να δημιουργείται το μονοπώλιο στον κινηματογράφο με τους μικρούς ανεξάρτητους παραγωγούς (που αρχικά είχανε στήσει τη συγκεκριμένη αγορά, όπως οι Warners) να αρχίζουν τώρα να πουλάνε τα Studio τους σε μεγάλες εταιρίες και το Hollywood να αναζητά την ανανέωση της αγοράς του, εστιάζοντας ειδικά στη νεολαία.

Έτσι αναδείχθηκε μια νέα γενιά καλλιτεχνών-σκηνοθετών (όπως οι Spielberg, Coppola, Scorsese κ.α) που ήρθαν να ανταποκριθούν σε αυτή τη νέα ζήτηση. Ανάμεσά τους βρέθηκε και ο George Lucas, ο οποίος ανέπτυξε σχέσεις μαζί τους και ειδικά με τους Spielberg και Coppola, με τον τελευταίο να γίνεται ο μέντοράς του. Οι δυο τους ανακάλυψαν ένα κοινό στοιχείο που τους ένωνε: ήταν η αντίθεσή τους προς το Hollywood και τις ταινίες του που έδιναν το πρότυπο και τους κανόνες στην αγορά του κινηματογράφου. Αποφασισμένοι να ξεφύγουν από αυτό ίδρυσαν μαζί το 1969 μια ανεξάρτητη εταιρία παραγωγής, την American Zoetrope, ωστόσο μετά από δύο χρόνια έλυσαν τη συνεργασία τους. Την ίδια χρονιά ο Lucas πήρε την πρωτοβουλία να ιδρύσει τη δικιά του εταιρία, τη Lucasfilm, με την οποία παρήγαγε τη σειρά του «Star Wars» και με την επιτυχία της κατόρθωσε να γίνει ένας από τους πρώτους μεγάλους ανεξάρτητους παραγωγούς, αλλά και μάλλον ένας από τους τελευταίους (βρέθηκε σε στιγμή που ακόμα υπήρχε η δυνατότητα για κάτι τέτοιο- αν και το κατάφερε μετά κόπων και βασάνων, αφού η παραγωγή του 1ου επεισοδίου («Μία Νέα Ελπίδα» του 1977)- κόντεψε να χρεωκοπήσει λόγω των μεγάλων παραγωγικών Του απαιτήσεων). Έτσι κατάφερε σε ένα βαθμό να ξεφύγει από τις επιταγές του Hollywood και να δώσει στις ταινίες του το περιεχόμενο που πίστευε ο ίδιος ότι πρέπει να έχουν.

Αξίζει σε αυτό το σημείο να παραθέσουμε τη δήλωση του Lucas που είναι χαρακτηριστική για την παραπάνω κατάσταση: «Το σύστημα που έχουμε δημιουργήσει είναι μια μεγάλη βιομηχανία, όπου δεν μπορείς να χάσεις λεφτά, γι’αυτό αναγκάζεσαι να παράξεις συγκεκριμένου τύπου ταινίες…Συνηθίζω να το λέω αυτό συχνά στον κόσμο για τη Ρωσία όταν ήταν ακόμα Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών…Μου έλεγαν «μα δεν χαίρεσαι που είσαι στην Αμερική;» και τους απαντούσα: «γνωρίζω πολλούς Ρώσους σκηνοθέτες που έχουν πολύ μεγαλύτερη ελευθερία από ότι έχω εγώ…[εδώ] είσαι αναγκασμένος να συμμορφωθείς στα στενά πλαίσια της εμπορευματοποίησης».

Επιπλέον πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Lucas προσλάμβανε- κόντρα στις συμβουλές του μέντορά του- νέους ερασιτέχνες ηθοποιούς που δεν είχαν κάποιο προηγούμενο στη μεγάλη καλλιτεχνική σκηνή. Είναι για παράδειγμα γνωστό ότι οι Mark Hamill, Carrie Fisher και Harrison Ford απέκτησαν την παγκόσμια φήμη τους ως ηθοποιοί μέσα από τις ταινίες του Lucas (ως Luke Skywalker, Princess Leia και Han Solo αντίστοιχα ως ήρωες του «Star Wars»- ο τελευταίος αναδείχθηκε και από άλλες ταινίες του Lucas, όπως το «American Graffiti» και το «Indiana Jones»). Τέλος να προσθέσω ότι μοιράστηκε με τους εργαζόμενούς του τα κέρδη που προήλθαν από τις πωλήσεις του δεύτερου επεισοδίου («Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται» του 1980)- από τις μεγαλύτερες της εποχής, ενώ παράλληλα αποσύρθηκε από τη θέση του σκηνοθέτη και καταπιάστηκε με το παραγωγικό κομμάτι, όπως και με το οικονομικό management για να διατηρήσει την οικονομική του αυτονομία στον ανταγωνισμό του με τις μεγάλες εταιρίες και να χρηματοδοτήσει αυτόνομα τα επόμενα επεισόδια της σειράς, πράγμα που τελικά κατάφερε. Όλα τα παραπάνω νομίζω πως χρειάζεται να τα έχει κανείς στο νου διότι δεν είναι άσχετα με το έργο του καλλιτέχνη και τις τοποθετήσεις του.

Περνώντας τώρα στο περιεχόμενο της σειράς, επανέρχομαι για λίγο στον τίτλο του άρθρου. Η έννοια της «εμψύχωσης» δεν επιλέχθηκε τυχαία, καθώς περικλείει μέσα της δύο σημαντικές πλευρές του έργου: η πρώτη αφορά στην ενσάρκωση της ψυχής των λαϊκών αγώνων της εποχής, ενώ η δεύτερη στην ηθική εξύψωσή της. Όμως αυτή η εμψύχωση δεν αφορά μόνο στο λαϊκό υποκείμενο, αλλά και στο άτομο ή μάλλον πιο σωστά στο πρόσωπο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι αγώνες δεν γίνονται μόνο από λαούς, αλλά και από πρόσωπα που είναι εκατομμύρια, το καθένα με τη δικιά του μοναδική παρακαταθήκη που αναζητά ψυχικά την εξύψωση πάνω από τη μάζα και όχι μόνο την εξυπηρέτησή της, επιζητώντας μία διαλεκτική σχέση Προσώπου και Κοινωνίας. Δεν είναι μόνο η ανάπτυξη της Κοινωνίας ένας αυτοσκοπός, αλλά και η ανάπτυξη του Προσώπου. Αυτή η τελευταία έρχεται να αναπτύξει την Κοινωνία σε ένα πολύ βαθύτερο επίπεδο. Είναι μια φυσική ανάγκη του ανθρώπου για την οποία έρχεται να μας μιλήσει η τέχνη, καθώς η ανάδειξη του Εγώ βρίσκεται μέσα στον πυρήνα της καλλιτεχνικής εργασίας (δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι μία από τις πιο χαρακτηριστικές κριτικές που ασκεί η τέχνη είναι αυτή επί της αλλοτρίωσης του ανθρώπου από τη μάζα).

Παρακάτω τώρα θα προσπαθήσω να δώσω σε σημεία κάποια από εκείνα τα στοιχεία που αξίζει πιστεύω να κρατήσει κανείς σε μια πρώτη φάση από αυτή τη σειρά:

  • Το πρώτο σημείο (με τη μεγαλύτερη πολιτική σημασία) είναι αυτό της ενσάρκωσης του αντιαποικιακού αγώνα. Οι μεγάλοι αγώνες των λαών της Λ.Αμερικής, της Αφρικής και της Ινδονησίας του 20ου αιώνα φαίνεται πως βρήκαν την ανάγλυφη έκφραφή τους στο 6ο επεισόδιο της σειράς («Η Επιστροφή των Τζεντάι» του 1983) με το πεδίο της μάχης να ενσαρκώνει το πολεμικό πεδίο των Βιετ Κόνγκ απέναντι στους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές. Πρόκειται για μία μάχη που λαμβάνει χώρα μέσα σε μία δασική έκταση ανάμεσα στη φυλή που την κατοικεί και τον εχθρό της- τους λεγόμενους «Κλώνους» της Αυτοκρατορίας- που επιδιώκει να την κατακτήσει. Η φυλή αυτή (σε συμμαχία με τους ήρωες της ταινίας που αποκαλούνται «Επαναστάτες», καθώς εξεγείρονται εναντίον της Αυτοκρατορίας) προκειμένου να υπερασπίσει τη γη της χρησιμοποιεί τόσο τη φύση, όσο και τα δικά της πρωτόγονα όπλα (σε σχέση με τα υπερσύγχρονα της Αυτοκρατορίας) που όμως όσο πρωτόγονα είναι τόσο αποτελεσματικά αξιοποιούνται απέναντι στον εχθρό. Αν και σκηνοθετικά θα έλεγε κανείς πως δίνεται με αρκετή αθωότητα και αφέλεια, ωστόσο μάλλον αυτή η αδυναμία είναι και η δύναμη της σκηνής που πηγάζει από ένα προοδευτικό περιεχόμενο (το οποίο δεν αφορά μόνο στον αντιαποικιακό αγώνα- κάτι που θα θίξουμε σε επόμενο σημείο).

Την επιρροή του από τον πόλεμο του Βιετνάμ θα επιβεβαιώσει και ο ίδιος ο δημιουργός σε συνέντευξή του. Αυτό όμως που εκφράζει το παραπάνω πεδίο δεν είναι μόνο ο αγώνας των Βιετναμέζων μαχητών, αλλά μάλλον των περισσότερων αντιαποικών λαών, αφού το φυσικό τοπίο και ο παρωχημένος εξοπλισμός (όπως και ο αποικιοκρατικός εχθρός) αποτελούσε κοινό χαρακτηριστικό των αγώνων τους που αποτυπώθηκε στις εντυπώσεις των δυτικών μέσα από τα ντοκουμέντα και τις εικόνες της εποχής. Έτσι ο αγώνας των «Ewoks» (όπως αποκαλείται αυτή η φυλή του δάσους) μάλλον αποτελεί γενικότερη έκφραση του αντιαποικιακού αγώνα εκείνης της περιόδου.

  • Το δεύτερο σημείο που συνεπάγεται από τα παραπάνω και έχει ακόμα πιο σπουδαία και διαχρονική σημασία (ειδικά για σήμερα) είναι το δίδαγμα ότι ο Μικρότερος έχει τη δύναμη να νικήσει το μεγαλύτερο. Είναι ένα υπο-μήνυμα που δίνει στην ταινία ένα ιδιαίτερο συναισθηματικό βάθος και αξία, βγαλμένη από τους νικηφόρους αγώνες των φτωχών αποικιοκρατούμενων λαών ενάντια στις πανίσχυρες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης. Αυτή η δυνατότητα βλέπουμε να πραγματώνεται στον πόλεμο των Ewoks, που πέρα από την απλή πολεμική τους τεχνολογία ο δημιουργός τούς έχει προσδώσει και ένα μικρό φυσικό ανάστημα που τους καθιστά νάνους σε σχέση με τους αντιπάλους τους- τους Κλώνους- όπως και μια ζωϊκή μορφή (αρκουδάκια) που έρχεται να τονίσει ακόμα περισσότερο αυτή την αντίθεση (μικρότερου-μεγαλύτερου).

Το ίδιο μήνυμα όμως μπορούμε να βρούμε και σε άλλα σημεία της σειράς, όπως π.χ στη νίκη του Luke Skywalker επί του Darth Vader, όπου ο γιος ως μαθητευόμενος ακόμα Τζεντάι που δεν έχει ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του έρχεται να νικήσει τον πατέρα που, ένα μεγάλο Master της Σκοτεινής Πλευράς. Εδώ εκφράζεται παράλληλα και η ορμητική δύναμη που κρύβει μέσα του ο νέος εξωτερικεύοντάς τη απέναντι στο γηραιότερο (αποτελεί επίσης μια έμμεση αναφορά στην αντίθεση παιδιού-πατέρα, αλλά και μαθητή-δασκάλου), αναδεικνύοντάς τον σε μάχιμο υποκείμενο- σε κάτι που άλλωστε είχε αρχίσει να μετατρέπεται και ο νέος της εποχής.

Η νίκη του Μικρότερου επί του μεγαλύτερου δεν είναι απλώς μια ηθική νίκη, αλλά μια νίκη που χαρίζει μια καλύτερη ζωή τόσο πολιτικά με τη νίκη του εχθρού, όσο και ψυχικά με τη συμφιλίωση γιου και πατέρα και την αμοιβαία τους αναγνώριση (που θα συμβάλει τελικά στη νίκη επί του Αυτοκράτορα). Έτσι ο Luke, ένα μικρό χωριατόπαιδο που ζούσε σε μια ασήμαντη έρημο και μεγάλωσε χωρίς να γνωρίσει ποτέ πατέρα, θα καταφέρει να γίνει ένας σπουδαίος Τζεντάι (τόσο με τη βοήθεια του δασκάλου του, όσο και βασιζόμενος στη μεγάλη εσωτερική του δύναμη) και σε συμμαχία με τους Ewoks θα ανατρέψει τα σχέδια μιας ολόκληρης Αυτοκρατορίας, αλλάζοντας τον ρου της ιστορίας και κερδίζοντας πίσω τον πατέρα του στην Φωτεινή Πλευρά.

* (Το παραπάνω δίδαγμα υπογραμμίζεται και από τον Φ.Ένγκελς στο έργο του «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», το οποίο ο Ένγκελς εξάγει από τους αγώνες των ιθαγενών απέναντι στους αποικιοκράτες-συγκεκριμένα αναφέρεται στον αγώνα των Ζουλού απέναντι στους Βρετανούς εκθειάζοντας τις πολεμικές ικανότητες των πρώτων και υπογραμμίζοντας έτσι τον καθοριστικό ρόλο του Ανθρώπου ακόμα και σε μια άνιση τεχνολογικά μάχη. Ένα τέτοιο συμπέρασμα αποκτά πολύ μεγάλη αξία για την ανατροπή του ιμπεριαλισμού σήμερα, καθώς είναι αρκετά ισχυρή η αντίληψη που θέλει τον ιμπεριαλισμό τεχνολογικά πανίσχυρο και ανίκητο).

Η φυλή των Ewoks

  • Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο είναι αυτό του κοσμοπολιτισμού που εκφράζεται μέσα από την αρχή του Πανθεϊσμού (κάτι που ενυπάρχει στη φιλοσοφία της τέχνης γενικά, αλλά και ειδικά στο διεθνισμό-οικολογισμό που αναπτύσσεται την εποχή του ’70- επίσης με αυτό το σημείο σχετίζονται οι ανακαλύψεις του Joseph Campbell σχετικά με την οικουμενική δομή των μύθων στις διάφορες κουλτούρες που επηρέσαν το Lucas). Στη μήτρα αυτής της φιλοσοφίας βρίσκεται η αντίληψη πως το Πνεύμα είναι Ένα με τη Φύση και έτσι όλα τα πλάσματα ενώνονται διαμέσου αυτής της Ενότητας, με το κάθε ένα να διαθέτει μέσα του κάτι από τη θεϊκή της ουσία, καθιστώντας το μοναδικό. Μία σκηνή που αποτυπώνει ανάγλυφα αυτή την αντίληψη είναι αυτή που διαδραματίζεται στο μπαρ, όπου πλάσματα από όλο το σύμπαν, το καθένα με τη δική του ιδιαίτερη φυσιογνωμία, έρχονται σε επαφή και πλάθουν μία μοναδική πολύχρωμη ατμόσφαιρα υπό τη συνοδεία της μουσικής που της προσδίδουν ακόμα μεγαλέτερη θέρμη (σκηνή από το bar).

Αυτή η εναρμόνιση πνεύματος και φύσης εκφράζεται και στις σκηνές που αναφέρθηκαν παραπάνω, με τη χρήση του φυσικού περιβάλλοντος ως φυσικό σύμμαχο των Ewoks απέναντι στους Κλώνους, αλλά και στη σχέση πατέρα και γιού, με τον πρώτο να ζητά από το δεύτερο λίγο πριν πεθάνει να του αφαιρέσει τη μάσκα προκειμένου να τον αντικρύσει με τα πραγματικά του μάτια (η σκηνή). Και στις δύο περιπτώσεις εκφράζεται η συμφιλίωση του Ανθρώπου με τη Φύση και η αποκατάσταση της σχέσης τους.

  • Περαιτέρω, θίγεται το ζήτημα της αλλοτρίωσης. Αν και θα μπορούσε κανείς να σχολιάσει πολλά πάνω σε αυτό, ωστόσο μπορούμε να εστιάσουμε στα εξής:

Από τη μία διακρίνουμε μια Αυτοκρατορία που διατηρεί τη βάση της σε έναν πλανήτη-μηχανή που αποκαλείται «Άστρο του Θανάτου» («Death Star»), με έναν μεγάλο και πειθήνιο στρατό Κλώνων- ανθρώπων που ζουν μέσα σε έναν ανώτερο τεχνολογικά πολιτισμό και φορούν διαρκώς τη λευκή πολεμική τους στολή, η οποία αγκαλιάζει το σώμα τους από τα πόδια μέχρι το πρόσωπο και τους καθιστά πανομοιότυπους και απρόσωπους- που βρίσκεται πάντα υπό τις διαταγές των διοικητών τους και του Μεγάλου Άρχοντα Σιθ. Σε αυτό το επίπεδο βρίσκουμε επίσης διάφορες φυλές τα μέλη των οποίων έχουν μια πιο λιτή ζωή με πιο οργανικές, αλλά ιεραρχημένες σχέσεις (μπορεί να υπάρχει π.χ κάποιος βασιλιάς με φρουρά κ.λ.π), ζώντας κοντά στη φύση, αλλά με έντονα τα στοιχεία ενός πρωτοαστικού πολιτισμού που υποδηλώνουν μάλλον μια πιο «φυσική» ζωή με λιγότερα ή με άλλου είδους προβλήματα (στην ουσία πρόκειται για αναφορά σε παλιότερες μορφές οργάνωσης της κοινωνίας σε αντιπαράθεση με το σύγχρονο δυτικό πολιτισμό).

Κλώνοι

Από την άλλη, πάνω από τους κλώνους και τις φυλές ξεχωρίζουν οι δύο ηγετικές ομάδες, αυτές των Σιθ και των Τζεντάι. Οι πρώτοι αποτελούν άρχοντες της Σκοτεινής Πλευράς της Δύναμης και μάχονται για ιδιοτελής σκοπούς, ενώ αποκλειστικός τους ηγέτης είναι ο Darth Sidious που αποτελεί ταυτόχρονα και τον ανώτατο άρχοντα της Αυτοκρατορίας. Απέναντί τους βρίσκονται οι Ιππότες-Τζεντάι της Φωτεινής Πλευράς της Δύναμης που υπηρετούν εθελοντικά τη Δημοκρατία και αποτελούν αυτόνομο σώμα με δικό τους συμβούλιο, το οποίο δέχεται ως μέλη του όσους καταφέρουν να αποκτήσουν (μετά από αρκετά χρόνια εκπαίδευσης και δοκιμασίας) το αξιώμα του Jedi Master που συνήθως χαρακτηρίζει τους πιο έμπειρους, ικανούς και σοφούς. Τυπικά δεν υπάρχει κάποιος αποκλειστικός ηγέτης, αλλά η πείρα του Master Yoda και η βαθιά του σχέση με τη Δύναμη, τον έχει αναδείξει αντικειμενικά στη θέση του πρώτου ανάμεσα στους Masters.

Και στις δύο πλευρές (Σιθ και Τζεντάι), παρότι φαίνεται να μην υφίσταται σε αυτό το επίπεδο το ζήτημα της αλλοτρίωσης, καθώς διακρίνεται έντονα η προσωπικότητά τους με τον καθένα να διαθέτει το δικό του ιδιαίτερο χαρακτήρα, οπλισμό και σχέση με τη Δύναμη, ωστόσο το ζήτημα αυτό συνεχίζει να υπάρχει και στις δύο πλευρές. Βασικό κριτήριο για το ζήτημα της αλλοτρίωσης αποτελεί η ανάπτυξη της προσωπικότητας (του Εαυτού). Με αυτό ως δεδομένο μπορούμε να παρατηρήσουμε στις δύο πλευρές τις δύο μορφές της αλλοτρίωσης:

Από τη μία οι Τζεντάι που έχουν αφιερώσει όλη τους τη ζωή στην εξάσκηση της Δύναμης με σκοπό πάντα την υπεράσπιση της Δημοκρατίας και της Ειρήνης (από τους Σιθ και κάθε άλλο εχθρό), χωρίς ποτέ να βλέπουν ως σκοπό τον εαυτό τους και αντικείμενο πολύπλευρης ανάπτυξης, απέχοντας ταυτόχρονα από τα «πάθη» και τις συναισθηματικές σχέσεις, ενώ από την άλλη οι Σιθ υπερβάλλουν στον Εγωϊσμό τους αφιερώνοντας τη ζωή τους αποκλειστικά στην υπηρεσία Του με αποτέλεσμα να αναπτύσσουν σκληρές εσωτερικές αντιθέσεις μεταξύ τους, χωρίς να αποδέχονται ότι το Εγώ αναπτύσσεται ακόμα περισσότερο όταν αναπτύσσεται το Σύνολο, και άρα είναι ένας σκοπός που Σε συμφέρει να υπηρετείς (Να σημειώσουμε επίσης πως εδώ φαίνεται να υποβόσκει ένας πουριτανισμός με τη δαιμονοποίηση του Εγώ και του πάθους που μάλλον χαρακτηρίζει και τις αντιλήψεις του Lucas, αφού ο ίδιος δηλώνει ότι δεν τον νοιάζει το «βραχυπρόθεσμο», παρά μόνο το «μακροπρόθεσμο», χωρίς να τα συνδέει διαλεκτικά κατανοώντας ότι το ένα είναι μονοπάτι που οδηγεί στο άλλο).

Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να προτάξουν το Εγώ τους και να ηγηθούν ολόκληρου του Κόσμου παίρνοντας τη ζωή στα χέρια τους και από την άλλη έχουν την ίδια ανάγκη να υπηρετήσουν το  Εσύ και το Σύνολο, γιατί μέσα από αυτά αναπτύσσουν ακόμα περισσότερο το Εγώ τους και ολοκληρώνονται. Έτσι νομίζω πως και οι δύο πλευρές (Τζεντάι και Σιθ) διαθέτουν μια θετική πλευρά και μια αρνητική ως προς το ηθικό-ατομικό ζήτημα. Γι’ αυτό τη λύση μάλλον δίνει μία τρίτη ομάδα (που δεν έχει παρουσιαστεί στις ταινίες- παρά μόνο σε 3D σειρά κινουμένων σχεδίων), αυτή των Γκρι Τζεντάι, η οποία στέκεται κάπου στη μέση και αποτελεί μία σχετική σύνθεση των δύο.

Παρακάτω δίνονται οι ηθικοί κώδικες των τριών ομάδων για μια πιο παραστατική προβολή του θέματος:

Ηθικός Κώδικας των Jedi

«Δεν υπάρχει συναίσθημα, αλλά Ειρήνη

  Δεν υπάρχει άγνοια, αλλά Γνώση

  Δεν υπάρχει πάθος, αλλά Γαλήνη

  Δεν υπάρχει χάος, αλλά Αρμονία

  Δεν υπάρχει θάνατος, αλλά η Δύναμη»

(Για να αντιληφθεί κανείς και τη συντηρητική πλευρά του παραπάνω κώδικα, ας σκεφτεί ότι θα μπορούσε να αποτελεί και κώδικα ενός αστού προτεστάντη ή ουμανιστή.)

Ηθικός Κώδικας των Sith

«Η ειρήνη είναι ένα ψέμα, υπάρχει μόνο Πάθος,

  Μέσα από το πάθος αποκτώ Ισχύ,

  Μέσα από την ισχύ αποκτώ Εξουσία,

  Μέσα από την εξουσία κατακτώ τη Νίκη,

  Μέσα από τη νίκη, οι αλυσίδες μου σπάνε,

  Η Δύναμη θα με ελευθερώσει»

(Για να αντιληφθεί κανείς την προοδευτική πλευρά του παραπάνω κώδικα, ας φανταστεί ένα λαό να τον υιοθετεί για τον εαυτό του απέναντι στον ιμπεριαλισμό. Το συναίσθημα και το πάθος- όπως θα αναφερθεί και στο τέλος αυτού του άρθρου- δεν αποτελεί εμπόδιο στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Αντιθέτως, μπορεί να αποτελέσει μεγάλο εφόδιο για αυτή.)

Ηθικός Κώδικας των Grey Jedi

«Ρέοντας μέσα σε Όλα, υπάρχει Ισορροπία

  Δεν υπάρχει ειρήνη, χωρίς ένα Πάθος να Δημιουργεί,

  Δεν υπάρχει πάθος, χωρίς την Ειρήνη να Καθοδηγεί,

  Η γνώση μένει στείρα, χωρίς Ισχύ για να Δράσεις,

  Η Εξουσία τυφλώνει, χωρίς τη Γαλήνη για να Διακρίνεις,

  Υπάρχει Ελευθερία στη Ζωή,

  Υπάρχει Σκοπός στο Θάνατο,

  Η Δύναμη αποτελείται από Όλα τα πράγματα και

  Εγώ είμαι η Δύναμη» 

  • Τέλος, όλα τα παραπάνω σημεία και οι αντιθέσεις που περιέχουν βλέπουμε να συμπυκνώνονται δυναμικά μέσα σε δύο πρόσωπα: το Master Yoda και τον Darth Sidious.

Στον πρώτο βρίσκουμε όλα τα ουσιαστικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το αρχέτυπο του Τζεντάι στον πυρήνα του. Βλέπουμε ήδη από τη μορφή του συγκεκριμένου Master μία ενότητα της Φύσης με τον Άνθρωπο και το Εσύ (δηλαδή διακρίνουμε στο πρόσωπό του τον Πανθεϊσμό), αφού ο Yoda εξωτερικά είναι ένα πράσινο (το χρώμα παραπέμπει αυτόματα στη φύση) «εξωγήινο» πλάσμα (αυτό παραπέμπει στο Εσύ, στον κοσμοπολιτισμό και τη μοναδικότητα) με ανθρώπινα χαρακτηριστικά (που εκπροσωπούν την ανθρώπινη φύση). Επιπλέον είναι ο πιο μικρόσωμος, ευδιάθετος και ηλικιωμένος Jedi Master, αλλά και αυτός που διαθέτει τη μεγαλύτερη Δύναμη, ψυχραιμία και σοφία και έτσι μπορεί να τα βάζει ακόμα και με πολύ πιο μεγαλόσωμους και αρκετά ισχυρούς Sith Lords, όπως και δεν διστάζει να ηγείται της Επανάστασης ενάντια στην Αυτοκρατορία τους. Στο Yoda ενώνονται η μικρότητα και η παιδικότητα με τη μεγάλη δύναμη και τη σοφία του έμπειρου (μια αντίφαση που καθιστά τη φιγούρα του πολύ πιο δυναμική και συγκινητική). Βέβαια εντοπίζουμε και σε αυτόν τα στοιχεία του πουριτανισμού που εκφράζονται μέσω μιας ασκητικής και ταπεινής στάσης (αν και σε ένα βαθμό φαίνεται λογικό λόγω της μεγάλης του ηλικίας).

Από την άλλη συναντάμε το αρχέτυπο του Σιθ στο χαρακτήρα του Darth Sidious. Σε αυτόν διακρίνουμε αρχικά ένα πρόσωπο παραμορφωμένο που δεν είναι τόσο προϊόν της ηλικίας (που είναι μεγάλη, ωστόσο και ο Yoda είναι αρκετά ηλικιωμένος, όμως το πρόσωπό του διατηρεί μία φυσική ομορφιά), όσο λόγω του υπερβάλλοντος Εγωϊσμού και της εμμονής στο βραχυπρόθεσμο συμφέρον. Η Φύση, ο Άνθρωπος και το Εσύ έχουν αποσυντεθεί ήδη στο σώμα του Sidious που έχει αποκτήσει τη μορφή δαίμονα. Δεν παύει να είναι ισχυρός, όμως δεν παύει να είναι ταυτόχρονα και αδύναμος. Ο τρόπος με τον οποίο πολεμάει υποδεικνύει πως έχει χαθεί η ζωτικότητα της Φύσης μέσα του (κάτι που στο στυλ μάχης του Yoda παρατηρούμε το ακριβώς αντίθετο- σκηνή), διατηρώντας μια πιο μίζερη στάση που όμως ποτέ δεν χάνει την προσήλωση στο Εγώ, στο πάθος και στην κατάκτηση ισχύος, πράγμα που τον διατηρεί στην ηγεσία των Σιθ και της Αυτοκρατορίας (θα μπορούσαμε να πούμε πως στα παραπάνω αντανακλώνται οι θετικές αξίες της Σκοτεινής Πλευράς, όπως π.χ η μεγάλη πίστη στον Εαυτό και το Πάθος). Η μορφή και ο χαρακτήρας του, όπως και η μεσσιανική-ιδιοτελής του σχέση με τη μάζα τον καθιστούν αποκρουστικό στο κοινό, καθώς υποβώσκει μία αναπαράσταση της σχέσης Φύρερ-Μάζας. Έτσι όμως πέρα από την κριτική στην αλλοτρίωση (επειδή παραμένει αφηρημένη) δαιμονοποείται τόσο το αρχέτυπο του ηγέτη, όσο και αυτό της μαζικής οργάνωσης.

Ο Grand Master Yoda

Ο Darth Sidious

Κλείνοντας τώρα αυτό το άρθρο (αν και δεν ξέρω πλέον αν μπορεί να αποκαλείται έτσι), ας σημειώσουμε λοιπόν ότι η Τέχνη, πέρα από μέσο έκφρασης της ατομικής ψυχικής κατάστασης, αποτελεί και μέσο για την έκφραση του ψυχισμού μιας ολόκληρης κοινωνίας ή της λαϊκής ψυχής σε μια συγκεκριμένη εποχή. Έτσι οι αγώνες των μεταπολεμικών κινημάτων, η ιδεολογία και το πάθος που έφεραν μαζί τους εκφράστηκαν μέσα από την Τέχνη της εποχής, μέσα στην οποία σφραγίστηκε για πάντα η καρδιά τους, σαν ένας πολύτιμος θησαυρός-παρακαταθήκη για το κίνημα.

Καθώς όμως η τέχνη δεν εκφράζει μόνο, αλλά και πλάθει τον ψυχισμό, διέδωσε σε εκατομμύρια ανθρώπους αυτά τα συναισθήματα- οικολογικά, αντιπολεμικά, διεθνιστικά, νεανικά, φεμινιστικά κ.α- συναισθήματα αγάπης και μαχητικότητας που αποτελούν συμπυκνωμένη ιδεολογία, και ζούνε αυθόρμητα μέσα στις καρδιές των λαών (βέβαια το ίδιο ισχύει και για αντίθετου χαρακτήρα συναισθήματα). Πρόκειται για δοσμένα πλέον κοινωνικά συναισθήματα που αποτελούν αιματηρή κατάκτηση-παρακαταθήκη των ιστορικών λαϊκών αγώνων, μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά (μέσω της οικογένειας, της τέχνης κ.α) και δεν μπορούν να διαγραφούν από την λαϊκή ψυχή παρά μόνο να περιορισθούν από τη βρώμικη πάλη της αστικής τάξης και της τέχνης της (που σήμερα χαρακτηρίζεται κυρίως από το μηδενισμό της «αυτόνομης» τέχνης, αλλά κάποτε περνάει και σε καθαρή στράτευση).

Αυτά τα συναισθήματα οφείλει να εντοπίζει η επαναστατική πρωτοπορία (μέσα στην ιστορία των κοινωνικών αγώνων και της τέχνης, αλλά και στην επικαιρότητα), να τα ανακαλεί, να τα αφυπνίζει (κάτι που γίνεται και αυθόρμητα λόγω των αντικειμενικών κοινωνικών προβλημάτων), να τα επαναφέρει στην επιφάνεια, να τα αναπλάθει (με καλλιτεχνικές μεθόδους- πράγμα που σημαίνει εφαρμογή των αξιών της τέχνης, όπως πρωτοτυπία και φαντασία, στην πολιτική δράση) και να τα αξιοποιεί, όχι όμως τυχοδιωκτικά, όπως κάνουν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις που εκμεταλλεύονται τα λαϊκά συναισθήματα (σε μια τέτοια περίπτωση είναι νόμος ότι τα λαϊκά συναισθήματα θα γυρίσουν μπούμερανγκ στην πρωτοπορία που τα εκμεταλλεύτηκε), αλλά δημιουργικά και επαναστατικά, για την πολιτικοποίηση και την ορμητική ανάπτυξη της ταξικής πάλης που θα οδηγεί σε νέες κατακτήσεις και τελικά θα επανατροφοτούν το λαό με βαθύτερα συναισθήματα για τη ζωή και την Επανάσταση.

Υ.Γ.* Το συναίσθημα δεν καθορίζει (τουλάχιστον όχι ως αποκλειστικός παράγοντας) την επαναστατικότητα της δράσης ενός λαού, αλλά την ορμητικότητά της. Ως εκ τούτου, η τελευταία πρέπει να αναπτύσσεται και να αντιστοιχεί  στα διάφορα επίπεδα εντάσεων που προκαλούν τα προβλήματα που θέτει η ταξική πάλη στην ημερήσια διάταξη του λαϊκού αγώνα. Το υπερβολικό πάθος μπορεί να οδηγήσει σε υπερεπαναστατισμό, ενώ από την άλλη η απάθεια σε ατονία και μιζέρια. Έτσι αντιλαμβάνεται κανείς ότι το συναίσθημα είναι πράγματι ένας παράγοντας που καθορίζει με τον τρόπο του την επαναστατικότητα ενός κινήματος. Βέβαια η ορμητικότητα της πάλης δεν καθορίζεται μονόπλευρα από τα προβλήματα, αλλά και το ίδιο το κίνημα οφείλει να τη διεγείρει προκειμένου να τα υπερβαίνει και να συσπειρώνει όλο και πιο μεγάλη μερίδα του κόσμου, αλλά και για να αναπτύσσεται ιδεολογικά. Πάθος σημαίνει διεγερμένη βούληση και αυτή η βούληση (ειδικά των νέων) πρέπει να καθοδηγείται και να αξιοποιείται προκειμένου να βρει τη διέξοδό της σε μια προοδευτική ορμητική πολιτική και ιδεολογική ανάπτυξη. Διαφορετικά αυτή η ανάπτυξη όχι μόνο χάνεται, αλλά το πάθος βρίσκει διέξοδο σε λύσεις που καθιστούν το υποκείμενο ατίθασο και αντιδραστικό.

** Το δόγμα «η τέχνη για την τέχνη» μπορεί να αποφεύγει τη στράτευση, ωστόσο τα έργα που παράγονται με βάση αυτή την αντίληψη μπορούν να αξιοποιηθούν και από τις δύο αντιτιθέμενες τάξεις, ακριβώς γιατί είναι αφηρημένα (ως προς τη στράτευση). Η έκφραση του συναισθήματος και η μελέτη του αυτονομείται από την Τέχνη (όπως αυτονομείται κάθε αντικείμενο από μία αστική επιστήμη), πράγμα που αναπτύσσει τις γνώσεις μας για αυτό, αλλά δεν εμποδίζει την επαναστατική αξιοποίησή του.

*** Ο ρατσισμός ενός μέρους του λαού προς τους πρόσφυγες και η αλληλεγγύη ενός άλλου αποτελεί ένα παράδειγμα ιστορικών συναισθημάτων (που εκφράζουν και αποτελούν συμπύκνωση ιστορικών-ιδεολογικών αντιθέσεων) που μεταβιβάστηκαν από τη γηραιότερη γενιά προς τη νεότερη και αν μεταφέρθηκαν από την πρώτη συνειδητά, ωστόσο στη δεύτερη εμφανίζονται τώρα ως φυσικά δοσμένα αυθόρμητα συναισθήματα (αφαιρούμε προς το παρόν την πολιτική επίδραση της σύγχρονης πρωτοπορίας πάνω τους, καθώς επιδιώκουμε να βρούμε ακόμα τα «φυσικά» συναισθήματα, δηλαδή αυτά που ριζώνουν στον άνθρωπο κατά τη διάρκεια της παιδικής-εφηβικής του ανάπτυξης και είναι ακόμα προϊόν περισσότερο φυσικών και λιγότερο πολιτικών σχέσεων)-(αντίθετα το άγχος του λαού για τον κορωναϊό ή η αγανάκτησή του για τη συμφόρηση στα μέσα μαζικής μεταφοράς αποτελούν σε ένα βαθμό επίκαιρα συναισθήματα που προκλήθηκαν από επίκαιρα προβλήματα)- τα συναισθήματα αυτά- επίκαιρα ή ιστορικά- διεγείρονται αυτή την περίοδο από τα διογκωμένα κοινωνικά προβλήματα που εμφανίζονται μπροστά τους και αναζητούν την πολιτική τους απάντηση και προώθηση. Έτσι μέρη του λαού έρχονται αυθόρμητα σε αντίθεση (δια μέσου κυρίως των ιστορικών συναισθημάτων) με αποτέλεσμα μια αναπόφευκτη διάσπαση του λαού (στην οποία φυσικά έχουν συμβάλει ιστορικά και συμβάλουν καθοριστικά οι αστικές οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις- δεξιές και αριστεριστικές, όπως και ο καταμερισμός εργασίας κ.α). Η έκβαση αυτής της αντίθεσης και της λύσης της εξαρτάται τόσο από το δοσμένο συσχετισμό των συναισθημάτων (που αποτελούν μέρος των αντικειμενικών συνθηκών, αλλά αναδιαμορφώνονται μέσω της πάλης) και τη θέση του ατόμου σε σχέση με την παραγωγή, όσο και από την παρέμβαση των οικονομικών-πολιτικών δυνάμεων. Άσχετα όμως από τα δοσμένα συναισθήματα, η εκμετάλλευση που υφίσταται αντικειμενικά η μεγάλη πλειοψηφία του λαού θα αποτελεί πάντα και τη βάση για την ενότητά της υπό την επαναστατική πρωτοπορία.

**** Αν και το παρόν κείμενο ξεφεύγει κάπως από το πλαίσιο των προηγούμενων άρθρων για το διαλεκτικό ψυχισμό, ωστόσο το αντικείμενό του βρίσκεται μέσα στο ίδιο ερευνητικό πλαίσιο και για αυτό το συγκαταλέγω στην ίδια σειρά άρθρων.

 

Πηγές

Τρεις συνεντεύξεις του George Lucas εδώ, εδώ και εδώ.
Ντοκιμαντέρ για τον «Πόλεμο των Άστρων» εδώ.

Γιώργος Βαξεβάνης

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: