Ο στόχος

Και θαρρώ ότι αυτές τις μέρες του ’36 του εικοστού πρώτου αιώνα που ζούμε, παραμονές όχι δεύτερου αλλά τρίτου παγκόσμιου πολέμου, ιστορικά τουλάχιστον στον τόπο μας, ο κλήρος για την προετοιμασία και την υπεράσπιση της ζωής του λαού μας πέφτει στο Κόμμα μας, χωρίς διακοπές…

Η κυβέρνηση λέει πως θα κόψει το ΦΠΑ (προφανώς όχι όλον) στο ψωμί, τη φέτα και το λάδι. Οι αμερικάνοι λένε πως θα πολεμήσουνε τους Ρώσους μέχρι και τον τελευταίο Ουκρανό! Κυνικό, σαρκαστικό αλλά αληθές το δεύτερο, και άκρως τουριστικό το πρώτο, λες κι αφορά μόνον στην παπάρα τη χορταστική της χωριάτικης σαλάτας για το ελληνικό καλοκαίρι που όλοι προβλέπουν εκρηκτική άνοδο αφίξεων. Τώρα πώς γίνεται ανάμεσα στα δυο «ανέκδοτα», που όμως είναι και λαγοί των εξελίξεων, να αντιμετωπίζεται με αφάνταστη ελαφρότητα, από το σύνολο σχεδόν και της κοινωνίας και του πολιτικού φάσματος, το ενδεχόμενο οι …αφίξεις να περιλαμβάνουν και Τούρκους μη τουρίστες, δεν το καταλαβαίνω. Για την ακρίβεια, αρνούμαι να το καταλάβω. Κι αυτό γιατί με φοβίζει η ενημερωτική ανεπάρκεια, η πολιτική αδιαφορία, η μικροπολιτική προεκλογική εκμετάλλευση και ο επιβιωτικός νεοελληνικός θερινός ωχαδερφισμός. Όλα τα προαπαιτούμενα δηλαδή για να πιαστεί στον ύπνο ο πληθυσμός της χώρας, αν έτσι όπως δείχνουν όλα τα σημάδια και των δικών μας αλλά και των αστικών αναλύσεων, βρεθεί αντιμέτωπος με κάννες την ώρα που θα φτύνει τα κουκούτσια από το καρπούζι.

Μπορεί να φταίει η δημοσιογραφική μου διαστροφή, και το γεγονός ότι έχω μυρίσει δυστυχώς πτώματα – θύματα πολέμου σε καυτές ζώνες, και γεωστρατηγικά και …κλιματικά. Όμως θεωρώ πικρό, άχαρο, βασανιστικό αλλά και συνάμα αναπόδραστο καθήκον να σταθώ απέναντι στην ανεμελιά των διακοπών. Ίσως φταίει και η λέξη στόχος. Αυτή δηλαδή η επίμονη προειδοποίηση του Κόμματος προς όλους και όλες, να σκεφτούμε πόσο, πώς και με τι απρόβλεπτες συνέπειες στοχοποιούν το λαό και τη χώρα μας οι κεντρικές επιλογές της άρχουσας αστικής πολιτικής τάξης, και εδώ και στην πλειονότητα των συγκρουόμενων, για την ώρα μόνον στην Ουκρανία, ιμπεριαλιστικών συμφερόντων Δύσης και Ανατολής.

Ένας πόλεμος με την Τουρκία, όλοι συζητάνε, βλέπουν, διαισθάνονται, ή και συμφεροντολογικά πιθανολογούν, ότι είναι για πρώτη φορά τόσο κοντά στην πραγματικότητα. Κι έχουμε φτάσει στο εξευτελιστικό σημείο, που αν κάποιος πει και χειρότερα απαντήσει καταφατικά, μήπως ήρθε ώρα να διαβούμε το ρουβίκωνα, εκόντες άκοντες, να κινδυνεύει να θεωρηθεί κινδυνολόγος, λαϊκιστής, ή και επικίνδυνος. Κοιτάω τη φωτογραφία μου, εδώ στο Πατριδογνωμόνιο, με το στόχο στο πέτο απ’ το 1999, όταν στη Γιουγκοσλαβία το ΝΑΤΟ έριχνε τις βόμβες με τους τόνους, και τώρα ξανά μετά από εικοσιτρία χρόνια αισθάνομαι να με καίει όσο και το πάντα επίκαιρο και δραστικό και δραματικό «και τώρα τι κάνουμε». Αυτό που και μόνο αν το θέσεις και το σκεφτείς ως ερώτημα σε μετατρέπει σε ικανό να ξεχωρίζεις το λαϊκό από το λαϊκισμό, και τη δράση από τη θέαση. Σημασία έχει όχι μόνο να μη βρεθούμε εμείς απροετοίμαστοι αλλά και να μην αφήσουμε κανέναν ανυποψίαστο, ακόμα και για το ένα τοις χιλίοις. Κι ο νους μου αναπόφευκτα δεν πάει στο μέτωπο, εκεί που μπορεί να βρεθούν νιάτα εκπαιδευμένα να αντιμετωπίζουν χυδαία ψευδοδιλήμματα τύπου «βαριοπούλα ή βιβλιοθήκη». Δεν πάει μήτε στον κόφτη των κλιματιστικών και στο δίλημμα το πραγματικό: ψωμί ή ανεμιστήρας στον καύσωνα. Πάει στο υπονομευμένο από την ακρίβεια, τη φτώχεια, την ενεργειακή απελπισία, την κομψευάμενη μπουρδολογία περί χειροκροτούμενης Ελλάδας, ηθικό του λαού μας σήμερα. Σ’ αυτό που οι στρατηγοί, όταν θυσιάζουν φαντάρους, αποκαλούν ιερά και όσια μετόπισθεν, και οι διαφημιστές και οι δημοσκόποι κοινή γνώμη. Και θαρρώ ότι αυτές τις μέρες του ’36 του εικοστού πρώτου αιώνα που ζούμε, παραμονές όχι δεύτερου αλλά τρίτου παγκόσμιου πολέμου, ιστορικά τουλάχιστον στον τόπο μας, ο κλήρος για την προετοιμασία και την υπεράσπιση της ζωής του λαού μας πέφτει στο Κόμμα μας, χωρίς διακοπές…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: