Λέιλα Αλ Γαντούρ

Όταν χαράξει η μέρα της λευτεριάς, θα κληθείς εσύ πρώτη να σταθείς, για ν’ απαγγείλεις ‘’το χαίρε της δικαιοσύνης Σου,’’

Φτωχό κορίτσι των αγανακτισμένων και των αδικημένων συντρόφων μας της γης Χαναάν, μικρό, πανέμορφο μηλαδέρφι του Χριστού, πως μπόρεσε στ’ αλήθεια η μικρούλα σου η καρδιά να χωρέσει τ’ αχώρετα όνειρα και τ’ απειράριθμα άστρα της ψυχής των απλών ανθρώπων της πατρίδας σου; Πως μπόρεσαν τ’ αδύναμα χέρια σου να κρατήσουν τον κεραυνό και την αστραπή για να φωτίσεις σε μια μεγαλειώδη, επική κι ανατρεπτική στιγμή, την ιερή προσήλωση και το τρυφερό πάθος ολάκερης της οικουμένης;

Λέιλα Αλ Γαντούρ, μέσα από τ’ αχτένιστα, κατάμαυρα μαλλιά σου, ξεχύνονται περιστέρια λευκά στους γλαυκούς ορίζοντες… Φεύγουν κι έρχονται, ταξιδεύουν σα λαθρεπιβάτες σ’ απαγορευμένες κι επικίνδυνες διαδρομές, ταξιδεύουν ως εκεί που ξυπνά κι αναδύεται το δικό μας όραμα… Κι όταν χαμηλώνει ο ήλιος επιστρέφουν στα ερειπωμένα σπίτια, στις χορταριασμένες αυλές, για να αναζωογονήσουν την εστία τους στην πεσμένη στέγη, για να τσιμπολογήσουν τον άρτο τον επιούσιο από το λιτό τραπέζι των χερομάχων και των χειροβίοτων, για να πιούν νερό και να ξαποστάσουν στη σκιά των δέντρων και των οραμάτων των εξεγερμένων προλετάριων της γης…

Κι εκεί, μέσα στο βαθύ, γαλάζιο βλέμμα σου, μια αναπάντεχη Ελπίδα καθρεφτίζεται, που μας παρακινεί να μη χάσουμε την πίστη μας για κείνη την πορφυρή κι ακατάβλητη βεβαιότητα, για το λαμπρό μέλλον του ανθρώπου που σιμώνει καλπάζοντας για να διώξει τη νύχτα και τον άνεμο…

…………………………………………………………………………

Κι όταν έσβησε η φλόγα της καρδιάς σου, κείνη τη σκυθρωπή και συννεφιασμένη μέρα, μυριάδες ανήλικα χερουβείμ τραγούδησαν στα ανθισμένα λιβάδια τ’ ουρανού, κρατώντας αγιοκέρια κι αναμμένα γαρίφαλα στα μικρά – μικρά χεράκια τους… Δε δάκρυσαν,… μόνο τραγούδησαν για σένα μικρή νεράιδα των ονείρων μας, για σένα που έφυγες τόσο βιαστικά από τη γη, που πρόφτασες όμως, στο πρώτο σταυροδρόμι της ζωής σου, να συναπαντήσεις την ιστορία του γένους σου, να χαράξεις στο χώμα την αιώνια θλίψη μας, να ψαύσεις τις βαθιές πληγές μας και το θάνατο, να διασαλέψεις τον ανενεργό κι αναποτελεσματικό χρόνο (την αδράνεια, την απραξία και την αποχαύνωση) να εξαντλήσεις τη σκονισμένη απόσταση, να φέρεις πιο κοντά στο φως τον κόσμο της ανάγκης, να γλυκάνεις με την παρθενία και με την αγνότητα της ψυχής σου την αγωνία και τον πόνο της τυραννισμένης μας ψυχής…

Δε θα σε λησμονήσουμε,… θα διατηρήσουμε ζωντανή κι άθικτη την εικόνα σου στη μνήμη μας κι όταν χαράξει η μέρα της λευτεριάς, θα κληθείς εσύ πρώτη να σταθείς στο κεντρικό στασίδι του καθολικού ευκτήριου, για ν’ απαγγείλεις ‘’το χαίρε της δικαιοσύνης Σου,’’ για να διατυπώσεις τεκμηριωμένα το βαρύ κατηγορητήριο, για να διακονήσεις με γενναιοδωρία και με ανιδιοτέλεια, στων οικείων σου οσίων και μαρτύρων την άγια σύναξη…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: