Στα… σωθικά των καραβιών

Με την ελπίδα ν’ αντιληφθούν, πως πέρ’ απ’ τ’ αυθάδικο μαύρισμα με τ’ αντηλιακά και τους δείκτες προστασίας, υπάρχει και το μαύρισμα της μουτζούρας, τ’ αληθινό, τ’ αρμυρό, το ντροπαλό! Εκείνο που δεν ξελεπιάζεται με το πέρασμα του καλοκαιριού!

«Εδώ καράβια καίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν» και πολύ βολικά προσαρμόζουμε την παροιμία στα δικά μας, τα καλοκαιρινά, των ημερών. Κι όλα μαζί κυριολεκτικά καίγονται, κυριολεκτικά αρμενίζουν.

Και κατά το «κόσμος πάει κι έρχεται», έτσι κόσμος ανεβαίνει κατεβαίνει στις αποβάθρες, στις σκάλες, στα καταστρώματα, στις «γέφυρες». Γέφυρα -για να μην παρερμηνευθούν οι άλλες γέφυρες των καταλήψεων και των εκάστοτε «αγώνων»- λέγεται το κυβερνείο, το πιλοτήριο, πιο απλά ο επιβλητικός χώρος, απ’ όπου ο Καπετάνιος χειρίζεται ένα τεράστιο τιμόνι και μια τεχνολογία άγνωστη στους κοινούς θνητούς. Χειρίζεται ένα σημαντικό κομμάτι των πολυπόθητων Ελληνικών σ(κ)ανδαλοδιακοπών. Διότι κατά πως αναλύουν οι κάθε ειδικότητας -με μεταπτυχιακό- αρμόδιοι, θα μείνουμε με τα σανδάλια ή αν προτιμάμε με τα… σκαντάλια, να μετράμε το βυθό και το βάθος μιας διαρκούς πλέον απειλής, της αστάθειας, μιας κοινής δυσφορίας και αγανάκτησης αντάμα με τον τρόμο της προαιώνιας βεβαιότητας κι ενός… «ιλαρού τιμονιέρη».

Όλ’ αυτά υπό το φως του ήλιου, υπό την σκέπη της τρύπας του όζοντος, υπό την παχιά -κι αδιάλυτη ακόμη- σκιά των πτερυγίων μιας νυχτερίδας και υπό το ρομαντικό έως λαίμαργο πέταγμα των γλάρων. Έτσι τους καταντήσαμε ταΐζοντάς τους και φωτογραφίζοντάς τους μ’ ένα πατατάκι στο στόμα, σαν να παίρνουμε διαφημιστικά ποσοστά απ’ τις εταιρίες, που… μεριμνούν αδιάκοπα για τη σιλουέτα τους.

Κι όλ’ αυτά φανερά, που εύκολα φαίνονται, εύκολα εισπράττονται, εύκολα θαυμάζονται και διανθίζουν τις μικρές ή μεγάλες θαλάσσιες διαδρομές των μικρών ή μεγάλων ναυτιλλομένων.

Όμως υπάρχουν και τ’ αφανή, που δύσκολα θαυμάζονται, δύσκολα εισπράττονται, γιατί δύσκολα φαίνονται. Γιατί απλά βρίσκονται υπό του καταστρώματος και υπό του γκαράζ και υπό… 45 έως 50 βαθμούς κελσίου. Ακούγεται αδύνατο, απίστευτο, παράλογο μα είναι τόσο αληθινό!

Είναι εκείνο το καμίνι που περιζώνει το κορμί μας, καθώς ξεκινάει το ανέβασμα της σκάλας προς το σαλόνι του καραβιού κι ύστερα προς το κατάστρωμα.

Εκείνη η αποπνικτική ζέστη που ξεχύνεται ανυπόμονα από μια μισάνοιχτη σιδερένια πορτούλα, γαντζωμένη μ’ ένα λοστό στα πλαϊνά και που πάνω της κολλημένη μια πινακίδα προειδοποιεί: «απαγορεύεται η είσοδος».

Εκεί όπου και αν επιστρατεύεται η περιέργεια ή καλύτερα το κουράγιο, για να πλησιάσει κανείς, να ρίξει μια κλεφτή ματιά και να διαβάσει τ’… «απαγορευμένα», αυτά που ξεβολεύουν τις χαλαρωτικές σκέψεις.

Εκεί που μια σχεδόν κατακόρυφη σιδερένια σκαλίτσα οδηγεί στο μυστήριο του μηχανοστασίου, απ’ όπου χάσκει ένα μικρό μόνο μέρος του βαριά σιδερένιου πλούτου. Που θορυβώδικα ξεκινάει απ’ το πιο μικρό γρανάζι, τον μικρότερο άξονα, τη μικρότερη βίδα, ενεργοποιεί έναν πολύπλοκο μηχανισμό, για να φτάσει μέχρι την προπέλα, και σε κείνον το μαγευτικό κάτασπρο αφρώδη διάδρομο, που ζωγραφίζεται στην επιφάνεια της θάλασσας κι αργοσβήνει μετά από μίλια, όπως ο ιδρώτας κυλάει αργά και στεγνώνει ακόμα πιο αργά  πάνω στο γεροδεμένο, «έμπιστο» κορμί του μηχανικού…

Κι όλα τούτα αναδεύοντας τα σωθικά της θάλασσας, γιατί εκεί χτυπά η καρδιά του Καραβιού, σε βάθος μέτρων και μακριά απ’ το κατάστρωμα με το σούρτα-φέρτα των ανυποψίαστων επιβατών. Επιβάτες μ’ ένα φραπέ στο χέρι κι ένα κινητό να καλωδιώνει και να ροκανίζει το κρανιοεγκεφαλικό τους σύστημα και τον πολυπόθητο -υποτίθεται- «άδειο χρόνο», μεταφέροντας σε συγγενείς και φίλους την απροσμέτρητη ταξιδιωτική ευδαιμονία.

Γι’ αυτήν και την ασφάλειά της εκεί κάτω πάλλεται μια σιδερένια καρδιά, άνισα ανταγωνιστικά με το θεαματικό συσσίτιο των γλάρων.

Ποιος μοχθεί άραγε για κείνη, που χτυπά στο ρυθμό των «οξειδωμένων» πια Ελληνικών διακοπών;

Οι επιβάτες ανεβοκατεβαίνουν στο κατάστρωμα, περνώντας απ’ το χείλος του μηχανοστασίου, άλλοι αγκομαχώντας, άλλοι δυσανασχετώντας κι όλοι προσπερνώντας βιαστικά τους 50 κελσίου και τη δυσοσμία(;) -για κάποιους υπερευαίσθητους- που ξερνάει.

Τ’ ανέμελο τακουνάκι της επίδοξης γοργόνας -που λες κι απ’ τον αφρό σκαρφάλωσε στην κουπαστή για να στεγνώσει- λικνίζεται περιχαρές στα σκαλοπάτια με το τικ-τακ, τικ-τακ ως ρεμβάζον καναρίνι και ως καλοδεχούμενη παραφωνία στο κρώξιμο εγκλωβισμένου γερακιού. Έτσι μοιάζουν, καθώς ηχούν οι φουλ μηχανές στα πυρακτωμένα άδυτα του καραβιού.

Πρόθυμος, ευγενικός και μ’ ένα γλυκό χαμόγελο, τόσο σεμνό όσο περήφανο και υπεύθυνο είναι το πόστο του ο Α΄ μηχανικός, στην παράκληση να μας δεχθεί. Η σφιχτή, ζεστή του χειραψία σου μετάγγιζε ένα ρίγος σιγουριάς ανάμικτο με μια πρωτόγνωρη αίσθηση αφής.

Το κατέβασμα στο μηχανοστάσιο παρέπεμπε σ’ ένα παράξενο, μεγάλο σιδερένιο εργαστήρι, ιδωμένο σε κάτοψη. Ένα εργαστήρι που η λειτουργία του συσσωρεύει κι εκπέμπει μια ενέργεια, ικανή να κρατήσει φιλόξενη για όλους μας την αγκαλιά της θάλασσας. Τόσο φιλόξενη, όσο είναι και η υποδοχή κι η ξενάγηση του Α΄ μηχανικού. Ένα εργαστήρι όπου ήχοι και ηχώ μετράνε όνειρα καλοκαιρινά, για χιλιάδες κόσμου καθημερινά.

Η μια μηχανή κι η άλλη -μας δείχνει- ενώ υψώνει ήρεμα τη φωνή, για να υπερκαλύψει το… κρώξιμο, τους σιδερένιους και πρωτόγνωρους για μας ήχους, για να διευκολύνει την επικοινωνία μας. Δυο μηχανές για εναλλακτική λειτουργία -μας εξηγεί- που σε μας φαντάζουν Αλφαβήτα σ’ αναλφάβητους και μεις φαντάζουμε ξέφλουδα βαρκάκια για την πλήξη των μικρών παιδιών.

Ο χώρος με τα εκατοντάδες εργαλεία-κλειδιά, λίγα γνωστά και περισσότερα άγνωστα, τοποθετημένα σε μια διάταξη απόλυτα τακτική και ανάλογη με την απαιτούμενη ετοιμότητα. Ένας χώρος και μια διάταξη, που θυμίζει πιο πολύ σαλόνι.

Σαλόνι για λίγους, γι’ αυτούς που αγρυπνούν πάνω στην ασφάλεια των ταξιδιωτών και μετράν το οκτάωρό τους με μίλια ιδρώτα και τον σκουπίζουν με τ’ άκουσμα της προπέλας, σαν την απόλυτη καταξίωση τέτοιου μόχθου. Σαλόνι για τους μηχανικούς, για έργο στους 50 κελσίου κι όχι σαλόνι με γιγαντοοθόνη και κούφια ρητορική επίδειξη κάτω απ’ το δροσερό χάδι του μαΐστρου, του γραίγου, του πουνέντε. Σαλόνι για έγκαιρη δράση, όχι για επίκαιρη δημηγορία και αποχαύνωση.

«Καμίνι ο τόπος, πυρωμένο σίδερο ο αγέρας» εκεί κάτω στ’ άδυτα του καραβιού.

«Σε στράβωνε απ’ τη λάμψη η θάλασσα» εκεί πάνω στ’ ανέμελο αγνάντεμα.

Και μια πολυτέλεια απ’ τον… απάνω κόσμο ήταν οι ανεμιστήρες. Ογκώδεις και με μεγάλη απόδοση, έτσι ώστε να ξεχνιέται και ν’ αντέχεται κείνο το καμίνι.

Όλα τούτα υπάρχουν και συμβαίνουν εκεί κάτω. Στην καυτή αγκαλιά της θάλασσας, στα υπόγεια των καραβιών, που τα προσπερνάμε απαρατήρητα, μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας.

Όπως απαρατήρητα προσπερνάμε τα παρασκήνια πριν την παράσταση. Κι έχουμε πεισθεί πια, πως δίχως υπόγεια και παρασκήνια το «ΕΡΓΟ» είναι ημιτελές ή πιο σωστά, ανύπαρκτο. Παράσταση με κλειστές κουρτίνες, είναι ταξίδι χωρίς ξεκίνημα!

Έχουμε πεισθεί, όσο κι αν η καθημερινότητά μας -που εν γνώσει μας την καθηλώσαμε σε μιαν αόριστη ανάνηψη- άλλα μας λέει, άλλα μας διδάσκει, γι’ άλλα μας πιλατεύει περί υπογείων και… παρασκηνίων!

Εμείς απλά κρατάμε τα υγιή υπόγεια, δίχως καρκινώματα και μούχλα, εκεί όπου ζυμώνεται η αρμύρα με τον κάματο. Εκεί όπου μπερδεύονται τα γρανάζια με τη σεμνότητα και η ανωνυμία με την ουσία!

Και με τούτο τον πειρασμό γαντζώνουμε τ’ αγκίστρι στο μηχανοστάσιο κι απιθώνουμε την άλλη άκρη του στις χούφτες των απορημένων ταξιδιωτών. Με την ελπίδα ν’ αντιληφθούν, πως πέρ’ απ’ τ’ αυθάδικο μαύρισμα με τ’ αντηλιακά και τους δείκτες προστασίας, υπάρχει και το μαύρισμα της μουτζούρας, τ’ αληθινό, τ’ αρμυρό, το ντροπαλό! Εκείνο που δεν ξελεπιάζεται με το πέρασμα του καλοκαιριού! Και μεις… όπως τόσο γλαφυρά αποτυπώνει ο μεγάλος θαλασσόλυκος της ναυτικής ψυχής, ο Nίκος Καββαδίας,

«Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη
με λογής παράξενα φυτά
ένας γέρος ήλιος μας κοιτά
και μας κλείνει που και που το μάτι»

Χρύσα Μπαΐρα

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: