Έξω οι βάσεις του εξεταστικού θανάτου – Περί αριστείας, μορίων εισαγωγής και φιλελέ υποκρισίας

Το ζήτημα είναι πότε οι νέοι και οι οικογένειές τους, θα “μηδενίσουν” την κόλλα της αντιλαϊκής πολιτικής, διεκδικώντας τη μόρφωση, τις σπουδές και το μέλλον που τους αξίζει. 

Κάθε Αύγουστο που ανακοινώνονται οι βάσεις, δυο είναι τα “σιγουράκια” που θα δούμε σε κανάλια, εφημερίδες, ειδησεογραφικές ιστοσελίδες, αλλά και σε σχολιαστές των ΜΚΔ. Αφιερώματα στους “πρώτους των πρώτων”, που “δε στερήθηκαν τίποτα, είχαν πρόγραμμα”, αλλά και θρήνοι και κοπετοί για την “κατάντια” να μπαίνεις σε ανώτατες σχολές με βαθμό εισαγωγής κάτω από τη βάση. Διαβάσαμε λοιπόν πηχιαίους τίτλους για “πολιτικούς μηχανικούς με 800 μόρια” και “φιλόλογους με 9,7”, μαζί με αντίστοιχες ιερεμιάδες για το “χαμηλό επίπεδο” των ΑΕΙ και των εισακτέων, την απροθυμία των νέων να “μάθουν καμιά τέχνη” (αν είναι από το Περιστέρι θα μπορούσαν να γίνουν καλοί ψυκτικοί για παράδειγμα), εννοώντας φυσικά πάντα τους άλλους και όχι τον εαυτό τους και την υπερπληθώρα πανεπιστημιακών τμημάτων. Μια υπερπληθώρα που στηλιτεύεται όχι γιατί δημιουργεί τμήματα χωρίς υποδομές και κατοχυρωμένα επαγγελματικά δικαιώματα, αλλά στην ελιτίστικη και άκρως ταξική λογική πως “όσο λιγότεροι σπουδάζουν, τόσο το καλύτερο”.

Ας πιάσουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ένα πρώτο γεγονός που εντυπωσιάζει σχετικά με τους ταλιμπάν της αριστείας, είναι η μηδαμινή τους εξοικείωση με την έννοια των “κατατακτήριων εξετάσεων”, όπως είναι οι πανελλαδικές στην παρούσα μορφή τους. Αυτό πολύ απλά σημαίνει πως αν κάποια χρονιά τα θέματα είναι τόσο δύσκολα που ο μεγαλύτερος βαθμός εισαγωγής θα είναι ας πούμε 9 ή 10, ακόμα και οι λεγόμενες σχολές “υψηλής ζήτησης” θα έχουν εισακτέους με αυτή ακριβώς τη βαθμολογία. Τα φετινά θέματα ήταν κατά κοινή ομολογία από τα δυσκολότερα των τελευταίων ετών, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στη – με λίγες εξαιρέσεις – πτώση των βάσεων και το μεγάλο αριθμό υποψηφίων κάτω από τη βάση (25% στα ΓΕΛ και 40% στα ΕΠΑΛ). Ούτε εξυπνότεροι ήταν οι περσινοί εισακτέοι, ούτε “στουρνάρια” οι φετινοί.

Πέρα από τη δυσκολία των θεμάτων, τις βάσεις εισαγωγής, δηλαδή το βαθμό του τελευταίου εισακτέου του εκάστοτε τμήματος, όχι του συνόλου τους ή το μέσο όρο της βαθμολογίας τους, τις διαμορφώνει πρωτίστως η προσφορά και η ζήτηση, το ιερό δισκοπότηρο δηλαδή των οπαδών της ελεύθερης αγοράς, που είναι κατά κόρον οι ίδιοι που εξανίστανται για τις χαμηλές βάσεις. Ανεξάρτητα από το επιστημονικό τους επίπεδο, αστυνομικές και στρατιωτικές σχολές φιγουράρουν σταθερά πολύ υψηλά στις προτιμήσεις, λόγω της βέβαιης επαγγελματικής αποκατάστασης που προσφέρουν, το ίδιο και τμήματα μεγάλων πόλεων, καθώς τα επιλέγουν πολύ περισσότεροι υποψήφιοι σε σχέση με ομοειδή της περιφέρειας για να είναι κοντά στον τόπο κατοικίας τους. Έτσι εξηγείται γιατί το ιστορικό- αρχαιολογικό της Αθήνας έχει βάση πάνω από 15, ενώ το αντίστοιχο νεοσύστατο τμήμα στο Αγρίνιο 9,7 (εξού και οι κλικμπέιτ τίτλοι για “φιλόλογους με 9,7), όπου φυσικά δε θα δείτε πουθενά πως ο πρώτος στο ίδιο τμήμα μπήκε με πάνω από 17. Επιπλέον, από τα πέντε τμήματα με τη χαμηλότερη βάση εισαγωγής, τα 4 είναι νέα τμήματα, άγνωστα στους φοιτητές και με ασαφές αντικείμενο. Μην ξεχνάμε πόσες φορές στο παρελθόν, τόσο με κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, όσο και με το ΣΥΡΙΖΑ, που “ανωτατοποίησε” υποτίθεται πλήρως τα ήδη “ανωτατοποιημένα” ΤΕΙ/ΑΤΕΙ, αναβαφτίζοντας τα με ποικίλα ονόματα ανά την επικράτεια, φοιτητές βρέθηκαν να εισάγονται σε ένα τμήμα και πόλη και να αποφοιτούν από κάποιο άλλο, συχνά σε διαφορετικό τόπο.

Πάμε τώρα στο επιχείρημα, “μα δε γίνεται να σπουδάσουν όλοι, κάποιοι πρέπει να γίνουν κομμώτριες, υδραυλικοί κλπ”, το οποίο συχνά διανθίζεται, για να κρύψει τον κοινωνικό ρατσισμό που αποπνέει με ένα “ε μα είδαμε και τα πτυχία, πιο πολλά βγάζει ο υδραυλικός μου από μένα”. Αφενός, είναι πολύ ενδεικτικό της νοοτροπίας τους ότι τους φαίνεται αδιανόητο μια κομμώτρια, μια μανικιουρίστ ή ένας μηχανικός αυτοκινητών να έχει πραγματοποιήσει και πανεπιστημιακές σπουδές. Στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρονται καν να έχουν μια στοιχειώδη εγκύκλια μόρφωση, λόγος για τον οποίο είναι συνήθως οι ίδιοι άνθρωποι που προπαγανδίζουν τα “παιδιά που δεν παίρνουν τα γράμματα” (τα οποία, κατά σύμπτωση, στη μεγάλη τους πλειονότητα προέρχονται από λαϊκές οικογένειες) να πηγαίνουν σε ΕΠΑΛ, που είναι και ο μεγάλος καημός της ΕΕ για την Ελλάδα, που “αρνείται” να συμμορφωθεί με τα ποσοστά επαγγελματικής εκπαίδευσης που ισχύουν σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για το επίπεδο των σπουδών που προσφέρουν ΕΠΑΛ, διάφορες σχολές μαθητείας και Δημόσια ΙΕΚ, για το καθεστώς εκμετάλλευσης στην πρακτική άσκηση, για τις ελλείψεις σε ειδικότητες και υποδομές που στρέφουν χιλιάδες παιδιά σε ιδιωτικές σχολές.

Για τις τελευταίες βέβαια οι διαπρύσιοι κήρυκες της αριστείας έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Ενδιαφέρον για την ενίσχυση της πελατείας τους, όχι μόνο των ιδιωτικών ΙΕΚ βέβαια, αλλά και των διάφορων κολεγίων που με τη βοήθεια όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων έκαναν βήματα προς την πλήρη ισοτίμησή τους με τα ΑΕΙ, με εκπεφρασμένο στόχο βέβαια την κατάργηση του τελευταίου “αγκαθιού” στη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, δηλαδή του άρθρου 16. Εκεί έχουμε το “παράδοξο” φαινόμενο, οι ίδιοι που χτυπιούνται για τους “πολιτικούς μηχανικούς των 800 μορίων”, να μην έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα αν ο ίδιος ακριβώς υποψήφιος γραφτεί σε κάποιο κολέγιο ή ιδιωτικό πανεπιστήμιο ίδιου αντικειμένου αν υπήρχε. Μάλιστα, θα προσθέσουν δακρύβρεχτα πόσο μεγάλη είναι η ζημιά για τη χώρα που χιλιάδες νέοι, πολλοί από αυτούς με βαθμό κάτω από τη βάση, ή απλώς λίγο ή αρκετά χαμηλότερο από εκείνον της σχολής πρώτης προτίμησής τους, θα καταφύγουν σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού.

Είναι και ο λόγος που οι περισσότεροι εξ αυτών εμφανίζονται ενθουσιασμένοι με την προοπτική της επανακαθιέρωσης της βάσης του 10, η οποία το μόνο που διαπιστωμένα έκανε τα χρόνια που εφαρμόστηκε μεταξύ 2006 και 2009, ήταν να αφήσει περίπου 60.000 παιδιά εκτός ανώτατης εκπαίδευσης, χωρίς φυσικά στο ίδιο διάστημα να σημειωθεί καμία αξιόλογη μεταβολή στο επίπεδο των φοιτητών και των τμημάτων. Η μαζική παραγωγή “κομμένων” του εξεταστικού συστήματος πάει χέρι – χέρι με την παραπέρα προώθηση της ιδιωτικοποίησης στον τομέα της επαγγελματικής και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Όλ’ αυτά στο όνομα της “ποιότητας” βεβαίως – βεβαίως, την οποία διασφαλίζουν τα “μόρια” και όχι η ουσία, δηλαδή το τι και πώς διδάσκονται οι μαθητές πριν διαβούν την πύλη των εξεταστικών κέντρων.

Το ζήτημα είναι πότε οι νέοι και οι οικογένειές τους, θα “μηδενίσουν” την κόλλα της αντιλαϊκής πολιτικής, διεκδικώντας τη μόρφωση, τις σπουδές και το μέλλον που τους αξίζει.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: