Ερωτήματα για το 1821 – Ποιος ήταν ο ρόλος των γυναικών στην Επανάσταση;

Η θέση των γυναικών στον ξεσηκωμό κατά της οθωμανικής κυριαρχίας εκ των πραγμάτων πατούσε στις συνθήκες διαβίωσής του καθ’ όλο το διάστημα της τελευταίας.

Ποιος ήταν ο ρόλος των γυναικών στην Επανάσταση;

Η περιθωριακή παρουσία των γυναικών – με ελάχιστες εξαιρέσεις – στη δημόσια ζωή των κοινωνιών τους ως και τα τέλη του 19ου αι. και τις αρχές του 20ού αι. τουλάχιστον, συνεπαγόταν και την επίσης περιορισμένη συμμετοχή και δράση τους στα μεγάλα επαναστατικά γεγονότα που είχαν προηγηθεί τους προηγούμενους αιώνες, από τις αγγλικές επαναστάσεις του 17ου αιώνα ως και τη γαλλική επανάσταση του 1789. Η ελληνική περίπτωση δε θα μπορούσε να είναι διαφορετική, αφού η θέση των γυναικών στον ξεσηκωμό κατά της οθωμανικής κυριαρχίας εκ των πραγμάτων πατούσε στις συνθήκες διαβίωσής του καθ’ όλο το διάστημα της τελευταίας.

Οι γυναίκες των ραγιάδων (η τύχη των ποσοστιαία ολιγάριθμων γυναικών μουσουλμανικού θρησκεύματος μετά το 1821 παρουσιάζεται συνοπτικά σε άλλη μας αναφορά), με μικρές κατά κύριο λόγο διαφοροποιήσεις τοπικού χαρακτήρα και ταξικής προέλευσης, ζούσαν μια ζωή περίκλειστη, με τις εξόδους να αφορούν κυρίως θρησκευτικές τελετές ή – στις περιπτώσεις των φτωχών αγροτικών πληθυσμών – τη δουλειά στα χωράφια. Ακόμα και σε πιο κοσμοπολίτικες κι εύπορες περιοχές του ελλαδικού χώρου, όπως η Μύκονος ή η Χίος, η μεγαλύτερη δημόσια ορατότητα των γυναικών και η συμμετοχή τους σε εμπορικές δραστηριότητες, ακόμα και με ξένους επισκέπτες, εντασσόταν αυστηρά στην προσπάθεια πλουτισμού του πατρικού ή συζυγικού οίκου, χωρίς κανενός είδους συνειδητό χειραφετητικό πρόταγμα. Ένα χαρακτηριστικό που καταγράφουν συχνά οι Ευρωπαίοι περιηγητές μεταξύ των γυναικών, σχεδόν ανεξάρτητα από την οικονομική επιφάνεια των οικογενειών τους, είναι η περίπου παντελής απουσία μόρφωσης για τη συντριπτική τους πλειοψηφία. Σε καλύτερη θέση μορφωτικά βρίσκονταν οι Ελληνίδες των ανώτερων τάξεων σε αστικά κέντρα όπως η ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης, η Κωνσταντινούπολη, αλλά κυρίως η Μολδοβλαχία. Οι Φαναριώτισσες είχαν ανατροφή και συνήθειες αρκετά κοντά σε εκείνο των γυναικών της δυτικής ελίτ κι επηρεάζονταν από τις ιδέες του Διαφωτισμού, τον οποίο μάλιστα προσπάθησαν να διαδώσουν μεταξύ των ομοεθνών τους μέσω της μετάφρασης γαλλικών και ιταλικών κυρίως έργων.

Οι εξαιρέσεις αυτές απλά επιβεβαίωναν τον κανόνα, κάτι που αντανακλάται και στο γεγονός της εξαιρετικά περιορισμένης συμμετοχής γυναικών στις οργανώσεις που άνοιξαν το δρόμο στην Επανάσταση του 1821, δηλαδή τη Φιλόμουσο Εταιρεία και κυρίως φυσικά τη Φιλική Εταιρεία. Αν στην πρώτη πρωταγωνίστησε η φαναριώτικης καταγωγής Ρωξάννη Στούρτζα, στενή φίλη του Καποδίστρια από τα χρόνια παραμονής τους στη Ρωσία, στη δεύτερη χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες ολόκληρες μόνο για να αρχίσουν να αναδύονται έστω κι ως απλά ονόματα γυναίκες που συνδέθηκαν με τη δράση της. Ανάμεσα σε αυτές η Κυριακή Ναύτου, σύζυγος Κωνσταντινουπολίτη γιατρού, η Ευφροσύνη Νέγρη και η αδελφή της Ρωξάννη Μαυρογένους από το Ιάσιο και κυρίως η μητέρα των Αλέξανδρου και Δημήτριου Υψηλάντη, Ελισάβετ. Η Ελισάβετ Υψηλάντη αφιερώθηκε, όπως και οι τρεις κόρες της, ολόψυχα στον επαναστατικό αγώνα, πουλώντας μέχρι και τα κοσμήματα της οικογένειας για τη χρηματοδότηση των πολεμικών αναγκών. Η ίδια, με δημευμένη την περιουσία της από τον τσάρο, πέθανε σε μεγάλη ηλικία το 1866, ενδεής και έχοντας χάσει τουλάχιστον τρεις από τους γιους της στη διάρκεια της Επανάστασης ή λίγο μετά από αυτήν.

Στη δίνη των γεγονότων βρέθηκαν φυσικά κυρίως οι απλές, ανώνυμες γυναίκες, παρά την αρκετά διαδεδομένη πρακτική να αποστέλλονται πολλά από τα γυναικόπαιδα σε περιοχές μακριά από τα πεδία των μαχών και κυρίως από πολιορκούμενες πόλεις. Περιττό να πούμε ότι η υψηλή κοινωνική θέση και η οικονομική ευρωστία αύξαναν σημαντικά τις πιθανότητες επιβίωσης ή και της διαβίωσης σε σχετικά ασφαλείς συνθήκες, χωρίς φυσικά να λείπουν και οι εξαιρέσεις, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που οι ελληνικές κοινότητας ήταν κοντά ή πέριξ του κέντρου εξουσίας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Φαναριωτισσών, που είδαν πολλούς από τους άνδρες τους να εκτελούνται και αρκετές από αυτές να εξορίζονται σε μακρινές πόλεις της Μικράς Ασίας. Η εγγύτητα σε προξενεία ξένων δυνάμεων ήταν ωστόσο ένας υποβοηθητικός παράγοντας, όπως στην περίπτωση του Γάλλου προξένου της Σμύρνης Πιέρ Νταβίντ, που βοήθησε πλήθος χριστιανών, Ελλήνων και λεβαντίνων, κατά τις διώξεις που ξέσπασαν στην πόλη μετά την Επανάσταση. Αντίστοιχη ήταν η στάση του Γάλλου προξένου της Πάτρας, Υγκ Ζαν Λουί Πουκεβίλ, (αδερφός του γνωστού περιηγητή), ενώ ο Ρώσος πρόξενος των Ψαρών, έπεσε ο ίδιος θύμα των Τούρκων που τον έσφαξαν μέσα στο σπίτι του, μαζί με τις γυναίκες που είχε κρύψει εκεί. Στον αντίποδα, ο Βρετανός Πρόξενος των Ιωαννίνων, Φίλιπ Τζέιμς Γκριν, διαβόητος για τις φιλο – οθωμανικές του συμπάθειες, έδιωξε τα γυναικόπαιδα που του ζήτησαν βοήθεια.

Βαρύ φόρο αίματος ή σκλαβιάς κλήθηκαν να πληρώσουν οι γυναίκες σε περιοχές όπως η Κάσος, οι Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, η Κρήτη, τα Ψαρά και φυσικά η Χίος. Τη φρίκη που βίωσαν οι γυναίκες κατά τη σφαγή στο νησί περιγράφει γλαφυρά ο Πουκεβίλ: “Αι φλόγες φωτίζουσι σκηνάς ασελγείας και βαρβαρότητος ανηκούστους εν τη ιστορία. Ενώ αι γυναίκες συρόμεναι υπό της κόμης βιάζονται εν μέσω των νεκρών και των θνησκόντων, Δερβίσαι οινοβαρείς ορχούνται κύλλω των σωρών των πτωμάτων…”. Κορίτσια και γυναίκες από τριών έως σαράντα ετών σύρθηκαν στην αιχμαλωσία για αγοραπωλησία στα σκλαβοπάζαρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μια τύχη που περίμενε και πολλές χιλιάδες ακόμα γυναίκες από διάφορες περιοχές του ελλαδικού και μικρασιατικού χώρου. Τα επόμενα χρόνια, οι οικογένειες των αιχμαλώτων και σε κάποιες περιπτώσεις οι νεότευκτες τοπικές και κρατικές εξουσίες θα προσπαθήσουν, λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένα, να επιτύχουν την εξαγορά και την επιστροφή των γυναικών, όπου και πάλι η ισχυρή οικονομική κατάσταση έπαιζε σημαντικό ρόλο στην επιτυχία ή μη του εγχειρήματος.

Ιδιαίτερη ήταν η περίπτωση των γυναικών που βρέθηκαν εγκλωβισμένες σε πολιορκημένες πόλεις των επαναστατημένων εδαφών, όπως η Αθήνα και το Μεσολόγγι. Στην πρώτη περίπτωση, η κατάσταση για τους πολιορκούμενους έφτασε σε τέτοιο σημείο απελπισίας, που ο επίσκοπος Αταλάντης και ο ηγούμενος της μονής Πεντέλης ξεκίνησαν έρανο στην Αίγινα υπέρ των γυναικόπαιδων. Παράλληλα όμως μαρτυράται και η δράση γυναικών που υπερασπίστηκαν την Ακρόπολη ακόμα και με το όπλο στο χέρι, όπως η Ασήμω Λιδωρίκη, γυναίκα του οπλαρχηγού Γιάννη Γκούρα, αλλά και η ανηψιά του Ελένη Αναγνωστοπούλου, όπως κι άλλες επώνυμες κι ανώνυμες γυναίκες, που συνέβαλαν στην επισκευή των τειχών και την παροχή πληροφοριών από το εχθρικό στρατόπεδο. Στην πολιορκία του Μεσολογγίου πάλι, οι γυναίκες που έμειναν στην πόλη δεν υπέμειναν μόνο καρτερικά το μαρτύριο της πείνας, αλλά συμμετείχαν ενεργά στην υπεράσπιση της πόλης, με συμβολή στα οχυρωματικά έργα, την κατασκευή πολεμοφοδίων, την μεταφορά νερού και άλλες απαραίτητες δραστηριότητες. Κάποιες συμμετείχαν ακόμα και στις μάχες, ενώ κατά τη διάρκεια της εξόδου, ορισμένες μεταμφιέστηκαν με αντρικά ρούχα ή και πολέμησαν μέχρι την τελευταία στιγμή οπλισμένες. Mέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις έλαβαν επίσης γυναίκες στη Μάνη και την Κρήτη.

Αναμφίβολα ωστόσο, οι γυναίκες που συνέδεσαν το όνομά τους όσο καμία άλλη με την εθνεγερσία ήταν η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και η Μαντώ Μαυρογένους. Οι δυο γυναίκες, πέρα από την κοινή προέλευσή τους από τα ανώτερα στρώματα των υπόδουλων πληθυσμών, δε θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικές ως παρουσίες και προσωπικότητες: Από τη μια η αρρενωπή, αρβανίτισσα καπετάνισσα των Σπετσών, που η μόρφωσή της περιοριζόταν στα κλέφτικα τραγούδια, κι από την άλλη η λεπτεπίλεπτη αρχοντοπούλα από τη Μύκονο με τη φαναριώτικη καταγωγή και την εντυπωσιακή για την εποχή μόρφωση, έδωσαν κι οι δύο την περιουσία τους στον αγώνα, για να γνωρίσουν αμφότερες ένα άδοξο – υπό διαφορετικές συνθήκες – τέλος. Το γεγονός πως υπερκέρασαν τα στερεότυπα του φύλου τους, χωρίς να πάψουν να δεσμεύονται από αυτά, αντικατοπτρίζεται και στον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε η μνήμη τους στη δημόσια ιστορία του νεοελληνικούκράτους, ως μορφών με “ανδρικές” αρετές, όπως ο ηρωισμός και η πολεμική γενναιότητα.

Γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη και μεγαλωμένη στην Ύδρα και τις Σπέτσς, η Λασκαρίνα Πινότση, απέκτησε μεγάλη περιουσία από τους δυο άντρες της, Δημήτριο Γιάννουζα και Δημήτριο Μπουμπούλη, που χάθηκαν κι οι δυο στη θάλασσα, αφήνοντάς την στα 35 της δυο φορές χήρα με έξι παιδιά δικά της και άλλα τρία του Μπουμπούλη από προηγούμενο γάμο. Η πολύ δραστήρια καραβοκύρισσα είναι πιθανό να είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς αυτό να τεκμαίρεται με ασφάλεια από τα διαθέσιμα στοιχεία. Εξοπλίζοντας το πολεμικό πλοίο “Αγαμέμνων”, κληρονομιά του Γιάννουζα, πρωτοστατεί στο να σηκωθούν τα λάβαρα της εξέγερσης στις Σπέτσες και συμμετέχει προσωπικά σε μια σειρά κομβικές πολεμικές επιχειρήσεις, όπως την πολιορκία του Άργους (όπου χάνει κι έναν από τους γιους της), την πολιορκία του Ναυπλίου και φυσικά την άλωση της Τριπολιτσάς. Στη διάρκεια των δυο τελευταίων, η Μπουμπουλίνα κατηγορήθηκε ότι έκανε κατάχρηση της θέσης της, ερχόμενη σε διαπραγμάτευση με τις γυναίκες του χαρεμιού του Χουρσίτ κι άλλων ισχυρών Οθωμανών των δυο πόλεων, προσποριζόμενη πλούσια οικονομικά οφέλη, όπως εξάλλου κι άλλοι οπλαρχηγοί που πρωταγωνίστησαν στην πολιορκία. Αρκετά κοινή ήταν και μια άλλη δραστηριότητα για την οποία κατηγορήθηκε, την κοπή κίβδηλων νομισμάτων μετά την εγκατάστασή της στο Ναύπλιο, όπου της χορηγήθηκε γη ως ανταμοιβή για την συνεισφορά της στον αγώνα. Ο γάμος της κόρης της Ελένης με το γιο του Κολοκοτρώνη, Πάνο, φαινόταν να ισχυροποιεί τη θέση της Μπουμπουλίνας στο Μοριά, όπου δεν έπαυε να είναι ξενόφερτη. Σύντομα όμως ο Πάνος φονεύθηκε στη διάρκεια του πρώτου επαναστατικού εμφυλίου και η Ελένη παντρεύτηκε λίγο καιρό αργότερα με τη συναίνεση της μητέρας της το Θεόδωρο Γρίβα. Το γεγονός εξόργισε το Γέρο του Μοριά, που ενεπλάκη σε πικρή διαμάχη με τη Μπουμπουλίνα σχετικά με τη διαχείριση της προίκας της νύφης. Για το λόγο αυτό η ίδια επέστρεψε τις Σπέτσες, όπου ετοιμαζόταν να συμμετάσχει στην απόκρουση του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο, όταν δολοφονήθηκε το 1825 έξω από το σπίτι της από συγγενή κοπέλας που είχε αποπλανήσει και “κλέψει” ο γιος της.

Η Μανδελούσα Μαυρογένους, όπως ήταν το πλήρες όνομά της, ήρθε στον κόσμο στην Τεργέστη το 1796, κέντρο του παροικιακού ελληνισμού, προερχόμενη από οικογένεια με αριστοκρατικές περγαμηνές, που το 1809 εγκαταστάθηκε στη Μύκονο. Στα 22 της χρόνια, μετά το θάνατο του πατέρα της, βρέθηκε με μια τεράστια περιουσία, την οποία δε δίστασε να διαθέσει με σπάνια ανιδοτέλεια για τις ανάγκες της Επανάστασης. Ναύλωσε πλοία, πλήρωνε στρατιώτες, ενίσχυε τους πολιορκητές στην Κάρυστο, οργάνωσε πολεμικές επιχειρήσεις σε Πήλιο, Φωκίδα και Πελοπόννησο, βοήθησε τους επαναστάτες στη Χίο και τη Σάμο, απέκρουσε Αλγερινούς πειρατές στη Μύκονο, απηύθυνε επιστολές σε γυναίκες στη Γαλλία και την Αγγλία προς ενίσχυση των επαναστατών, λαμβάνοντας ως αναγνώριση του έργου της τον ανεπανάληπτο για γυναίκα τίτλο του επίτημου αντιστράτηγου. Κάπου εκεί θα εξαντλούνταν ωστόσο η γενναιοδωρία του υπό διαμόρφωση κράτους στη Μαντώ, που από το 1823 ως το τέλος της ζωής της θα αποδυθεί σε έναν αγώνα για απόδοση της περιουσίας που έχασε σε λεηλασίες και από διάφορους καταπατητές και χρεώστες. Την άσχημη θέση της ήρθε να επιδεινώσει η ατυχής αισθηματική της περιπέτεια με το Δημήτρη Υψηλάντη, τον οποίο γνώρισε το 1823 και ζούσε μαζί του σε μια ουσιαστικά ελεύθερη συμβίωση, που προκαλούσε τα συντηρητικά ήθη της εποχής. Ο Υψηλάντης την εγκατέλειψε το 1825, για λόγους που μέχρι σήμερα δεν είναι εντελώς σαφείς, με τη Μαντώ να προσπαθεί μάταια να τον κάνει να λογοδοτήσει για αθέτηση υπόσχεσης γάμου. Μετά την άφιξη του Καποδίστρια το 1828 έλαβε μια μικρή ενίσχυση από την κεντρική διοίκηση, που επί βαυαρικής αντιβασιλείας το 1834 μετατράπηκε σε σύνταξη, προφανώς πολύ κατώτερη των θυσιών της Μαυρογένους, η οποία με μεγάλη πικρία επανειλημμένα σημείωνε στις επιστολές της προς τους ιθύνοντες ότι ο παραγκωνισμός της οφειλόταν στο φύλο της. Ξεχασμένη και σε μεγάλη ένδεια, έσβησε στα 44 της χρόνια στην Πάρο από τυφοειδή πυρετό.

Επώνυμες γυναίκες με αξιόλογη συμβολή στην Επανάσταση ήταν η Θρακιώτισσα Δόμνα Βισβίζη, που, αρχικά μαζί με τον άνδρα της Χατζηαντώνη και μετά το θάνατό του μόνη της με τα παιδιά της, διοικούσε το πολεμικό πλοίο “Καλομοίρα”, η κόρη του διάσημου κλέφτη Ζαχαριά, Κωνσταντίνα, που πολέμησε στη Γαστούνη και την Πάτρα, η Μανιάτισσα Σταυρούλα Σάββαινα, που διακρίθηκε σε μάχες στο Μοριά και τη Ρούμελη, ενώ στο πεδίο του φιλελληνισμού και της ενίσχυσης των προσφύγων, ξεχώρισε η Ευανθία Καΐρη, από τις Κυδωνίες, αδελφή του σπουδαίου λόγιου Θεόφιλου Καΐρη, που πρωτοστάτησε στην απόσχιση της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους.

Η επιτυχία της Επανάστασης δε σήμανε κάποια ριζική αλλαγή για τη ζωή των γυναικών στην επικράτεια του μικρού νεότευκτου ελληνικού κράτους, δείχνοντας μεταξύ άλλων και τα όρια του ριζοσπαστισμού της. Από την άλλη, το ποτάμι δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω και οι δρόμοι που είχαν ανοίξει κατά το σχεδόν δεκαετή εθνικό αγώνα υπό την ηγεσία της νεαρής αστικής τάξης, θα οδηγούσαν, έστω και με αργούς ρυθμούς τις δεκαετίες που ακολούθησαν σε κατευθύνσεις αδιανόητες πριν το ξέσπασμα του αγώνα.

Δείτε εδώ όλα τα Ερωτήματα για το 1821

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: