Η Ελλάδα και οι Έλληνες του ΄40

Του Γιώργου Μαργαρίτη
Οι Έλληνες ήταν έτοιμοι —έτοιμοι με τον πλέον ριζοσπαστικό και απόλυτο τρόπο— να υποδεχθούν την Κατοχή. Και ακριβώς επειδή η άμεσα προηγούμενη ιστορία τούς είχε με τέτοιο τρόπο προετοιμάσει, μπόρεσαν να λειτουργήσουν, σε χρόνια δύσκολα και σκοτεινά, με έναν τρόπο που κανένας δεν περίμενε και που κανένας δεν είχε προμαντεύσει.

Στα πλαίσια του αφιερώματος της Κατιούσα στην 28η Οκτώβρη, ανασύραμε από το αρχείο και παρουσιάζουμε ένα άρθρο του Γιώργου Μαργαρίτη, Καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που δημοσιεύτηκε στον τόμο-αφιέρωμα της εφημερίδας Ελευθεροτυπία (χ.χ.) με τίτλο «ΟΧΙ, Η Ελλάδα στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, Διπλωματία, Προπαγάνδα, Πόλεμος», που περιελάμβανε συλλογή άρθρων επιλεγμένων από το ένθετο «Ε- Ιστορικά» της ίδιας εφημερίδας.

Η Ελλάδα και οι Έλληνες του ΄40
του Γιώργου Μαργαρίτη

Στα 1940, η Ελλάδα ήταν ακόμη ένα νεαρό κράτος. Οι Έλληνες φυσικά θεωρούσαν ότι η ιστορία τους ήταν μακραίωνη και ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους διαμορφώθηκαν πολλούς πολλούς αιώνες πριν, κυριολεκτικά χάνονταν στα βάθη του χρόνου. Παρ’ όλ’ αυτά, η Ελλάδα και οι Έλληνες συγκροτήθηκαν ως κρατική οντότητα μόλις στην τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Συγκροτήθηκαν δε με ιδιαίτερο τρόπο. Το κράτος τους ήταν μικρό, καταθλιπτικά μικρό σε σχέση με τη δόξα των επικαλούμενων ως προγόνων αλλά και με την υπαρκτή οντότητα του Ελληνισμού. Το ελληνικό κράτος τελείωνε στη Λαμία, άντε στον Τύρναβο μετά το 1881, οι Έλληνες όμως βρίσκονταν παντού ολόγυρα. Στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στην Οδησσό, στην Αλεξάνδρεια, στις πόλεις των Βαλκανίων, στα νησιά, στις απέναντι ακτές. Εκείνο τον καιρό το ερώτημα για το ποια ήταν η πρωτεύουσα των Ελλήνων δεν είχε ξεκάθαρη και τελεσίδικη απάντηση. Περισσότεροι θα απέδιδαν στην Κωνσταντινούπολη αυτή την ιδιότητα, παρά στη μικρή «αναξιοπρεπή» Αθήνα. Και ας ήταν κυρίαρχοι στην τελευταία οι κραταιοί σουλτάνοι της ακόμη απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ανάμεσα στα 1912 και στα 1922 οι πόλεμοι και οι ανατροπές, στον κόσμο, στην Ευρώπη. στα Βαλκάνια και στην ανατολική Μεσόγειο, άλλαξαν τελείως την εικόνα της Ελλάδας και τα χαρακτηριστικά των Ελλήνων. Η χώρα, χωρίς να γίνει μεγάλη, δεν ήταν πλέον μικρή στα νέα της σύνορα. Και, ακόμη σπουδαιότερο, Έλληνες ήσαν πλέον όσοι κατοικούσαν μέσα στα σύνορα της Ελλάδας. Χώρα, κράτος, έθνος, Ελληνισμός και Έλληνες ταυτίστηκαν ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία τους. Στην ουσία επρόκειτο κυριολεκτικά για μία νέα αφετηρία.

Η αφετηρία αυτή, όπως κάθε νέα αρχή, δεν ήταν εύκολη. Πρώτα απ’ όλα θεμελιώθηκε μέσα σε μία ασύλληπτη καταστροφή και στην εκπορευόμενη από αυτή κοσμογονία. Η συμφορά στη Μικρά Ασία ολοκληρώθηκε με τη μαζική ανταλλαγή πληθυσμών, έτσι ώστε να ταυτιστούν σύνορα και εθνικότητες. Περίπου ενάμισι εκατομμύριο χριστιανοί ήρθαν στη νέα Ελλάδα για να πάρουν τη θέση επτακοσίων χιλιάδων μουσουλμάνων ή Βουλγάρων που έφυγαν από αυτήν. Αυτή η μαζική μετακίνηση ανθρώπων θα μπορούσε να καταλήξει σε ανθρωπιστική συμφορά, σε μία εποχή μάλιστα που τα αναγκαία δεν περίσσευαν και όπου καραδοκούσαν η ελονοσία και η φυματίωση. Το ότι δεν έγινε κάτι τέτοιο οφειλόταν σε πολλούς παράγοντες, στην εξωτερική συνδρομή, μεταξύ άλλων, που έδρασε μέσα από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ), ουσιαστικά ως μια δεύτερη κυβέρνηση του τόπου.

Οφειλόταν όμως και σε κάτι πιο βαθύ, πιο κοινωνικό. Στην αφάνταστα επίμονη εργασία των ανθρώπων, στο μόχθο τους, αλλά και στη διάθεσή τους να παλέψουν συλλογικά και οργανωμένα για να δαμάσουν τις αντίξοες συνθήκες και να οργανώσουν τη νέα ζωή τους. Δύσκολα συνειδητοποιούμε σήμερα τα όσα έγιναν τότε. Συνοικίες ολόκληρες —παραγκουπόλεις, πολυκατοικίες, χαμόσπιτα— πλαισίωσαν τις μεγάλες πόλεις διπλασιάζοντας —όπως στην Αθήνα— το μέγεθος τους. Εκατοντάδες χωριά και κωμοπόλεις, με ονόματα όπου κυριαρχούσε το «Νέα», δημιουργήθηκαν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας: Νέα Ιωνία, Νέα Σμύρνη, Νέα Αλικαρνασσός, Νέα Πέργαμος. Νέα Μάκρη, Νέα Χαλκηδόνα… Τεράστιες εκτάσεις αξιοποιήθηκαν μέσα σε ελάχιστο χρόνο, η πεδιάδα της κεντρικής Μακεδονίας από λίμνη έγινε πλούσιος σιτοβολώνας, έργα άρδευσης, ύδρευσης, κτίρια, δρόμοι έκαναν δυνατή τη ζωή των Ελλήνων μέσα στη χώρα που επιτέλους είχαν δημιουργήσει.

Στον καθ’ εαυτό κοινωνικό και πολιτικό χώρο δυο ήταν οι κύριες επιπτώσεις αυτών των κοσμογονικών αλλαγών. Η πρώτη, η κοινωνική, ήταν η δημιουργία μιας χώρας μικροϊδιοκτητών, μικροπαραγωγών, μικροαστοί, μικροεπαγγελματιών. Για να ζήσουν όλοι, παλαιοί και νέοι Έλληνες, η γη μοιράστηκε σε μικρούς αλλά ίσους κλήρους —στην πιο απόλυτη αγροτική μεταρρύθμιση που γνώρισε ο ευρωπαϊκός χώρος— έτσι ώστε όλοι να έχουν από κάτι για να στηριχθούν. Στις πόλεις, κλήροι, οικόπεδα και σπίτια μοιράστηκαν το ίδιο στις ζώνες της προσφυγιάς. Υπήρξε μία εξίσωση πολλών, πάρα πολλών ανθρώπων προς τα κάτω φυσικά —η χώρα δεν είχε τις δυνατότητες της αμερικανικής Δύσης ώστε να αντιμετωπίσει αλλιώς τα τρομερά γεγονότα. Εξίσωση που ήταν πλούσια σε παρενέργειες. Οι παραγωγοί, λόγου χάρη, στην ύπαιθρο δεν ήταν σε θέση με το μικρό τους κλήρο και την αντίστοιχα μικρή παραγωγή τους να σταθούν αυτοδύναμα απέναντι στο χονδρέμπορο. Η σχέση ανάμεσα στους δύο θα μπορούσε να γίνει εκρηκτική αν το κράτος δεν παρενέβαινε ώστε vα αμβλύνει τις αντιθέσεις. Η παρουσία του κράτους και η συλλογικότητα έγιναν κανόνας στην αγροτική παραγωγή, τη βασική οικονομική δραστηριότητα της χώρας. Το πρώτο εκφράστηκε μέσα από την Αγροτική Τράπεζα και τους ποικιλώνυμους οργανισμούς που αναλάμβαναν τη συγκέντρωση και την εμπορευματοποίηση των προϊόντων —του σταριού, του καπνού, του ελαιόλαδου— σε τιμές κεντρικά καθορισμένες και με διαδικασίες που το ίδιο καθόριζε. Μέσω της μεθόδου των συμψηφισμών (του κλίρινγκ)1 το κράτος ανέλαβε ουσιαστικά και το εξωτερικό εμπόριο των ίδιων προϊόντων. Το δεύτερο εκφράστηκε με την ενθάρρυνση της αυτοοργάνωσης των παραγωγών με την άνθηση των συνεταιρισμών και της συλλογικότητας, σε κοινοτικό ή και περιφερειακό επίπεδο, στην ύπαιθρο. Οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί των υπαλλήλων και εργατών στις πόλεις ήταν κάτι ανάλογο.

Η δεύτερη, η πολιτική επίπτωση, ήταν η δημιουργία μιας ιδιόμορφης ελίτ, ορατής διά γυμνού οφθαλμού στην ύπαιθρο, παρούσα όμως και στις πόλεις. Η κρατική, διά των οργανισμών, παρουσία, οι συλλογικές δραστηριότητες προαπαιτούσαν φυσικά γραφειοκρατικούς μηχανισμούς από τα ανώτατα κεντρικά και κρατικά κλιμάκια —το μηχανισμό της Αγροτικής ή της Κτηματικής Τράπεζας λόγου χάρη— ως την τελευταία κοινότητα της χώρας. Οι μηχανισμοί αυτοί με τη σειρά τους κατασκεύασαν στελέχη άξια να διαχειριστούν και να οργανώσουν αποτελεσματικά συστήματα. Στην κάτω πλευρά της κλίμακας, στα μικρά χωριά και τα κεφαλοχώρια, ένας στενός κύκλος ανθρώπων, όσοι «γνώριζαν γράμματα» και ασκούσαν κάποια «κοινωνική» λειτουργία, αναλάμβαναν την ένταξη της μικρής τοπικής κοινότητας στο ευρύτερο πλαίσιο των γενικών μηχανισμών. Οι δάσκαλοι, οι καθηγητές των Γυμνασίων, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι γεωπόνοι, οι μηχανικοί, οι υπάλληλοι των συνεταιρισμών, των οργανισμών, των τραπεζών, οι εγγράμματοι ιερείς μερικές φορές αναλάμβαναν αυτό το δύσκολο έργο. Αυτοί μπορούσαν να μεταφέρουν τις οδηγίες και τους κανονισμούς, να επικοινωνήσουν με τα παραπάνω κλιμάκια, να οργανώσουν τη συλλογική εργασία —για το άνοιγμα δρόμων, για τα αποστραγγιστικά και αρδευτικά έργα, για το μέτρημα του καρπού ή του σπόρου, για την εφαρμογή νέων μεθόδων κ.λπ. κ.λπ. Όλοι αυτοί αποτέλεσαν ένα κοινωνικό στρώμα άξιων ανθρώπων, στενά προσανατολισμένων προς την έννοια της προόδου. Έννοια που τότε είχε ολότελα διαφορετική σημασία απ’ αυτή που έχει σήμερα. Τότε δεν ετίθετο ζήτημα πλουτισμού του ενός ή του άλλου: το πρόβλημα που απασχολούσε τους ανθρώπους ήταν η αξιοπρεπής επιβίωσή τους σε αυτό το περιβάλλον της φτώχειας μέσα στο οποίο έκτιζαν την κοινωνία τους και την πατρίδα τους.

Μαζί με όλα αυτά, ρίζωσε βαθιά στη σκέψη του πολύ κόσμου μία πεποίθηση. Τη χώρα αυτή, μέσα στην οποία συγκεντρώθηκαν παλαιοί και νέοι Έλληνες, την κέρδισαν με τον κόπο τους, την έστησαν στα πόδια της με τον ιδρώτα και το μόχθο τους, με την πειθαρχία και την οργάνωσή τους. Η παραγωγή αυξήθηκε εντυπωσιακά στα λίγα αυτά χρόνια —από το 1924 ουσιαστικά ως το 1940. μόλις δεκαέξι χρόνια δηλαδή- η ελονοσία περιορίστηκε, η φυματίωση επίσης. Τα παιδιά μάθαιναν γράμματα και η μοίρα των γερόντων, των αρρώστων και των ανήμπορων δεν εξαρτιόταν πλέον από τη φιλανθρωπία των γύρω. Αυτοί οι Έλληνες νέου τύπου δεν ήταν πλούσιοι, πολύ απείχαν όμως από του να είναι εξαθλιωμένοι. Είχαν αξιοπρέπεια, την αξιοπρέπεια που η εργασία δίνει, δεν έκλεψαν όσα τους ανήκαν, τα έφτιαξαν με τον κόπο τους, ήταν δικά τους. Και επειδή μάλιστα έβλεπαν χειροπιαστά τα αποτελέσματα του κόπου τους, απέκτησαν και αυτοπεποίθηση, πίστεψαν ότι με σωστή κοινωνική οργάνωση και με σκληρή δουλειά όλα μπορούν να γίνουν, ακόμη και τα θαύματα. Ως πολιτική αντίληψη, η αυτοπεποίθηση των πολλών, η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, ήταν κάτι το εξαιρετικά σημαντικό. Πέρα από τη φλύαρη και ανούσια «πολιτική» των κομμάτων, του Παλατιού, των αξιωματικών που είχαν το μυαλό τους μόνο στο επόμενο πραξικόπημα, κάτω, βαθιά στον κοινωνικό χώρο στήνονταν μεθοδικά οι προϋποθέσεις για ριζοσπαστικές αλλαγές. Αυτές δηλαδή που εκδηλώθηκαν με ορμή μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Ο Μεταξάς

Η δικτατορία του Γεωργίου Β’ και του Ιωάννη Μεταξά έκλεισε αυτή τη δύσκολη περίοδο. Ήταν μία ιδιόμορφη δικτατορία, όπου οι εξουσίες μοιράζονταν ανάμεσα στο βασιλιά και το δικτάτορα, χωρίς μερικές φορές ο ένας —ιδιαίτερα ο Μεταξάς, ως θεσμικά κατώτερος— να μπορεί να παρέμβει στις αρμοδιότητες του άλλου. Καθώς και οι δύο ήσαν ισχυρές προσωπικότητες, αυτή η συγκατοίκηση σε καιρούς περίπλοκους, στις παραμονές ενός νέου μεγάλου πολέμου, δεν ήταν πάντοτε άνετη, γινόταν μάλιστα κάποτε και ενοχλητική. Επιφορτισμένος περισσότερο με τα εσωτερικά ζητήματα της χώρας, ο Μεταξάς εφάρμοσε τον κρατικό παρεμβατισμό και την κεντρική διαχείριση της οικονομίας με τρόπους πιεστικούς, ολοκληρώνοντας όσα η προηγούμενη περίοδος των δυσκολιών είχε κληροδοτήσει. Δεν ήταν μόνο τα Τάγματα Εργασίας και οι κορπορατιστικού τύπου εργατικές ενώσεις ή το ΙΚΑ που εξέφρασαν αυτή την πολιτική. Τεχνικές ανάγκης, η μεγάλη εκστρατεία για επίτευξη της αυτάρκειας της χώρας σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης πριν από την έναρξη του πολέμου έδωσαν νέα ώθηση στη συλλογικότητα των πολιτών όπως και στις δεξιότητές τους. Οι αγρότες έμαθαν να μεγιστοποιούν την παραγωγή τους μέσα από τη σκληρή συλλογική εργασία, την περίφημη «γραμμική σπορά»2 ή τις «σκαλιστικές» καλλιέργειες. Η καταδίωξη των κατσικιών, πέρα από τις ευεργετικές για τα δάση επιπτώσεις της, αύξησε τη διαθέσιμη γη και ως εκ τούτου, μαζί με τις νέες τεχνικές, μεγάλωσε τις παραγωγικές δυνατότητες της υπαίθρου.

Σε άλλους τομείς, οι τομές ήσαν εξίσου σημαντικές. Για να αντιστρατευθεί την υπεροχή του Παλατιού ο Μεταξάς προσπάθησε να φτιάξει το δικό του πολιτικό μηχανισμό. Εκ των πραγμάτων, δεν μπορούσε να κτίσει ένα κόμμα όπως η ιδεολογία του το ήθελε, μία παραλλαγή του φασισμού δηλαδή, καθώς μια τέτοια κίνηση θα τον έφερνε αντιμέτωπο με το Παλάτι και με τους εποπτεύοντες καχύποπτους Βρετανούς. Έφτιαξε λοιπόν μόνο μια πολιτική νεολαία, την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας, την ΕΟΝ. Εξωτερικά το σχήμα αυτό ήταν ρητορικά φλύαρο και ασήμαντο, με τις αψίδες, τις χλαμύδες του και τη θεατρικοδουλική επιδειξιομανία του. Εσωτερικά ήταν κάτι το επαναστατικό. Οι νέοι, υποχρεωτικά, έβγαιναν από το σπίτι τους, μάθαιναν να ζουν σε παρέες, αγόρια και κορίτσια μαζί, να πηγαίνουν εκδρομές, να εργάζονται, να στήνουν θέατρο, να διασκεδάζουν σε χορούς ή σε «πάρτι». Φοβίες αιώνων, παραδόσεις και «ηθικές αξίες» κατέρρευσαν μπροστά στις ανάγκες της πολιτικής. Επιπλέον τα παιδιά δεν γίνονταν φασίστες. Αυτή τη συνεύρεση των νέων την κανοναρχούσαν από τη μία οι κατηχητές του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου με τον κούφιο λόγο τους, από την άλλη ο μεγάλος δάσκαλος των καιρών, ο κινηματογράφος. Στη διαπαιδαγώγηση, ο δεύτερος, παρά την αισιοδοξία του Μεταξά. κέρδιζε κατά κράτος.

Στον Οκτώβριο του 1940, οι Έλληνες έφθασαν εξαιρετικά έτοιμοι και εφοδιασμένοι. Γνώριζαν άριστα τις τεχνογνωσίες της επιβίωσης και της προόδου, πίστευαν στον εαυτό τους, ήταν κοινωνικά ενταγμένοι με ένα ισχυρό πλέγμα που οι συλλογικότητες της ανάγκης είχαν δημιουργήσει. Ένιωθαν ένα βαθύ πατριωτισμό, μία απεριόριστη αγάπη για μία πατρίδα που οι ίδιοι είχαν, από το τίποτα, από την καταστροφή, δημιουργήσει. Είχαν ξεπεράσει παλαιό «ταμπού», ακόμη και στις σχέσεις των δύο φύλων. Έμενε να μάθουν και να πολεμούν. Γι’ αυτό φρόντισε ο Μουσολίνι και η φασιστική Ιταλία.

Ο πόλεμος στην Αλβανία

Στις παραμονές του πολέμου, τον Οκτώβριο του 1940, ίσως όλοι οι Έλληνες, πολιτική ηγεσία και απλοί άνθρωποι, επιθυμούσαν να μείνει η χώρα όσο το δυνατόν πιο μακριά από αυτόν τον τρομερό πόλεμο που είχε ξεκινήσει. Οι εικόνες από τις πόλεις που καίγονταν —η τότε μητρόπολη του κόσμου, το Λονδίνο, σωριαζόταν σε ερείπια το Σεπτέμβριο του 1940— από τα πλοία που βυθίζονταν —οι πίσσες από τα τορπιλισμένα ιταλικά πλοία που χάνονταν στην προσπάθεια τους να φθάσουν στα Δωδεκάνησα είχαν γεμίσει το καλοκαίρι του ’40 τις ελληνικές ακτές— τρόμαζαν όπως ήταν αναμενόμενο τους μικρούς σε μία σύγκρουση που τόσο μάτωνε τους μεγάλους.

Πέρα από αυτή την κοινή εκτίμηση, υπήρχε και ένα άλλο πεδίο απόλυτης συμφωνίας: το ότι δηλαδή η χώρα θα αντιστεκόταν στην όποια εισβολή. Η τελευταία, θα έλεγε κανείς, αποτελούσε ένα είδος εξετάσεων. Στην υπεράσπιση της πατρίδας, αυτής που όλοι μαζί έκτισαν μέσα από τα ερείπια, θα κρινόταν ποιοι ήταν άξιοι γι’ αυτή και ποιοι όχι. Ήταν ένα είδος συμβολαίου που επικύρωνε όσα είχαν προηγηθεί, την ταύτιση των Ελλήνων με το χώρο που τους έδωσε η προγενέστερη ιστορία. Έχοντας δουλέψει, με τον τρόπο που είχαν δουλέψει στο Μεσοπόλεμο για την Ελλάδα, οι κάτοικοί της τη θεωρούσαν δικό τους έργο, στενή ιδιοκτησία τους. Κανείς μα κανείς δεν έπρεπε να τους την πάρει. Επρόκειτο για ένα βαθύ αίσθημα πατριωτισμού απέναντι στο οποίο δεν έμεναν περιθώρια για υστερόβουλες σκέψεις ομάδων ή ηγετών. Απλά έτσι ήταν. Το «όχι» που είπε εκ των πραγμάτων ο Μεταξάς, απαντώντας στο τελεσίγραφο του Ιταλού πρέσβη, ήταν μία ώριμη και καλά δουλεμένη απόφαση.

Επιπλέον η τύχη βοήθησε τους τολμηρούς. Η φασιστική Ιταλία ήταν ένα κράτος φανφαρόνων, οι πραγματικές δυνατότητες του οποίου ήταν αντιστρόφως ανάλογες της μεγαλοστομίας των ηγετών του. Στις 28 Οκτωβρίου η επίθεση στην Ελλάδα έγινε με εντυπωσιακά μικρές δυνάμεις, μόλις 100.000 στρατιώτες, και βασίστηκε σε φαντασιώσεις —περί απροθυμίας των Ελλήνων, περί εξέγερσης μειονοτήτων κ.λπ.— παρά σε πραγματικά δεδομένα. Η ταχύτητα επιστράτευσης και συγκρότησης των μεγάλων στρατιωτικών μονάδων στην ελληνική πλευρά ήταν, βοηθούσης της γενικής προθυμίας, υποδειγματική σε τρόπο ώστε, στα μέσα Νοεμβρίου, ο ελληνικός στρατός απέκτησε σημαντική αριθμητική υπεροχή στο μέτωπο, την οποία και κράτησε σχεδόν μέχρι τα τέλη του Ιανουάριου. Η ιταλική επίθεση εκφυλίστηκε σε υποχώρηση και μετά σε απελπισμένη άμυνα στις διαβάσεις που οδηγούσαν προς την κεντρική Αλβανία.

Για τους πολεμιστές της πρώτης γραμμής ο πολεμικός θρίαμβος υπήρξε φορέας πολλών μηνυμάτων. Το ότι κέρδιζαν μία από τις μεγάλες δυνάμεις του τότε κόσμου —άσχετα από τις πραγματικές της δυνατότητες στο συγκεκριμένο πεδίο μάχης— ενίσχυε την πίστη στον εαυτό τους. Την πίστη αυτή τη βίωναν μάλιστα συλλογικά. Εξαιτίας του συστήματος της επιστράτευσης οι στρατιωτικές μονάδες ήσαν συγκροτημένες σε τοπική βάση: κάθε σύνταγμα προερχόταν από μία πρωτεύουσα νομού, γεγονός που σήμαινε ότι σε κάθε τάγμα, σε κάθε λόχο, σε κάθε διμοιρία τις περισσότερες φορές οι φαντάροι ήσαν συντοπίτες, γνωρίζονταν μεταξύ τους, αποτελούσαν ένα είδος αποσπάσματος της κοινωνίας από την οποία προέρχονταν. Ακόμη περισσότερο, οι αξιωματικοί που τους οδηγούσαν στις μάχες τούς ήταν οικείοι. Μεγάλο ποσοστό των διμοιριτών, ανθυπολοχαγών ή και υπολοχαγών ήσαν έφεδροι, οι «εγγράμματοι» που είχαμε δει να οργανώνουν και να συντονίζουν τις προσπάθειες ανασύνταξης του Μεσοπολέμου.

Αυτοί οι δάσκαλοι, οι δικηγόροι, οι υπάλληλοι μάθαιναν τον πόλεμο μαζί με τους στρατιώτες τους. Ήταν δε ένας πόλεμος στα μέτρα τους. Το ορεινό τοπίο της Ηπείρου και της Αλβανίας, κατακερματισμένο και δυσπρόσιτο, δημιουργούσε πολυάριθμα μικρά πεδία σύγκρουσης, σχεδόν ανεξάρτητα και απομονωμένα το ένα από το άλλο. Οι κορυφές, οι χαράδρες, τα περάσματα ήσαν τα αντικείμενα διεκδίκησης ανάμεσα σε διμοιρίες, λόχους, διλοχίες, σπανιότερα τάγματα. Μερικές δεκάδες Ελλήνων μάχονταν το δικό τους πόλεμο σε κάθε ιδιαίτερη πτυχή των ατελείωτων βουνών, αντιμετώπιζαν το δικό τους εχθρό με τους δικούς τους τρόπους. Κανένα επιτελείο συντάγματος, μεραρχίας ή στρατιάς δεν μπορούσε να τους πει πώς να καταλάβουν την απέναντι κορυφή, πώς να νικήσουν το εχθρικό φυλάκιο. Οι τακτικές, σ’ ένα βαθμό, σχεδιάστηκαν επί τόπου από τους ίδιους τους ενδιαφερομένους. Η ιταλική διάταξη, στον καιρό της αριθμητικής ανεπάρκειας των δυνάμεών της, άφηνε κενά ανάμεσα στα «σημεία στήριξης», τις κορυφές και τα περάσματα. Από αυτά τα κενά προχωρούσαν μικρές ομάδες, «πραγματοποιούσαν διείσδυση στα μετόπισθεν της εχθρικής θέσης» που έλεγαν τα εγχειρίδια, και οδηγούσαν τον εχθρό σε αναγκαστική υποχώρηση προς το επόμενο διάσελο και την επόμενη κορυφή. Εκατοντάδες μικρές νίκες αυτού του είδους έσπρωξαν την ιταλική διάταξη πίσω, βαθιά μέσα στα εδάφη της Αλβανίας.

Αυτό το είδος πολέμου έφθασε στα όριά του τον Ιανουάριο του 1941, όταν οι ιταλικές ενισχύσεις, που προοδευτικά έφθαναν στο αλβανικό μέτωπο, πύκνωσαν την εχθρική διάταξη και περιόρισαν τα κενά, τη στιγμή ακριβώς που οι καιρικές συνθήκες καθιστούσαν βασανιστική τη διαβίωση των στρατιωτών στα μεγάλα υψόμετρα και δύσκολο τον εφοδιασμό των προωθημένων μονάδων. Η προέλαση σταμάτησε, το μέτωπο καθηλώθηκε και το επιτελείο της Αθήνας, για να βγει από το αδιέξοδο, ξεκίνησε μία ατελείωτη σειρά αιματηρών όσο και άκαρπων επιθέσεων στην Κλεισούρα και το Τεπελένι. Τα κρυοπαγήματα, η κακή διατροφή, οι άσκοπες βαριές απώλειες προκάλεσαν καχυποψία αρχικά, δυσφορία στη συνέχεια στις ελληνικές δυνάμεις. Για τα κατώτερα κλιμάκια του στρατού, τους εφέδρους (αλλά και πολλούς μονίμους), το γεγονός ότι οι απειράριθμες μικρές νίκες δεν οδήγησαν παρά στο βασανιστικό αδιέξοδο γεννούσε ερωτηματικά και δυσάρεστες σκέψεις για τις προθέσεις της ηγεσίας. Ανάμεσα στην Αθήνα και το μέτωπο δημιουργήθηκε σιγά σιγά ένα αδιόρατο στην αρχή ρήγμα, το οποίο θα έπαιρνε διαστάσεις στα χρόνια που θα ακολουθούσαν. Τον ίδιο καιρό, στις 29 Ιανουαρίου, ο Μεταξάς πέθανε, ο Γεώργιος Β έμεινε μόνος ισχυρός ηγέτης της χωράς και οι Άγγλοι ανέλαβαν ουσιαστικά την υψηλή εποπτεία της πολεμικής προσπάθειας της χώρας.

Οι τελευταίες εβδομάδες του πολέμου στην Αλβανία ήταν εξαιρετικά πλούσιες σε πολιτικές διεργασίες στο επίπεδο των πολεμιστών του μετώπου και της κοινωνίας, της οποίας αυτοί αποτελούσαν το πλέον δραστήριο τμήμα. Από το Φεβρουάριο πολλαπλασιάζονταν οι ενδείξεις κρίσης στον ελληνικό στρατό. Σε μερικές μονάδες η έκφραση δυσαρέσκειας βγήκε φανερά στην επιφάνεια. Η απόκρουση της μεγάλης «Εαρινής επίθεσης» των Ιταλών δεν άλλαξε το γενικό κλίμα της δυσπραγίας. Όλοι γνώριζαν ότι η γερμανική επέμβαση πλησίαζε και ότι η τύχη της χώρας θα κρινόταν αλλού. Η μη ολοκλήρωση της νίκης στον καιρό της ελληνικής υπεροχής και των αλλεπάλληλων θριάμβων χρεώθηκε εξ ολοκλήρου στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας. Η ιδέα για «τρομαγμένους» και «άβουλους» ηγέτες και για «πεμπτοφαλαγγίτες», πράκτορες των Γερμανών, αξιωματικούς γεννήθηκε και εξαπλώθηκε μέσα στη γενική δυσαρέσκεια. Η ρήξη ανάμεσα στην ελληνική κοινωνία και την ηγεσία της έγραψε τις μέρες αυτές το πρώτο της κεφάλαιο.

Εισαγωγή στην Ιστορία της Κατοχής

Τα γεγονότα της αμέσως προγενέστερης ιστορίας προετοίμασαν το έδαφος για τα όσα θα επακολουθούσαν. Ας σταθούμε στα κεντρικά σημεία αυτού του ιστορικού πλαισίου που είχε διαμορφωθεί στα 1941. Η χώρα, με τη μορφή και τα χαρακτηριστικά που είχε στα 1940, ήταν ένα νεαρό μόρφωμα, με προϊστορία μόλις δεκαέξι χρόνων περίπου. Οι θεσμοί, οι κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις ήταν ακόμη ρευστές και υπό διαμόρφωση. Αυτό σήμαινε ότι οι πολίτες ή οι πολιτικές δυνάμεις ήταν δυνατό να παρέμβουν σε αυτές, να τις αλλάξουν. Με άλλα λόγια, το μέλλον της χώρας ήταν ακόμη, σε μεγάλο βαθμό, ένα λευκό χαρτί, όπου τα πάντα θα ήταν δυνατό να γραφτούν από την αρχή. Οι μεγαλύτερες ανατροπές ήταν εφικτές σε ένα τέτοιο πλαίσιο.

Η κοινωνική διαστρωμάτωση ήταν επιπλέον ασταθής. Δεν υπήρχαν εδώ ισχυρές, οικονομικά και πολιτικά, άρχουσες τάξεις των οποίων οι δυνατότητες να μπορούν να υποκαταστήσουν τις αδυναμίες της πολιτικής, να καλύψουν τις ρωγμές και τα κενά που οι εξελίξεις δημιουργούσαν. Σε μία χώρα μικρών -όπου οι μεσαίοι φάνταζαν «νοικοκυραίοι»— με παρονομαστή μάλιστα τον κοινό αγώνα για αξιοπρεπή επιβίωση, οι σχέσεις με το κράτος ήταν ιδιαίτερα κρίσιμες όσο και σύνθετες, ζωτικές θα τις ονομάζαμε καλύτερα. Κανένας λοιπόν δεν μπορούσε να παραμείνει αδιάφορος στις τυχόν περιπέτειες του τελευταίου, ακόμη, οι πολίτες είχαν κοινωνικές και πολιτικές αρετές, δυσεύρετες σε πιο ήπιους καιρούς. Αν και δεν είχαν ζήσει ώς τότε σε μία πραγματική δημοκρατία, τα περιθώρια της αυτονομίας τους, της αυτενέργειάς τους στο δύσκολο περιβάλλον δεν ήσαν ασήμαντα. Ήταν πολίτες που με κόπο, με γνώση και με συλλογικό πνεύμα είχαν πετύχει πολλά με τις δικές τους και μόνο δυνάμεις. Οι δεξιότητες τους, στην πολιτική, στην οικονομία, στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή, ήταν αξιόλογες και επιπλέον, στην Αλβανία, οι στρατιωτικές δεξιότητες προστέθηκαν στις προηγούμενες. Συνηθισμένοι περισσότερο στις δύσκολες συνθήκες και στα δυσεπίλυτα προβλήματα, ελάχιστα τρόμαζαν μπροστά στις αντιξοότητες που θα παρουσιάζονταν μπροστά τους. Σε όλη την ώς τότε ζωή τους είχαν μάθει να αντιμετωπίζουν αντιξοότητες.

Από την άποψη αυτή οι Έλληνες ήταν έτοιμοι —έτοιμοι με τον πλέον ριζοσπαστικό και απόλυτο τρόπο— να υποδεχθούν την Κατοχή. Και ακριβώς επειδή η άμεσα προηγούμενη ιστορία τούς είχε με τέτοιο τρόπο προετοιμάσει, μπόρεσαν να λειτουργήσουν, σε χρόνια δύσκολα και σκοτεινά, με έναν τρόπο που κανένας δεν περίμενε και που κανένας δεν είχε προμαντεύσει.

Σημειώσεις

1 Η μέθοδος των συμψηφισμών, κλήρινγκ, αφορά τη μεταξύ δύο κρατών ανταλλαγή προϊόντων ίσης αξίας, με βάση προσυμφωνημένες διοικητικά τιμές. Στην ουσία η μέθοδος υποκαθιστά την ελεύθερη αγορά και εφαρμόζεται σε περιόδους κλειστής οικονομίας, όταν μάλιστα η μετατρεψιμότητα του συναλλάγματος συμβαίνει να είναι, για πολλούς λόγους, προβληματική. Η Ελλάδα χρησιμοποιούσε εντατικά αυτή τη μέθοδο ώς την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά, στις εμπορικές σχέσεις της με τις ανατολικές χώρες. Στη δεκαετία του 1930, μετά τη μεγάλη κρίση, αυτή η μέθοδος ήταν κανόνας στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα.

2 Η τεχνική της τοποθέτησης των σπόρων, ακόμη και του σταριού ή του καλαμποκιού, κατά μήκος αυλακιών, σε γραμμή, σε τρόπο ώστε να μην επικαλύπτονται όπως συνέβαινε παλαιότερα. Φυσικά η μέθοδος απαιτούσε πολλαπλάσιες ώρες δουλειάς που μπορούσαν να εξευρεθούν μόνο με αυστηρή οργάνωση —και κινητοποίηση— συλλογικά όλης της διαθέσιμης εργατικής δύναμης του χωριού.

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην 28η Οκτώβρη

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: