Αντάρτικα τραγούδια του αλβανικού μετώπου

Τα λαϊκά τραγούδια της Αντίστασης, είναι γνήσια δημιουργήματα του λαού μας. Εκφράζουν τη λαϊκή ψυχή  σε μια από τις πιο δραματικές αλλά και τις πιο φωτεινές ώρες της πρόσφατης εθνικής μας ιστορίας.

Αντάρτικα τραγούδια του αλβανικού μετώπου

Στα πλαίσια του αφιερώματος της Κατιούσα στην 28η Οκτώβρη, παρουσιάζουμε ένα μικρό απάνθισμα αντάρτικων τραγουδιών, που τραγουδήθηκαν από το λαό μας την περίοδο του αλβανικού μετώπου.

Ο λογοτέχνης – συγγραφέας Τάκης Αδάμος, μελετητής του τραγουδιού της Αντίστασης, γράφει: «Τα λαϊκά τραγούδια της Αντίστασης, είναι γνήσια δημιουργήματα του λαού μας. Εκφράζουν τη λαϊκή ψυχή  σε μια από τις πιο δραματικές αλλά και τις πιο φωτεινές ώρες της πρόσφατης εθνικής μας ιστορίας. Αποτελούν, συνεπώς, αξιόλογη ιστορική μαρτυρία μιας ολόκληρης εποχής. Μας φέρνουν κοντά στις ρίζες του πιο μαζικού κινήματος που γνώρισε η χώρα μας. Και παράλληλα αποτελούν θαυμάσιο μέσο πατριωτικού και αγωνιστικού φρονηματισμού του λαού, ιδιαίτερα της νέας γενιάς, που δεν γνώρισε το μεγαλείο της Αντίστασης…».

Σ’ τση Αρβανίας τα βουνά

Σ’ τση Αρβανίας τα βουνά, τα καταχιονισμένα,
με τα’ αδερφοί μου, που ’ναι κει, να παίρνασι και μένα.
Να ’τονε να με παίρνασι και μεν’ από κει πάνω,
να τωνε κουβαλώ φαΐ, ζεστά να τωνε κάνω.

Και δική μας θα ’ναι η νίκη

Στράβωσέ τονε, θεέ μου, που είν’ αιτία του πολέμου’
Οι τσολιάδες μας, Φρατέλλοι, σας εκάμασιν κουρέλι.
Θε να τσοι φάμε σα θεριά κι ας είμαστε και μια χεριά,
που το δίκιο μας ανήκει και δική μας θα ’ναι η νίκη.

(«ΑΠΕΡΑΘΙΤΙΚΑ»)

Ο Μουσολίνης ο φονιάς

Ο πόλεμος αρχίνηξε στο τέλος του Οχτώβρη
κι ο κερατάς ο Μουσουλής απ’ το θεό να τόβρει.
Ω, παλικάρια διαλεχτά και σπουδασμένοι πόχει
ο Μουσολίνης ο φονιάς μες στη μεγάλη λόχη.*
Ρίξε θεέ μου, κεραυνό κάψε το Μουσολίνι
που χάροντας τόσων παιδιών εκείνος έχει γίνει.

(ΝΑΞΟΥ)

*λόχη = φωτιά

Ανάθεμα τον πόλεμο

Ανάθεμα τον πόλεμο του κόσμου τον καταστρεμό.
Χιλιανάθεμα τσοι εκείνοι, που δεν θέλουν την ειρήνη.
Βαλ’ το χέρι σου θεέ μου, δώσε τέρμα του πολέμου.
Των κρατών διοικητάδες λυπηθείτε τσι μανάδες.

Οι Φουστανελλάδες

Τρία εκατομμύρια φέραν επικουρία
τα’ ήρθαν να πολεμήσουσι μέσα στην Αλβανία.
Μ’ εφ’ όπλου λόγχη κάμασι μάχη οι φουστανελλάδες,
τα’ εσφάξασι τους Ιταλούς τσαι τους μακαρονάδες.
Ερίξαν τα τουφέκια τους, επιάσαν τα σπαθιά τους,
τα’ εσφάξασι τους Ιταλούς πάνω στα γόνατά τους.

(ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ)

Κάψε το Μουσολίνι

Βοήθα Παναγία μου, βοήθησε θεέ μου,
οι Έλληνες να πάρουνε τη νίκη του πλέμου.
Ω, Παναγία Ντηνιακιά, των Ιταλών οργίσου,
ποπνίξανε την «Έλλη» μας τη μέρα της γιορτής σου.
Κατάστρεψε τσοι Ιταλοί, να φύγουν απ’ τη μέση
που καίνε γυναικόπαιδα, χωρίς να τωνε φταίσι.
Ρίξε, θεέ μου, μια φωτιά, κάψε το Μουσολίνι,
που να γλυτώσουμε εμείς και θα σωθούν κι εκείνοι.
Λυπήσου τη λεβεντουριά, π’ αθώο αίμα χύνει
και ρίξε πύρινη φωτιά, κάψε το Μουσολίνι
γιατί ν’ αυτός η αφορμή και κλαιν πολλές μανάδες
και λεβεντιές στα σύνορα σκοτώνονται χιλιάδες.

(«ΑΠΕΡΑΘΙΤΙΚΑ»)

Δίστιχα της Δωδεκανήσου

Ο Μουσολίνι νόμιζε πως ήταν η Ελλάδα
κανένα πιάτον αχνιστό με τη μακαρονάδα.
Του Μουσολίνι η κεφαλή που φόραε μαύρη σκούφια,
στο τέλος αποδείχτηκε πως ήταν μέσα κούφια.

Έβγα ψηλά στο Σμόλικα

– Τι έχεις μαύρε κόρακα και σκούζεις και φωνάζεις;
Μήνα διψάς για αίματα, γι’ ανθρώπινα κουφάρια;
Έβγα ψηλά στο Σμόλικα, ψηλά στη Σαμαρίνα
να ιδείς της μάχης το κακό, ν’ ακούσεις ντουφεκίδι
πώς πολεμούν οι Έλληνες οι άνδρες του Δαβάκη
κι οι σταυραητοί του Στανωτά, πεζούρα και καβάλα.
Να ιδείς κορμιά φασιστικά, γεμίσαν οι χαράδρες,
κοκκίνισαν οι ρεματιές, έβαψε το ποτάμι
κι οι Ιταλοί μαντρώθηκαν στο δόλιο το Γκριζμπάνι.

(ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ)

Του Μουσολίνι

Νάτανε όλοι οι αρχηγοί – σ’ ένα βαπόρι, να πνιγεί.
Μες στη Ρώμη Μουσολίνι – επανάσταση θα γίνει.
Και ο ίδιος ο στρατός σου – θα σου κόψει το λαιμό σου.

(ΤΗΣ ΝΑΞΟΥ)

Όλυμπος και Πίνδος

Ποιος είδε τέτιο θάμασμα, παράξενο μεγάλο
να κουβεντιάζουν τα βουνά, με τις ψηλές ραχούλες.
Γυρίζει ο Γέρο – Όλυμπος κι αναρωταέι την Πίνδο:
– Βουνό μου γιατί θύμωσες και στέκεις βουρκωμένο;
Μήνα χαλάζι σε βαρεί, μήνα βροχή σε δέρνει;
-Ούτε χαλάζι με βαρεί κι ούτε βροχή με δέρνει<
μον’ με βαρούν οι Ιταλοί με μπόμπες και με όλμους,
μαύρα πουλιά σκεπάσανε τον όμορφο ουρανό μου,
θερίζουνμε τις ράχες μου, καίνε τα έλατά μου.
-Ρίξε βουνό τις μπόρες σου, ρίξε τις αστραπές σου
κι εγώ σου στέλνω τους αητούς, τσολιάδες και φαντάρους
να καθαρίσουν τις πλαγιές, να διώξουν τους φασίστες,
που μόλυναν τον τόπο μας, τα όμορφα χωριά μας.

(ΗΠΕΙΡΟΥ)

Από τη συλλογή του περιοδικού Τετράδιο (1975)
Η φωτογραφία είναι του Σπύρου Μελετζή

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην 28η Οκτώβρη

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6


Notice: Only variables should be passed by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
1 Σχόλιο

  • Ο/Η Κώστας Ντουντουλάκης λέει:

    Προσθέστε και το πιο γνωστό σχετικό κρητικό τραγούδι του Μάη του 1941 (υπάρχουν πολλά) από τα Ριζίτικα της Κρήτης που τραγουδιέται ακόμα (με τον σκοπό του παμπάλαιου ριζίτικου “Ο Διγενής ψυχομαχεί”) σε παραδοσιακές παρέες στην Δυτική Κρήτη :

    “Χίτλερ και μην το καυχηθείς πως πάτησες στην Κρήτη,
    ξαρμάτωτη την ήβρηκες και λείπαν τα παιδιά τση.
    Στα ξένα επολεμούσανε, πάνω στην Αλβανία,
    μα πάλι επολεμήσανε εκείνοι που απομείναν:
    Γέροι, γυναίκες και παιδιά.”

    Κώστας Ντουντουλάκης, Χανιά.

Κάντε ένα σχόλιο: