Τον κόσμο τον έσωσε ένας ειρηνικός λαός που αγαπά το βιβλίο, το διαβήτη και τη γήινη σφαίρα

“Όλοι τραυματίζουν, ένας σκοτώνει”. Εάν κοιτάξεις το πτώμα του φασισμού, θα δεις ότι σ’ αυτό υπάρχουν πολλές πληγές, από γρατσουνιές μέχρι βαριά τραύματα. Όμως ένα τραύμα ήταν θανατηφόρο κι αυτό το κατάφερε στο φασισμό ο Κόκκινος Στρατός.

Στο πλαίσιο του αφιερώματος στα 100 χρόνια της Οχτωβριανής Επανάστασης, δημοσιεύουμε σήμερα ένα απόσπασμα από ένα άρθρο του Ίλια Έρενμπουργκ, του μεγάλου σοβιετικού λογοτέχνη, που γράφτηκε τον Ιούνιο του 1945, στον απόηχο της Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών. Ήδη από τότε, ένα μήνα μετά την παράδοση της Γερμανίας και πριν ακόμα συνθηκολογήσει η Ιαπωνία (με το έγκλημα της ρίψης της πυρηνικής βόμβας από τις ΗΠΑ) είχαν αρχίσει οι προσπάθειες να μειωθεί η καταλυτική σημασία κι ο ρόλος που έπαιξε η Σοβιετική Ένωση σε αυτόν τον πόλεμο. Ο Έρενμπουργκ απαντάει στις μωρές παρθένες που στέκονταν πάνω από την κούνια του φασισμού και τον ντάντεψαν, αλλά εκ των υστέρων αραιώνουν με τα δάκρυά τους το φασιστικό δηλητήριο.

Το άρθρο από το οποίο προέρχεται το απόσπασμα είναι το τελευταίο από τη συλλογή κειμένων “το χρονικό της ανδρειοσύνης” (Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή), που περιλαμβάνει τις ανταποκρίσεις του Έρενμπουργκ από το μέτωπο, που στάλθηκαν και δημοσιεύτηκαν σε ΜΜΕ του εξωτερικού.

Τον κόσμο τον έσωσε ένας ειρηνικός λαός που αγαπά το βιβλίο, το διαβήτη και τη γήινη σφαίρα

Πρόσφατα η Γαλλία πένθησε την επέτειο της καταστροφής του Οραντούρ-σιρ-Γκλαν. Ο Πρόεδρος Μπένες ταξίδεψε στη στάχτη του Λίντιτσε (συνοικισμός ανθρακωρύχων στην Τσεχοσλοβακία που ισοπεδώθηκε). Σκέφτομαι τα δικά μας Οραντούρ, τα δικά μας Λίντιτσε. Πόσα απ’ αυτά υπάρχουν; Αν πας από τη Μόσχα δυτικά, προς το Μινσκ, ή νότια, προς την Πολτάβα, ή βόρεια, προς το Λένινγκραντ, θα δεις παντού ερείπια, στάχτη, τάφους και όταν βγάλεις το καπέλο σου δεν πρόκειται να το ξαναφορέσεις. Και παντού οι κάτοικοι που γλίτωσαν θα διηγούνται, με ποιον τρόπο κρέμονταν στις κρεμάλες οι γέροι, πώς οι μητέρες προσπαθούσαν να σώωσουν τα μικρά από τους κακούργους, πώς καίγονταν τα σπίτια με ζωντανούς ανθρώπους.

Δε θέλω να ξεχάσω τίποτα, η μνήμη δεν είναι μπιχλιμπίδι ούτε σαβούρα, η μνήμη είναι μεγάλο δώρο. Χωρίς τη μνήμη θα ήταν εύκολη, αλλά τιποτένια η ζωή του ανθρώπου. Όχι, εμείς δε θα αφήσουμε ούτε τα σαξόφωνα ούτε τους πολυλογάδες να πνίξουν τη φωνή των νεκρών. Εμείς δε θέλουμε να ζήσουν τα παιδιά μας τα ίδια μετά από είκοσι χρόνια.

Πάνω από την κούνια του φασισμού δε στέκονταν μόνο μάγισσες, στέκονταν και μωρές παρθένες. Αυτές ελπίζανε να μάθουν στους νεογέννητους ανθρωποφάγους καλούς τρόπους. Εκείνα τα χρόνια μπορούσες να βλέπεις στους δρόμους του Παρισιού “έναν άνθρωπο με μαχαίρι στα δόντια”. Οι Ρώσοι τότε θεωρούνταν βάρβαροι που διψούσαν να καταστρέψουν τον πολιτισμό, ενώ οι φασίστες θεωρούνταν άτακτοι, αλλά ευγενικοί νέοι. Αναπτυξιακή αρρώστια. Δεν τα θυμίζω όλ’ αυτά, επειδή έχω απαίσιο χαρακτήρα, αλλά για να σώσουμε το μέλλον. Πρέπει να θυμόμαστε τα παιδιά της Μαδρίτης. Ύστερα απ’ αυτά ήρθαν τα παιδιά του Παρισιού και του Λονδίνου. Με φρίκη περιγράφει ο παγκόσμιος τύπος το στρατόπεδο εξόντωσης του Οσβέντσιμ. Εκεί βρέθηκαν τόνοι γυναικείων μαλλιών, οι Ναζί κούρευαν τις γυναίκες πριν τις θανατώσουν με ασφυξία και με τα μαλλιά γέμιζαν στρώματα. Πρέπει να θυμίσουμε ότι το Οσβέντσιμ έγινε μετά το Μόναχο.

Τι θα πουν οι απόγονοι, όταν διαβάσουν ότι ο φοβερότερος των πολέμων που επέφερε στον κόσμο δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς, στην αρχή βαφτίστηκε από τους μισοφασίστες-μισοηλίθιους “παράξενος πόλεμος” – “drole de guerre”; Τι θα πουν οι απόγονοι, όταν διαβάσουν ότι αυτοί οι μισοφασίστες-μισοηλίθιοι, που έζησαν μέχρι τη νίκη, δηλώνουν ότι αυτή η νίκη είναι δική τους;

Είναι λίγο το να καταστρέψεις το φασισμό στο πεδίο της μάχης, χρειάζεται να τον καταστρέψεις στη συνείδηση, στη μισοσυνείδηση, σ’ εκείνη την ψυχική παρανομία, που είναι φοβερότερη από την παρανομία των σαμποταριστών. Δεν μπορείς να εξαφανίσεις μια επιδημία με την επιείκεια προς τα μικρόβια. Δεν περιμένω από τις στρίγκλες δάκρυα μετάνοιας, παρόλο ότι όλες οι στρίγκλες έχουν κιόλας εφοδιαστεί με τα μιξομαντιλάκια τους, που έγιναν της μόδας του 1945 και της μεταπολεμικής μεταμφίεσης. Αλλά γιατί σιγοκλαίνε οι μωρές παρθένες; Εμείς δεν το θέλουμε το φασιστικό δηλητήριο, το αραιωμένο με τα δάκρυά τους…

Με ελπίδα βλέπουν οι λαοί τη χώρα μας. Η ειρήνη έχει ηλικία μόλις ενός μήνα, αυτό το μωρό που το περιμέναμε από πολύ καιρό, ακόμα δεν περπατά και δε μιλά. Οι λαοί αναρωτιούνται με ανησυχία: μήπως αποκοιμήθηκαν οι αμελείς παραμάνες του μωρού;

Θυμάμαι το απόφθεγμα στο ηλιακό ρολόι: “Όλοι τραυματίζουν, ένας σκοτώνει”. Εάν κοιτάξεις το πτώμα του φασισμού, θα δεις ότι σ’ αυτό υπάρχουν πολλές πληγές, από γρατσουνιές μέχρι βαριά τραύματα. Όμως ένα τραύμα ήταν θανατηφόρο κι αυτό το κατάφερε στο φασισμό ο Κόκκινος Στρατός. Το φθινόπωρο του 1941 οι Γερμανοί πλησίασαν το Λένινγκραντ και τη Μόσχα. Οι μάγισσες ψευτογελούσαν ειρωνικά: “Εμείς πάντα το προλέγαμε αυτό”. Σε ό,τι αφορά τις μωρές παρθένες, αυτές τότε δόξαζαν τον Ποσειδώνα και έψαχναν να βρουν καλά αντιαεροπορικά καταφύγια. Ο φασισμός βρισκόταν στο ζενίθ, αλλά αυτό αποδείχτηκε ότι ήταν η αρχή της δύσης του. Συγκρούστηκαν δύο κόσμοι: ο κόσμος της αλαζονείας και ο κόσμος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ο κόσμος της αρπαγής και ο κόσμος της δημιουργίας, ο κόσμος του φασισμού και ο κόσμος του σοσιαλισμού.

Ας το γνωρίζουν οι μωρές παρθένες: τον κόσμο τον έσωσε ένας ειρηνικός λαός, ο οποίος αγαπά το βιβλίο, το διαβήτη και τη γήινη σφαίρα.

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: